Οι πολιτικοί φορείς αποτελούν στοιχεία της πολιτικής διεργασίας και όχι την απαρχή της. Αυτό ισχύει στο πολλαπλάσιο για την αριστερά. Τουλάχιστον, αν οι χειραφετητικές της βλέψεις δεν είναι απλά σχήμα λόγου. Η όποια αριστερά θα ορίσει τον εαυτό της εντός των βασικών παραμέτρων που συγκροτούν και καθορίζουν τις εξελίξεις και τις προοπτικές της κοινωνίας και της χώρας. Θα πασχίσει να υπάρξει ως πραγματικός αντίπαλος της καθεστηκυίας τάξης και όχι ως «δύναμη» στα αριστερά της με μάξιμουμ προθέσεις αλλά ελάχιστη ισχύ. Πολιτική διεργασία και όχι απλά «πολιτικό σκηνικό» ή ανταγωνισμός «πολιτικών κομμάτων». Εξελίξεις ιδωμένες στις βαθύτερες διαστάσεις τους και όχι κυρίως εναλλαγή γεγονότων. Κοινωνία ως ανασύσταση και πρωταγωνιστικότητα του λαϊκού και όχι ως άθροισμα ατόμων ή διεκδικήσεις στρωμάτων. Χώρα ως πατρίδα και κοινή μοίρα και όχι ως δοχείο όπου ανταγωνίζονται οι τάξεις. Τέτοιες ανάγκες και διακρίσεις δεν μοιάζει να τις αφουγκράζεται η σημερινή συμπεριφορά των διαφόρων φορέων.
Αυτά θα σήμαιναν εφεύρεση των νέων στοχεύσεων, μελέτη των σύγχρονων υποκειμένων, προσδιορισμός των πεδίων σύγκρουσης αλλά και του τρόπου διεξαγωγής των μαχών. Ούτε αιώνια αιτήματα, ούτε αναλλοίωτες κοινωνικές αναφορές, ούτε μια καθιερωμένη ταξικότητα, ούτε γενικώς «αγώνες» και «εμπρός». Καμιά σκοπιά «πραγματικής αριστεράς» δεν έχει σήμερα πολύ νόημα, κανένα «κομμουνιστικό κίνημα» δεν υπάρχει για επικλήσεις κάθε είδους, καμιά «ανατρεπτικότητα» γεμάτη από εκλογικούς ή ακτιβίστικους ρεαλισμούς, καμιά «ταυτότητα» που ορίζεται από τη σωστή πλατφόρμα δεν ανοίγουν δρόμους.
Η βαθμονομία και οι αφηρημένες κατατάξεις που ξεκινούν από την άκρα δεξιά και φτάνουν μέχρι την άκρα αριστερά, με όλες τις ενδιάμεσες και βασικές δυνάμεις και με το πρόθεμα «κέντρο-», δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουν τις πολιτικές, ούτε εύκολα αναγνωρίζονται και μεταφέρονται στη σφαίρα του δίπολου συντηρητικό-προοδευτικό. Την ίδια στιγμή οι πολιτικοί και ιδεολογικοί χρωματισμοί έχουν το βάρος και την ιστορικότητά τους. Δεν καταργούνται μεμιάς από τη χρήση, την κατάχρηση ή την παραχάραξή τους. Δεν αρκούν δηλαδή ούτε τα γεγονότα και τα «δια ταύτα» για να μιλήσουν μονάχα τους, αποκαλύπτοντας κάποια κρυμμένη αλήθεια. Οι ιδεολογικές στρατοπεδεύσεις, οι πολιτικές συμπάθειες και αντιπάθειες παίζουν το ρόλο τους. Ο Καμμένος υπήρξε μια αντιμνημονιακή δεξιά που εξέφρασε ένα κομμάτι του ριζοσπαστισμού της προηγούμενης περιόδου. Η αριστερή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ βοήθησε τα μάλα για το «μνημόνιο χωρίς πεζοδρόμιο». Ο αντιφασισμός κομματιών του κινήματος είναι και μορφή παγίδευσης στην κανονικότητα και τον διπολισμό που προωθείται. Το ΚΚΕ πολύ «καθαρό» ιδεολογικά αλλά όλα για την τιμή των όπλων, δηλαδή της κάλπης.
Πώς εκδηλώνονται σήμερα οι αντιστάσεις των κοινωνιών και των λαών; Ποια είναι τα κινήματα που προκαλούν όντως πονοκεφάλους στα συστημικά επιτελεία; Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε δίχως κάποιες στοιχειώδεις απαντήσεις σε αυτά. Αυτό άλλωστε θα ήταν κι ένα πιο δομικό και ασφαλές κριτήριο αξιολόγησης ή πιο πρακτικά ο λόγος συμμετοχής σε αυτά. Έτσι, στα χρόνια της κρίσης, δεν υπάρχουν εύκολες ταμπέλες για τα κινήματα. Είναι αριστερά, αναρχικά, αυτόνομα, δεξιά, ακροδεξιά; Μα δεν εκφράζονται με αυτές τις ταυτότητες. Ακόμα και οι ονομασίες που παίρνουν δεν εγγράφονται στις συνήθεις «βαριές» έννοιες και τις ιδεολογικοπολιτικές τους σημάνσεις. Έχουμε «αγανακτισμένους», «άγρυπνους», «99%», «μπορούμε», «αρκετά», κ.ά. Φορούν «κίτρινα γιλέκα» ή κρατούν «ελληνικές σημαίες». Ναι, δεν είναι το ίδιο και απαιτείται περαιτέρω ανάλυση. Όμως εδώ το κεντρικό είναι αλλού: Η επιστροφή στην πολιτική κανονικότητα –με τη μορφή του αντιλαϊκισμού– και η παγίδευση εντός πολιτικού συστήματος –με τη μορφή της συνήθους πολιτικής γεωγραφίας– είναι σήμερα ο κοινός τόπος των συστημικών δυνάμεων.