Εγκαταλείποντας την ασπρόμαυρη νατουραλιστική αισθητική και τις εξωτικές εικόνες του Αμαζονίου της προηγούμενης ταινίας του Στην αγκαλιά του φιδιού (2015), ο 38χρονος Κολομβιανός Σίρο Γκέρα, στη νέα του ταινία Αποδημητικά Πουλιά που συνυπογράφει με την Κριστίνα Γκαγιέγκο, επιστρέφει στις άγονες ερημικές εκτάσεις της πατρίδας του, για να αφηγηθεί την ηθική και πολιτισμική αλλοτρίωση του αυτόχθονος πληθυσμού με τον απότομο πλουτισμό από το εμπόριο μαριχουάνας, μεταξύ 1960-1980, που εξαφάνισε γλωσσικά ιδιώματα και αρχέγονες παγανιστικές παραδόσεις. Στη συλλογική συνείδηση που διαμορφώνεται μέσα από το σινεμά, αυτή η κατάσταση έχει τυποποιήσει την Κολομβία ως κρανίου τόπο, όπου επικρατούν ασύδοτοι έμποροι και καρτέλ ναρκωτικών.

Χωρισμένη σε πέντε κεφάλαια που επιγράφονται ως κάντος, με υπότιτλους Άγριο Χόρτο, Τάφοι, Ευημερία, Πόλεμος και Τόπος Λησμονιάς, η ταινία ανοίγει και κλείνει με έναν βοσκό, που ως ομηρικός ραψωδός αφηγείται τραγουδιστά σε γλωσσικό ιδίωμα, στα «γιακέτσι», την ιστορία του ήρωα Ραπαγιέτ, επαναφέροντας τη σημασία του τραγουδιστού έπους, ως προφορική μνήμη της ιστορίας της φυλής και των λαογραφικών παραδόσεών της.

Τα Αποδημητικά Πουλιά δεν είναι άλλη μια γκανγκστερική ταινία, διακοσμημένη με εθνογραφικά στοιχεία, αλλά η εξιστόρηση της μετάβασης από μια πρωτόγονη κοινωνία κτηνοτρόφων οργανωμένη σε κοινότητες, προς ένα εκσυγχρονισμένο μοντέλο καπιταλισμού. Δεισιδαιμονίες, εξαγνισμοί πνευμάτων και σεβασμός στις παραδόσεις της φυλής γρήγορα εξασθενούν μπροστά στην ακόρεστη απληστία για πλούτη και εξουσία, που μαζί με τον αμοραλισμό εισάγει και τα όπλα. Όπως και στην προηγούμενη ταινία του Γκέρα, για τις πολλαπλές συνέπειες της αποικιοκρατικής επέμβασης, με την καταστροφική υφαρπαγή του επίγειου παράδεισου, διαπιστώνεται για άλλη μια φορά, πως την ηθική μετάλλαξη ακολουθεί η διασάλευση της αρμονικής σχέσης με τη φύση και η απώλεια τόσο της πολιτισμικής ταυτότητας, όσο και της πρόσβασης σε μια παλιότερη γνώση. Όπως ο βίαιος αποικιοκρατικός εκπολιτισμός, έτσι στη συνέχεια και ο επιθετικός καπιταλιστικός εκσυγχρονισμός οδηγούν στην κατάλυση των πρωτόγονων παραδόσεων και την εξαφάνιση της συλλογικής υπόστασης του ανθρώπου μέσα από κοινότητες, εγκαθιδρύοντας έναν ανεξέλεγκτο ατομικισμό.

Έχοντας σημαντική θέση στη φυλή των Γουαγιού, η σοφή μάντισσα Ούρσουλα συναινεί στο γάμο της κόρης της Ζάιντα, με τον αντρειωμένο Ραπαγιέτ, με την προϋπόθεση να τους εξασφαλίσει πλούσια προίκα. Ο Ραπαγιέτ αναγκάζεται να μπλεχτεί στο κύκλωμα διακίνησης μαριχουάνας προς την Αμερική. Η σκηνή με τα γαϊδουράκια στη σειρά να κατηφορίζουν φορτωμένα με τσουβάλια την πλαγιά προδίδει τις ποσότητες που εμπορεύονται. Γεμίζοντας ολόκληρα φορτηγά αρχικά και στη συνέχεια αεροπλάνα, επεκτείνουν την επιχείρησή τους με οπλισμένους φρουρούς και άφθονα μετρητά, για το «λάδωμα» των τοπικών αρχών, ενώ οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται αποκλειστικά στα ισπανικά.

Στη δεκαετία του ’70, αρχίζουν σταδιακά να διαφαίνονται τα αποτελέσματα του απότομου νεοπλουτισμού, με τη λουσάτη διαβίωση σε πολυτελείς κατοικίες με πισίνες και την κυνική συμπεριφορά τους, καθώς το αίμα των ανταγωνιστών κυλάει άφθονο, με τα πτώματα να συσσωρεύονται σ’ ένα φινάλε σαιξπηρικής τραγωδίας.

Καταγράφοντας σε μια 20ετία την άνοδο και την πτώση μιας οικογένειας αυτοχθόνων κτηνοτρόφων που κατέληξαν αδίστακτοι γκάνγκστερ, σκιαγραφείται ο σπαρακτικός εμφύλιος που αιματοκύλισε μια ολόκληρη χώρα. Απομακρυσμένοι από τις αξίες της φυλής τους, καταπατούν ιερούς άγραφους νόμους, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του πρεσβύτερου διαμεσολαβητή. Απαιτώντας τη σωρό του πίσω, η μαυροντυμένη Ούρσουλα κρατάει γονατιστή τον τυλιγμένο σε λευκό σάβανο νεκρό, σε μια σκηνή αποκαθήλωσης, βγαλμένη από την καθολική εικονογραφία της πιετά.

Κοντινά και μετωπικά πλάνα, που αποκαλύπτουν λαογραφικές λεπτομέρειες με τελετουργική χροιά, εναλλάσσονται με πολύ μακρινά, αφήνοντας να αναδειχτούν στο κάδρο οι ανεμοδαρμένες εκτάσεις. Η σκόνη από το δυνατό άνεμο χαρίζει γουέστερν αισθητική, υπογραμμίζοντας τη ματαιότητα.

Εξαιρετικές είναι στην αρχή οι εθνογραφικές σκηνές μητριαρχικών καταλοίπων του παραδοσιακού στολίσματος της Ζάιντα για τον τελετουργικό χορό μύησής της, όπου σε ένα δημόσιο χορευτικό συνοικέσιο, επιδεικνύει στην κοινότητα την ομορφιά της, αναζητώντας αντάξιο σύζυγο. Με σπειροειδή τατουάζ αντικριστά σε κάθε μάγουλο, κολιέ στο λαιμό και κόκκινη μαντήλα στο κεφάλι, παρουσιάζεται με μακριά φαρδιά λουλουδάτη κελεμπία. Υπό ρυθμική υπόκρουση τυμπάνου χορεύει με ανοιχτά χέρια κρατώντας μαντήλα και κελεμπία, που ανεμίζουν σαν να ανοίγει φτερά. Αποκρούει αγέρωχη όσα αρσενικά χορεύουν μπροστά της οπισθοχωρώντας, ενώ τους κυκλώνει σε μια κυρτή αγκαλιά, δίχως να τους αγγίζει. Αυτός ο τελετουργικός αντικριστός χορός μετουσιώνει σχήματα που εμπεριέχουν συμβολισμούς γονιμοποίησης, μιμούμενος κινησιολογικά τον κόκορα που φλερτάρει την κότα, επιδεικνύοντας τις χορευτικές του ικανότητες. Ημίγυμνος, ο λυγερόκορμος Ραπαγιέτ χορεύει με την Ζάιντα τον παραδοσιακό χορό «γιέννα», επισημοποιώντας τον αρραβώνα που κλείνει με γλέντι όπου συμμετέχει όλη η κοινότητα.

Η αναφορά στο θεσμό της οικογένειας μέσα από τη σκηνή χορού παραπέμπει στον Νονό του Κόπολα, ενώ το γάζωμα από σφαίρες της πολυτελούς κατοικίας στην έρημο μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από τον Σημαδεμένο του ντε Πάλμα, με τον Ραπάγιετ ως άλλο Τόνι Μοντάνα, σε μια σκηνή Κάθαρσης, που φαντάζει σαν σουρεαλιστικός πίνακας μέσα από μακρινά πλάνα.

Όσο διαρρηγνύονται οι οικογενειακοί θεσμοί, στην ταινία εισέρχονται ακρίδες, που ερμηνεύονται ως κακοί οιωνοί μιας πανώλης που πλησιάζει απειλητικά, προμηνύοντας τη συμφορά που ξέσπασε σαν επιδημία στη χώρα. Αντίστοιχα, τα πνεύματα των νεκρών στα όνειρα του Ραπάγιετ εμφανίζονται με καλυμμένα πρόσωπα, παραπέμποντας στους σουρεαλιστικούς πίνακες του Μαγκρίτ, ενώ τα πόδια κάποιου μακρύποδου πτηνού, πάνω στο ακριβό παχύ χαλί, συμβολίζουν τις ενοχές του πρωταγωνιστή.

Δίπλα σε παραδοσιακές κολομβιανές μουσικές, με ακορντεόν βαγιενάτο και χορευτικούς ρυθμούς κούμπια, στην ταινία πρωτοστατεί και η πρωτότυπη μουσική για τύμπανα και πνευστά με εθνογραφικό ηχόχρωμα ζουρνά, του Μεξικανού Λεονάρντο Χέιμπλουμ, συνθέτη της μουσικής μεξικάνικων ταινιών (Κελί Από Χρυσάφι και Κεχαριτωμένη Μαρία).

Τέλος, η αέναη κίνηση των αποδημητικών πτηνών του τίτλου, που ξενιτεύονται αλλά πάντα επιστρέφουν στον τόπο τους, ενδέχεται να εκφράζει τα πηγαινέλα των αεροπλάνων που διακινούν το παράνομο εμπόριο. Πέρα από ένα συμβολισμό με τη φύση, τα πουλιά καταλαμβάνουν σημαντική θέση στις πνευματιστικές παραδόσεις των αυτοχθόνων Γουαγιού. «Πάχαρος» (πουλιά), σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, ονομάζονταν και οι οπλοφόροι προμηθευτές ναρκωτικών, επειδή διακινούσαν το εμπόρευμά τους μέσω αεροπλάνων.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

INFO

Το φεστιβάλ μουσικών ντοκιμαντέρ in-edit έρχεται στο Άστορ 6-10/2/2019. Ενδεικτικά προτείνουμε: John & Yoko: Above Us Only Sky, Ethiopiques: Revolt of the Soul, Queercore: How to punk a revolution, Blue Note Records: Beyond the notes, Εγώ και ο Ίσκιος μου για τον Νίκο Παπάζογλου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!