Σαν σήμερα «έφυγε» ο κομμουνιστής Κώστας Κάππος. Της Νάντιας Βαλαβάνη.
Ακριβώς σαν σήμερα, το Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2006, έφευγε από τη ζωή μια πολύ σημαντική φυσιογνωμία για την κομμουνιστική Aριστερά, τους εργαζόμενους και τη χώρα, ο Κώστας Κάππος. Σήμερα, στη δίνη της μεγαλύτερης κρίσης από την εποχή του Εμφύλιου, με τη χώρα και τη ζωή των ανθρώπων να ξεπουλιούνται πακέτο-πακέτο μέσω Μνημόνιου και Μεσοπρόθεσμου στα γεράκια του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφάλαιου, θα ήθελα μέσα στη γενική απαξίωση που καλύπτει την πολιτική, συμπεριλαμβανόμενης της πολιτικής της Αριστεράς, να υπενθυμίσω ένα άλλο πρότυπο πολιτικής σκέψης και προπαντός στάσης και δράσης. Μέσα από αποσπάσματα από την παρουσίαση της μεταθανάτιας συλλογής με ομιλίες, συνεντεύξεις και κείμενά του με τίτλο Η επανάσταση που έρχεται, που κυκλοφόρησε το 2007 μ’ ευθύνη του γιου του, Θανάση Κάππου.
…Όταν φέτος τον Ιούνιο πρωτοπαρουσιάσαμε αυτό το βιβλίο, παρόντες ήμασταν όχι απλά φίλοι και σύντροφοι του από διάφορες περιόδους της ζωής του, αλλά και άνθρωποι κυριολεκτικά από κάθε ρεύμα και χώρο της -κομμουνιστικής και μη- Αριστεράς: Σημειώνοντας μια εντελώς σπάνια στιγμή κοινής παρουσίας της ελληνικής Αριστεράς, χωρίς εξαιρέσεις και σ’ όλες τις εκδοχές της, με προηγούμενο μόνο την ίδια την κηδεία του. Ολοφάνερα αυτή η για δεύτερη φορά σύμπτωση είχε να κάνει πριν απ’ όλα και κυρίως με το πρόσωπο και τη διαδρομή στη ζωή και την ελληνική ιστορία του Κώστα Κάππου. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να την αναγνωρίσουμε και ως λαθραία έκφραση της μεγάλης ανάγκης για ενότητα δράσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Μέσα απ’ τα κείμενα του βιβλίου Η επανάσταση που έρχεται, συχνά με το χαρακτηριστικό ξηρό, υπόγειο, σαρδόνιο χιούμορ του, αποτυπώνεται με μεγάλη καθαρότητα το τρίπτυχο της προσωπικότητας και της διαδρομής του Κώστα Κάππου στο δημόσιο χώρο: Ο αγωνιστής, ο πολιτικός κι ο άνθρωπος που ενώ κυριαρχούνταν με έντονο τρόπο από τις ιδέες του, παρέμενε ανοιχτός στο καινούργιο, συνέχιζε να σκέφτεται και, όπως λέει και ο ίδιος στα κείμενα του, «να το ψάχνει». Όσοι είχαμε το προνόμιο να τον ξέρουμε, έχουμε συνείδηση με πόση πιστότητα η δημόσια εικόνα του αντανακλούσε την ιδιωτική. Για τον Κώστα ήταν θέμα αρχής να ζει την ιδιωτική του ζωή στη δημόσια σφαίρα, με τις συλλογικές αξίες να τον εμπνέουν με πρακτικό τρόπο σε μια εποχή εγωιστική.
…Ο ίδιος, πιστεύοντας ότι τα σκάνδαλα είναι σύμφυτα με τον καπιταλισμό, ειρωνευόταν τον κοπετό περί ελέγχου και διαφάνειας. Σε άρθρο του στην «Ε» (2004) τον αποκαλεί «αέρα κοπανιστό» κι απευθύνει μια πρόκληση: «Ας καταργήσουν το εμπορικό, φορολογικό, τραπεζικό και χρηματιστηριακό απόρρητο, που αποκλείουν οποιοδήποτε έλεγχο για να χτυπηθεί η διαφθορά, οι μίζες και η ληστεία του δημόσιου χρήματος και ας εξασφαλίσουν την πρόσβαση των συνδικάτων, με τη βοήθεια τεχνικών συμβούλων, στα λογιστικά βιβλία των επιχειρήσεων». Το τι γίνεται το ήξερε από πρώτο χέρι, έχοντας χρηματίσει διευθυντής λογιστηρίου. Μετά το 1989, όταν ξανάρχισε να δουλεύει ως λογιστής, αυτή η γνώση μετασχηματίστηκε στο προσωπικό του επαγγελματικό πρόβλημα: «Δουλεύω ως λογιστής. Επειδή, όμως, είμαι γνωστός για το τι πιστεύω και τι εκπροσωπώ και επειδή οι επιχειρήσεις κάνουν διάφορες μανούβρες, δεν μπορώ ν’ αποκατασταθώ επαγγελματικά και να έχω μια δουλειά με ανθρώπινο ωράριο. Γι’ αυτό κι αρκούμαι πλέον σε μικρές δουλειές, με λίγες ώρες απασχόλησης (συνέντευξη στο Ένα, 1992)». Δούλευε τότε νύχτα λογιστής σε μια επιχείρηση στον Ταύρο και συνήθιζε κάποιες βραδιές να περνάει από το σπίτι μας στην Καλλιθέα, μετά τις 12 τα μεσάνυχτα που σχολούσε…
Ένας άνθρωπος από άλλη πάστα
Ένας τέτοιος άνθρωπος, που δεν ανταποκρινόταν ευρύτερα στα συνήθη πρότυπα, έφερνε σε αμηχανία τους δημοσιογράφους. Αυτό αντανακλάται και στις, επιθετικές ή πατερναλιστικές, συνήθως όμως και με μια δόση κρυφού θαυμασμού, προσεγγίσεις τους στις συνεντεύξεις του. Όπως παρατηρεί ένας απ’ αυτούς στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία το 1989: «Δεν έχει δικό του σπίτι, δεν έχει λογαριασμό στην τράπεζα, δεν έχει τίποτα δικό του. Προσπαθώ να φανταστώ το διαμέρισμά του στου Γκύζη (σ.σ. εννοεί το ίδιο τριάρι στο οποίο πέθανε ο Κώστας, 16 χρόνια αργότερα). …Προσπαθώ να φανταστώ με ποιο όραμα ζείτε αυτή τη στιγμή, κ. Κάππο».
Σε άλλο πνεύμα ο Γιάννης Διακογιάννης, που αν και προερχόταν από τη μη κομμουνιστική Αριστερά σε πολλά έμοιαζε με τον Κώστα, έγραφε με ικανοποίηση στα Νέα το 2000: «Ο κ. Κάππος, τελικώς, αν δεν έδινε το μεγαλύτερο μέρος από τη βουλευτική του σύνταξη στη χώρα που αγωνίστηκε ο Τσε και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά έπαιζε τα χρήματα του στο χρηματιστήριο αξιοποιώντας τις οικονομικές του γνώσεις, ίσως με τα 40.000.000 δραχμές που πρόσφερε από το 1992 στην Αβάνα και στο ΚΚΕ να ήταν σήμερα πλούσιος». Ολοφάνερα ο Κώστας δεν έπασχε απ’ αυτό που ονόμαζε -δική του η έκφραση- «πατριωτισμό των ευρώ». Όπως εξηγούσε σε σημείωμα του (Ριζοσπάστης, 1999): «Πέρα απ’ τα χρήματα υπάρχουν αξίες, ιδανικά. Οι αστοί ιδεολόγοι, βέβαια, δεν καταλαβαίνουν από τέτοια γιατί η ιδεολογία τους χωρίς οικονομική στήριξη είναι ανύπαρκτη».
Ο Κώστας Κάππος δεν υπήρξε ποτέ πολιτικός καριέρας. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση του σε συνέντευξη στην Κ.Ε. το 1991:
«– Τελικώς, κ. Κάππο, επιμένετε σε μια λογική που όλα δείχνουν ότι είναι εκτός πραγματικότητας;
– Τον Νοέμβριο του 1916 ο Λένιν σε διάλεξή του είπε ότι, δυστυχώς, δεν θα ζήσουμε να δούμε εμείς τη σοσιαλιστική επανάσταση. Τελικά και αυτός ο ίδιος, ο μεγαλύτερος επαναστάτης, με τον τρόπο που το λέτε, εκτός πραγματικότητας ήταν. Και το 1967, όταν ήμουν διευθυντής λογιστηρίου σε εργοστάσιο και τα εγκατέλειψα όλα για ν’ αγωνισθώ κατά της χούντας, όλοι μου λέγανε “εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα και θέλεις να ρίξουμε τη χούντα;”. Κι η δικτατορία έπεσε κι εγώ κατέληξα να βγω βουλευτής.
– Καταλήξατε;
– Ναι, γιατί δεν ήταν αυτός ο στόχος μου. …Έχω αφιερώσει τον εαυτό μου στις κομμουνιστικές ιδέες, τις ιδέες της προόδου, και ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανάγκες αγωνίζομαι».
Οι αγωνιστικές εμπειρίες και οι πολιτικές επιλογές του σημάδεψαν ανεξίτηλα όχι μόνο τη ματιά του, αλλά και τη μορφή του: «Αρτιμελής, καλοφτιαγμένος από τη φύση του. Το μόνο που δεν ήξερε ήταν η αντοχή του. Αυτήν τη δοκίμασε στο Διόνυσο και αργότερα στο Μπογιάτι. Όσοι τον ήξεραν πριν είδαν ότι «…τα βασανιστήρια είχαν αλλοιώσει τη διάπλαση και τη μορφή του» (Αντί, 1974). Ο Κώστας, που μέχρι το τέλος της ζωής του έφερε ουλές στο πρόσωπο και το σώμα του μετά από 7 πλαστικές εγχειρίσεις, απάντησε στην ερώτηση των συνηγόρων υπεράσπισης των βασανιστών της Ασφάλειας στη Δίκη της Χαλκίδας: «Πιστεύετε στη θρησκεία μας;». «-Όχι, δεν πιστεύω. Δεν είναι δυνατόν να πιστεύω… στους “χριστιανούς” που κάνουν βασανιστήρια».
Ο πολιτικός σταθμός του 1989
Οι σελίδες του βιβλίου του ζωντανεύουν τον πολιτικό σταθμό του 1989. Από τον Οδηγητή της νεολαίας: «Η Αριστερά πάντα για να έχει λόγο ύπαρξης πρέπει να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των εργαζόμενων και την ανάπτυξη του εργατικού και του λαϊκού κινήματος. Από τη στιγμή που αυτό φεύγει από το στόχαστρο, είναι φυσικό οι εργαζόμενοι, η εργατική τάξη να μη στηρίζουν την πολιτική της Αριστεράς…
Η άρχουσα τάξη έχει ως στόχο την ανασυγκρότηση του καπιταλισμού σε νεοσυντηρητική κατεύθυνση σε εθνικό επίπεδο και διακρατικές μονοπωλιακές ρυθμίσεις σε επίπεδο ολοκληρώσεων.
Για να το πετύχει αυτό πρέπει να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση από την Αριστερά, από την εργατική τάξη, από τους εργαζόμενους. …(Όμως, στο πρόγραμμα της Αριστεράς) δεν αναφέρεται πουθενά ο νεοσυντηρητισμός. Δηλαδή τη βασική πολιτική κατεύθυνση της άρχουσας τάξης σήμερα δεν τη βλέπει καθόλου η Αριστερά».
Ένας τέτοιος άνθρωπος της Αριστεράς έχει το δικαίωμα το 2002 ν’ απευθύνει την αποστροφή: «Η εργατική τάξη να μην ξεχνάει τη λαϊκή ρήση ότι “χαμένοι αγώνες είναι εκείνοι που δεν γίνονται”».