Τα ναζιστικά στρατεύματα κατακτούν σχεδόν διά περιπάτου μια-μια τις χώρες της Ευρώπης. Αποτελούν την αδιαφιλονίκητα κυρίαρχη υπερδύναμη της εποχής. Τον Απρίλη του ’41 μπαίνουν και στην Αθήνα.
Οι ναζί επαίρονται ότι είναι απευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και δηλώνουν ακραιφνείς αρχαιολάτρες. Υψώνουν, λοιπόν, μια σβάστικα τεραστίων διαστάσεων στην Ακρόπολη και φωτογραφίζονται περιχαρείς στον ιστό της. Μέχρι και ο Φον-Ες ταξιδεύει από το Βερολίνο μέχρι εδώ για ένα τέτοιο ενσταντανέ. Οι φωτογραφίες και τα φιλμ κάνουν το γύρο του κόσμου στις εφημερίδες και τα επίκαιρα της εποχής επιβεβαιώνοντας την ισχύ της γερμανικής φυλής.
Κατά τα τέλη Μαΐου δυο τσογλάνια, διότι αν συγκρίνουμε τα μεγέθη περί τσογλανιών πρόκειται, δυο δεκαοχτάχρονοι που ονειρεύονται λευτεριά κι έναν δικαιότερο κόσμο χωρίς να μπορούν να τον προσδιορίσουν καλά-καλά, λέει το ένα στο άλλο:
– Πάμε να κατεβάσουμε τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη;
Κι ενώ ο άλλος, σύμφωνα με τη στοιχειώδη λογική, θα έπρεπε να τον προσγειώσει, να του τονίσει ότι παραλογίζεται και να φωνάξει τους κολλητούς να τον συμμαζέψουν, του λέει απλά «πάμε». Τόσο απλά!
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Η πράξη τους κρύβει το θράσσος, την αποφασιστικότητα, την αναίδεια, την περιφρόνηση του κινδύνου που προσιδιάζει στους τρελούς και τους επαναστάτες. Οταν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη οι πολιτικοί, οι στρατιωτικοί, οι διανοούμενοι συμβιβάζονται, κρύβονται, δραπετεύουν δυο τσόγλανοι από τις γειτονιές της Αθήνας κατορθώνουν να εξευτελίσουν την αυτοκρατορία, δείχνοντας στους υπόδουλους ότι δεν είναι άτρωτη και η αντίσταση εναντίον της είναι εφικτή.
Δεν ξέρω αν την ώρα που παιδεύονταν κάτω απ’ τον ιστό είχαν πλήρη συναίσθηση της επικοινωνιακής δύναμης και του αντίκτυπου που θα είχε η πράξη τους. Ξέρω, ωστόσο, ότι εκείνη τη νύχτα γελούσαν οι Καρυάτιδες και ότι το γέλιο τους πυρπόλησε τις καρδιές χιλιάδων νέων ώστε να επιδωθούν σε ανάλογες πράξεις.
Κι οι δυο τους δεν έπαψαν ποτέ να διατείνονται ότι δεν έκαναν κάτι σπουδαίο. Θύμιζαν, ιδίως στους μαθητές των σχολείων που επισκέπτονταν τα τελευταία χρόνια, ότι άλλοι συνομίλικοί τους έκαναν πιο ηρωικές πράξεις και ανέφεραν τον μαθητή που όρθωσε τα στήθη του μπροστά στο γερμανικό τανκ σε πλατεία αρκαδικής κωμόπολης. Το άρμα πέρασε από πάνω του, αντίθετα με ότι συνέβη στην πλατεία Τιέν Αν Μεν δεκαετίες αργότερα.
Το Σάββατο, το ένα απ’ αυτά τα υπέροχα τσογλάνια, ο Λάκης Σάντας, πήρε το μονοπάτι προς την αθανασία πλήρης ημερών και βιωμάτων. Την Πέμπτη τον αποχαιρέτησαν μερικές εκατοντάδες πολίτες, λίγοι δυστυχώς για το βεληνεκές της προσωπικότητάς του και τον συμβολισμό αιώνιας αντίστασης που κρύβει η πράξη του.
Ενώ η νεκρόσιμη ακολουθία είχε αρχίσει, ένα παρατεταμένο «γιούχα» ασυνήθιστο σε παρόμοιες περιστάσεις, δόνησε το προαύλιο του Α’ Νεκροταφείου. Απευθυνόταν στον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, που είχε την ατυχή έμπνευση να παραβρεθεί στην κηδεία. Ανέβηκε γρήγορα -γρήγορα τα σκαλιά μαζί με τη φρουρά του και μπήκε στο παρεκκλήσι των Αγίων Θεοδώρων.
Σύμφωνα με την επιθυμία της οικογένειας του εκλιπόντος επικήδειο εκφώνησαν μόνον ο έτερος Καπαδόκης, Μανώλης Γλέζος, και η κόρη του Σάντα, Γεωργία. Ο πρωθυπουργός δεν πρέπει να αισθάνθηκε τόσο άνετα από τα λόγια του Γλέζου, που σημείωσε μεταξύ άλλων ότι σήμερα διανύουμε περίοδο «πολιτικής, οικονομικής και ηθικής υποτέλειας». «Κερδίσαμε την ανεξαρτησία μας;», αναρωτήθηκε και έδωσε μια απάντηση – μαχαιριά στον πρωθυπουργό: «Όχι. Οι ολετήρες του Έθνους έχουν υποδουλώσει τη χώρα στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά».
Τα δεινά του Γιώργου δεν σταματούν, ωστόσο, εδώ. Γιατί ναι μεν μπήκε στο ναό, έπρεπε όμως και να αποχωρήσει, πράγμα όχι και τόσο εύκολο.
Όταν επίσημοι και μη άρχισαν να εξέρχονται εκείνος στάθηκε διστακτικά στην πόρτα μαζί με τη φρουρά του και ορισμένα στελέχη του κόμματός του αναζητώντας κατηφής τρόπους ασφαλούς διέλευσης. Και τους βρήκε στον ίδιο τον Σάντα. Περίμενε καρτερικά μέχρι να εμφανιστεί το σκεπασμένο με την ελληνική σημαία φέρετρο του ήρωα, «κρύφτηκε» ακριβώς από πίσω μαζί με την κουστωδία του και έστριψε αλά γαλλικά. Εκείνη την ώρα ο κόσμος χειροκροτούσε τον αγωνιστή και δεν είχε διάθεση για αποδοκιμασίες.
Ορισμένοι τον ακολούθησαν ωστόσο μέχρι έξω στις σκάλες και του ’σουραν διάφορα. Ανάμεσά τους και το επίκαιρο: «Αυτός κατέβασε τη γερμανική σημαία απ’ την Ακρόπολη και εσύ προδότη Γιώργο την ξανανέβασες 70 χρόνια μετά»!
Κατά τα τέλη Μαΐου δυο τσογλάνια, διότι αν συγκρίνουμε τα μεγέθη περί τσογλανιών πρόκειται, δυο δεκαοχτάχρονοι που ονειρεύονται λευτεριά κι έναν δικαιότερο κόσμο χωρίς να μπορούν να τον προσδιορίσουν καλά-καλά, λέει το ένα στο άλλο:
– Πάμε να κατεβάσουμε τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη;
Κι ενώ ο άλλος, σύμφωνα με τη στοιχειώδη λογική, θα έπρεπε να τον προσγειώσει, να του τονίσει ότι παραλογίζεται και να φωνάξει τους κολλητούς να τον συμμαζέψουν, του λέει απλά «πάμε». Τόσο απλά!
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Η πράξη τους κρύβει το θράσσος, την αποφασιστικότητα, την αναίδεια, την περιφρόνηση του κινδύνου που προσιδιάζει στους τρελούς και τους επαναστάτες. Οταν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη οι πολιτικοί, οι στρατιωτικοί, οι διανοούμενοι συμβιβάζονται, κρύβονται, δραπετεύουν δυο τσόγλανοι από τις γειτονιές της Αθήνας κατορθώνουν να εξευτελίσουν την αυτοκρατορία, δείχνοντας στους υπόδουλους ότι δεν είναι άτρωτη και η αντίσταση εναντίον της είναι εφικτή.
Δεν ξέρω αν την ώρα που παιδεύονταν κάτω απ’ τον ιστό είχαν πλήρη συναίσθηση της επικοινωνιακής δύναμης και του αντίκτυπου που θα είχε η πράξη τους. Ξέρω, ωστόσο, ότι εκείνη τη νύχτα γελούσαν οι Καρυάτιδες και ότι το γέλιο τους πυρπόλησε τις καρδιές χιλιάδων νέων ώστε να επιδωθούν σε ανάλογες πράξεις.
Κι οι δυο τους δεν έπαψαν ποτέ να διατείνονται ότι δεν έκαναν κάτι σπουδαίο. Θύμιζαν, ιδίως στους μαθητές των σχολείων που επισκέπτονταν τα τελευταία χρόνια, ότι άλλοι συνομίλικοί τους έκαναν πιο ηρωικές πράξεις και ανέφεραν τον μαθητή που όρθωσε τα στήθη του μπροστά στο γερμανικό τανκ σε πλατεία αρκαδικής κωμόπολης. Το άρμα πέρασε από πάνω του, αντίθετα με ότι συνέβη στην πλατεία Τιέν Αν Μεν δεκαετίες αργότερα.
Το Σάββατο, το ένα απ’ αυτά τα υπέροχα τσογλάνια, ο Λάκης Σάντας, πήρε το μονοπάτι προς την αθανασία πλήρης ημερών και βιωμάτων. Την Πέμπτη τον αποχαιρέτησαν μερικές εκατοντάδες πολίτες, λίγοι δυστυχώς για το βεληνεκές της προσωπικότητάς του και τον συμβολισμό αιώνιας αντίστασης που κρύβει η πράξη του.
Ενώ η νεκρόσιμη ακολουθία είχε αρχίσει, ένα παρατεταμένο «γιούχα» ασυνήθιστο σε παρόμοιες περιστάσεις, δόνησε το προαύλιο του Α’ Νεκροταφείου. Απευθυνόταν στον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, που είχε την ατυχή έμπνευση να παραβρεθεί στην κηδεία. Ανέβηκε γρήγορα -γρήγορα τα σκαλιά μαζί με τη φρουρά του και μπήκε στο παρεκκλήσι των Αγίων Θεοδώρων.
Σύμφωνα με την επιθυμία της οικογένειας του εκλιπόντος επικήδειο εκφώνησαν μόνον ο έτερος Καπαδόκης, Μανώλης Γλέζος, και η κόρη του Σάντα, Γεωργία. Ο πρωθυπουργός δεν πρέπει να αισθάνθηκε τόσο άνετα από τα λόγια του Γλέζου, που σημείωσε μεταξύ άλλων ότι σήμερα διανύουμε περίοδο «πολιτικής, οικονομικής και ηθικής υποτέλειας». «Κερδίσαμε την ανεξαρτησία μας;», αναρωτήθηκε και έδωσε μια απάντηση – μαχαιριά στον πρωθυπουργό: «Όχι. Οι ολετήρες του Έθνους έχουν υποδουλώσει τη χώρα στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά».
Τα δεινά του Γιώργου δεν σταματούν, ωστόσο, εδώ. Γιατί ναι μεν μπήκε στο ναό, έπρεπε όμως και να αποχωρήσει, πράγμα όχι και τόσο εύκολο.
Όταν επίσημοι και μη άρχισαν να εξέρχονται εκείνος στάθηκε διστακτικά στην πόρτα μαζί με τη φρουρά του και ορισμένα στελέχη του κόμματός του αναζητώντας κατηφής τρόπους ασφαλούς διέλευσης. Και τους βρήκε στον ίδιο τον Σάντα. Περίμενε καρτερικά μέχρι να εμφανιστεί το σκεπασμένο με την ελληνική σημαία φέρετρο του ήρωα, «κρύφτηκε» ακριβώς από πίσω μαζί με την κουστωδία του και έστριψε αλά γαλλικά. Εκείνη την ώρα ο κόσμος χειροκροτούσε τον αγωνιστή και δεν είχε διάθεση για αποδοκιμασίες.
Ορισμένοι τον ακολούθησαν ωστόσο μέχρι έξω στις σκάλες και του ’σουραν διάφορα. Ανάμεσά τους και το επίκαιρο: «Αυτός κατέβασε τη γερμανική σημαία απ’ την Ακρόπολη και εσύ προδότη Γιώργο την ξανανέβασες 70 χρόνια μετά»!
Φυροϊστιανός
Σχόλια