Πονοκέφαλοι για την «καλή μαμά» Μέρκελ. Της Αλίκης Βεγίρη
Λίγες μόνο μέρες πριν από τις γερμανικές εκλογές, και το κλίμα ακόμα να ανεβάσει στροφές. Μετά τη στιγμιαία αναταραχή που προκάλεσε η ανακίνηση του ελληνικού ζητήματος από τον Σόιμπλε, η γερμανική πολιτική σκηνή επανήλθε στα πρότερα, δηλαδή στην ηρεμία νεκροταφείου, όπως ελέχθη χαρακτηριστικά.
Αν και απανταχού οι εκλογές αποτελούν τη χαρά των Μedia, τα αντίστοιχα γερμανικά φαίνεται ότι αδυνατούν να τη συμμεριστούν. Συχνό είναι το φαινόμενο οι εκλογές να απουσιάζουν από τα πρωτοσέλιδα, ενώ όπως έγραψε ειρωνικά ο Gideon Rachman στους FT, το θέμα που μονοπωλεί αυτή τη στιγμή τη Γερμανία είναι αν οι σχολικές καντίνες θα πρέπει να διαθέτουν vegetarian σάντουιτς τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. «Η Γερμανία vegetarian σε έναν κόσμο γεμάτο σαρκοβόρα».
Η Μέρκελ, λοιπόν, κατάφερε να ξαναπάρει τη ηνία και να επαναφέρει την πολιτική σκηνή στην αταραξία, αποφεύγοντας να θίξει επίμαχα ζητήματα, δρώντας λίγο-πολύ σαν ισχυρό καταπραϋντικό. Τόσο οι προεκλογικές αφίσες του κόμματός της, όσο και τα μηνύματά της επικεντρώνονται στο πρόσωπο και τη δημοτικότητά της, μακράν μεγαλύτερη οποιουδήποτε εσωκομματικού ή εξωκομματικού αντιπάλου. Τόσο, που το Der Spiegel, στο τελευταίο του τεύχος να βγαίνει με εξώφυλλο τη Μέρκελ ως ενσάρκωση της Μεγάλης Αικατερίνης. Αν και η εντύπωση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας τις μέσα σελίδες δεν είναι αυτή της Μεγάλης Αικατερίνης (άλλωστε η Μέρκελ δεν φημίζεται για το πλήθος των εραστών της), αλλά μιας ήπιας εκδοχής του μακαρίτη Dear Leader, Kim Jong-il.
Η Μέρκελ μεταχειρίζεται τους ψηφοφόρους της σαν παιδιά τα οποία δεν χρειάζεται να γεμίζουν το κεφάλι τους με ενοχλητικές απορίες. Τουναντίον, θα πρέπει να εμπιστεύονται τη μητέρα τους, η οποία και γνωρίζει και φροντίζει καλύτερα για το καλό τους. Για το λόγο αυτό, όλο και συχνότερα αποφεύγει τις δημόσιες συζητήσεις για σημαντικά πολιτικά ζητήματα, απλά διαβουλεύεται πίσω από τις κουρτίνες με τους στενούς της συνεργάτες και όταν τις τραβάει, είναι μόνο για να ανακοινώσει τις αποφάσεις της.
Η Μέρκελ μπορεί να επαναπαύεται στη δημοφιλία της και στο μεγάλο δημοσκοπικό προβάδισμα του κόμματός της, αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο ένας παράγοντας είναι το κόμμα των φιλελευθέρων FDP και το αν θα καταφέρει να μπει στη βουλή, ο δεύτερος, έχει να κάνει με τις επιδόσεις του νέου ευρωσκεπτικιστικού κόμματος AfD, και ο τρίτος με την εκλογική συμπεριφορά των αναποφάσιστων, που ανέρχονται στο 20% περίπου των ψηφοφόρων. Είναι νωπές ακόμα οι μνήμες για το πώς το SPD, υπό τον Schröder, κατάφερε στις εκλογές του 2005 να ισοψηφήσει με το CDU, παρ’ όλο που οι δημοσκοπήσεις το έφερναν σταθερά πολλές μονάδες πίσω.
Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις (9/9 από την Bild και 11/9 από τη Forsa) το CDU/CSU παίρνει το 39%, το SPD το 28% ή το 25% αντιστοίχως, το FDP το 4% ή το 6%, οι Πράσινοι το 10% ή το 9%, η Αριστερά το 8% ή το 10% και το AfD το 3% σε αμφότερες.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι η σημαντική ασυμφωνία των ποσοστών, μάλιστα λίγες μέρες πριν από την κάλπη, γεγονός που μετατρέπεται σε θρίλερ όσον αφορά την είσοδο του FDP στη Βουλή και η δεύτερη έχει να κάνει με την αβεβαιότητα των πιθανών συμμαχιών μια και, ακόμα και με το FDP στη Βουλή, ένας μελλοντικός συνασπισμός CDU/FDP τσίμα-τσίμα τα καταφέρνει να αποσπάσει πλειοψηφία.
Τίθεται, λοιπόν, ένα επιπλέον ζήτημα, σχετικά με τη σταθερότητα του κυβερνητικού συνασπισμού που θα προκύψει, γεγονός υψίστης σημασίας για τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν και αφορούν στο μέλλον της Ευρωζώνης. Στο θέμα αυτό αναφέρεται διεξοδικά ο Wolfang Münchau (FT, 8/9), ο οποίος και καταλήγει ότι το μόνο σχήμα με προοπτική σταθερότητας είναι ένας μεγάλος συνασπισμός CDU/SPD και με εξακομματική Βουλή, δηλαδή με τα FDP και AfD αμφότερα στη Βουλή, πράγμα που ως προς το δεύτερο είναι μάλλον απίθανο. Και τούτο, διότι κανένας εκ των δυο ισχυρών παικτών δεν θα έχει συμφέρον να εγκαταλείψει τον κυβερνητικό συνασπισμό στην πρώτη διαφωνία, μια και, απλά, λόγω διασποράς των ψήφων, δεν θα έχει με ποιον να συνασπιστεί.
Τούτων δοθέντων, τόσο ο Münchau, όσο και οι περισσότεροι αναλυτές, δεν περιμένουν κάποια κοσμογονική αλλαγή, ούτε κάποιο άνοιγμα του δρόμου για έξοδο από την κρίση που μαστίζει την Ευρωζώνη. Το πιο πιθανό είναι η Γερμανία να συνεχίσει να πορεύεται στο δρόμο που τόσο καλά γνωρίζει, το δρόμο της πολιτικής κωλυσιεργίας.
Αν επιθυμούμε κάποια λύση, ας είμαστε υπομονετικοί. Ίσως συμβεί στις μεθεπόμενες γερμανικές εκλογές, που μπορεί να έρθουν πιο σύντομα από μια τετραετία.