Της Τασίας Σταματοπούλου ([email protected])
«Ποιο το όφελος, αν δημιουργείς πολλούς φτωχούς με την εκμετάλλευση και ανακουφίζεις έναν με ελεημοσύνη. Αν δεν υπήρχε το πλήθος των εκμεταλλευτών, δεν θα υπήρχε ούτε το πλήθος των εξαθλιωμένων». (Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, 4oς αι.).
Αυτή η ρήση εμφανίζεται κάτω από τον τίτλο του blog του π. Λίβυου
Για να είμαι ειλικρινής, σχεδόν ποτέ, κάνοντας τη βόλτα μου στην ελληνική μπλογκόσφαιρα, δεν στέκομαι να διαβάσω αναρτήσεις θρησκευτικού περιεχομένου ή blogs «παπάδων». Λάθος μέγα! Διότι, πώς αλλιώς θα ανακάλυπτα τον παπα-μπλόγκερ, π. Λίβυο, και τους θησαυρούς σκέψης, αγάπης και ουσιαστικής αλληλεγγύης για τον άνθρωπο που εκπέμπουν όλα τα κείμενά του; Μέσα στη ζωή, γνωρίζοντας άριστα τη ζέουσα πραγματικότητα της κοινωνίας μας, σταθερά με το μέρος των εκμεταλλευομένων, με γλώσσα αιχμηρή, με επιχειρηματολογία, αλλά και με μια ζεστασιά που την έχουμε όλοι ανάγκη, κυρίως οι νέοι.
Αφορμή για την παρουσίαση του blog του π. Λίβυου στάθηκε το παρακάτω κείμενο, στο οποίο καθρεφτίζεται η στενή σύνδεσή του με τον «κόσμο». Ένα κείμενο για την αστυνομοκρατούμενη πρωτεύουσα και μια θετική ματιά -περνώντας από μια διαδήλωση- στα παιδιά του αντιεξουσιαστικού χώρου. Σας προτρέπω να το διαβάσετε όλο. Είμαι σίγουρη ότι «προσυπογράφετε»…
Παρασκευή, 16 Απριλίου 2010
Συμφωνία συνενοχής (η σιωπή είναι συνενοχή)
Βρίσκομαι στην πόλη. Η νύχτα έχει ήδη χλομιάσει το τοπίο. Λίγο θέλει ακόμη για να το σύρει, ολοκληρωτικά, στο μαύρο φόντο της. Ωστόσο, τα φώτα της κατανάλωσης σκορπάν την ησυχία της και μοιράζουν ψευδαισθήσεις φωτεινότητας και «ζωής» που στις 9 η ώρα μνημονεύει τα κέρδη και τις απώλειες. Όλα στο βωμό του κέρδους και της εικονικότητας.
Κάπου εκεί, χαμένος και εγώ για δουλειές του εφήμερου, συναντάω παντού αστυνομικούς. Περιπολικά. Μονοδρομήσεις. Απαγορεύσεις. Ένστολοι του θεσμού, όλοι μας δίνουμε το «παρών» για τη λεγόμενη «κοινωνική συνοχή», η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από έναν κοινωνικό εφησυχασμό, σιωπή μπροστά στο ύποπτο, το άδικο, το κρίμα, το λειψό, το κατακερματισμένο, το ψεύτικο, το πεθαμένο.
Κανείς δεν θέλει να αναστήσει ελπίδες. Φοβάται τις κραυγές. Προτιμά να τις κοιμίζει με καταστολή, «υπομονή», ψυχοναρκωτικά κατανάλωσης. Η αλήθεια πρέπει να κρυφτεί. Η ελπίδα πρέπει να θαφτεί στα «αλλά», τα «μήπως» και τα «ίσως».
Ωστόσο, κάποια στιγμή ακούω φωνές. Προς το παρόν όχι της φαντασίας μου. Πραγματικές, αληθινές, ρωμαλέες, ανήσυχες, ευαίσθητες, γεμάτες ερωτηματικά, «γιατί»;
Μια κοινωνία μπορεί να προχωρήσει χωρίς «γιατί»; Μια κοινωνία μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς ερωτηματικά; Παράγεται πολιτισμός σε μια κοινωνία που αισθάνεται ότι έχει βρει όλες τις απαντήσεις; Σαφέστατα και όχι. Στην εποχή μας, όμως, κανείς δεν ρωτά. Όλοι έχουν κουτάκια με έτοιμες κλωνοποιημένες απαντήσεις. Όλοι ξέρουν… ή, απλά, δεν ρωτούν αδιαφορώντας. (…)
Είναι η σύγχρονη νεοελληνική κοινωνία που έμαθε να σκύβει το κεφάλι στον αφέντη του εύκολου, του γελοίου, του πρόστυχου, του ανέραστου, του ανέλπιδου, στο πολιτισμό του μηδενός. Αυτή η κοινωνία που συνήθισε να μη διαμαρτύρεται πέραν του «εφήμερου», του «συνηθισμένου» του «μίζερου».
(…) Γιατί, κάποτε, αυτό το μεγάλο ψέμα του αθώου και αγγελικού λαού πρέπει να σταματήσει. Είμαστε όλοι συνένοχοι στο ποσοστό που σιωπούμε και ανεχόμαστε. Η σιωπή είναι συνενοχή. Άλλωστε, ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος φώναζε από την εξορία, ότι δεν είναι μόνο υπόλογος εκείνος που διαπράττει το έγκλημα, αλλά και εκείνος που ενώ το βλέπει δεν αντιδρά.
Μέσα, λοιπόν, σε αυτή την άρρωστη κοινωνία, το να ακούς φωνές στους δρόμους είναι μια ανάσα. Είναι μια οξυγόνωση στη μολυσμένη κοινωνική ατμόσφαιρα. Μια ελπίδα ότι κάτι ζει.
Σταμάτησα το βήμα μου και περίμενα να δω πόθεν έρχονται αυτές οι φωνές. Σε λίγη ώρα, μπροστά από τα μάτια μου, περνούσε μια ομάδα 100 περίπου ατόμων από τον αναρχικό χώρο (που ίσως με κάποιες πρακτικές του αγώνα τους να διαφωνούμε) που έλεγε:
«Δεν είναι τυχαίο ότι η ανακοίνωση της “εξάρθρωσης” της “τρομοκρατικής οργάνωσης” συνέπεσε, χρονικά, με την ανακοίνωση της υπαγωγής της ελληνικής οικονομίας στον έλεγχο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ένα χτύπημα που θα δεν θα πλήξει του βιομήχανους, τους τραπεζίτες και τα λοιπά παράσιτα της κοινωνίας, αλλά αντιθέτως τις πιο αδύναμες ομάδες και την εργατική τάξη. (…)
Η κυβέρνηση, μέσω των ΜΜΕ, καλλιεργεί ενοχές σε όλους για τα σκάνδαλα και τις κομπίνες που σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν από το κράτος και τη Βουλή, όλα αυτά τα χρόνια. Τη στιγμή που οι διάφοροι γυρολόγοι, “ρουφιάνοι”, δημοσιογράφοι στα ΜΜΕ (Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης) παραπληροφορούν και σπεκουλάρουν σχετικά με τα χάλια της οικονομίας και τις θυσίες που πρέπει να γίνουν από τους μεροκαματιάρηδες και τους απολυμένους, το ελληνικό κράτος-ζητιάνος κάνει πανάκριβες αγορές σε γαλλικές φρεγάτες και γερμανικά αεροπλάνα αξίας πολλών δισ. ευρώ και ενισχύει τις υπερκερδοφόρες τράπεζες αυτό το μήνα με 16 δισ. ευρώ από την τσέπη μας».
Και σας θέτω εγώ, τώρα, το ερώτημα: είναι κανείς που μπορεί να διαφωνήσει με τα παραπάνω λόγια. Είναι αλήθεια ή δεν είναι; Είναι αυτή η πραγματικότητα που ζούμε; Και αν είναι αλήθεια, γιατί σιωπούμε; Γιατί γινόμαστε συνένοχοι στην αδικία και την εκμετάλλευση. Όμως, όλα αυτά τα είπαν 100 άτομα και αυτά παιδιά, νέοι και νέες, οι υπόλοιποι περνούσαν δεξιά και αριστερά αδιάφοροι και κατασταλμένοι από το ψέμα που τους είπαν ότι ονομάζεται ζωή. Αλλά ζωή δεν είναι απλώς και μόνο να αναπνέεις.
π. Λίβυος