Ήμουν καθ’ οδόν για το Πρώτο Νεκροταφείο όταν έμαθα ότι ξαφνικά είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια ο Γώργος Τσάκαλος. Πήγαινα να αποχαιρετήσω τον Αλέκο που ήταν ένας από τους τρεις Καφετζόπουλους, οι άλλοι δύο ήταν ο γνωστός Αντώνης και ο από καιρό συγχωρεμένος Γρηγόρης, που είχαμε στην καταπληκτική εφηβική μας παρέα στην πλατεία Καλλιγά, σε απόσταση μιας στάσης από την πλατεία Αμερικής. Ο Αλέκος ήταν ο αγαπημένος των κοριτσιών την εύνοια των οποίων όλοι διεκδικούσαμε, γιος οδοντίατρου, με τη μικρή του αδελφούλα, τη Λένα. Γλυκός και πρόσχαρος, πρόσκοπος κι αυτός στην ενωμοτία μας των Χελιδονιών στην 3η Ομάδα Άρεως που στεγαζόταν στο πελώριο προαύλιο του Η΄ Γυμνασίου στην πλατεία Κολιάτσου. Όχι πολύ καλός στο ποδόσφαιρο, αν και έπαιζε στην Αθλητική Ένωση Καλλιγά που είχαμε φτιάξει για να παίζουμε με τις ομάδες των άλλων μαχαλάδων, αλλά ο Αλέκος ήταν ο καλύτερος χορευτής στο τσα-τσα, από τους πιο δημοφιλείς μας χορούς στα πάρτι, με κορυφαίο το περίφημο «Pretty woman» του Ρόι Όρμπισον που χαλούσε κόσμο!

Η Μαριαλένα του Οικονομίδη

Η Μαριαλένα Οικονομίδου στην «Αλεξάνδρεια»… (φωτό Στ. Ελληνιάδης)

Είχε προηγηθεί η απώλεια της Μαριαλένας Οικονομίδου, κόρης του διάσημου κονφερανσιέ και στιχουργού του ελαφρού τραγουδιού Γιώργου Οικονομίδη που κυριαρχούσε για πολλά χρόνια στη ζωντανή διασκέδαση με την ενεργή συμμετοχή αφενός πάμπολλων καλλιτεχνών της μουσικής, του θεάτρου, του χορού και του κινηματογράφου και αφετέρου αμέτρητων απλών ανθρώπων από τα λαϊκά στρώματα που δημιουργούσαν όλοι μαζί ένα πανηγύρι χαράς με μία γρανίτα, με στοιχεία επιθεώρησης, βαριετέ και διαγωνιστικού παιχνιδιού. Η Μαριαλένα ήταν πολύ περήφανη για την οικογένειά της και όχι αδίκως, παρ’ όλο που είχε ένα μεγάλο αγκάθι σε σχέση με τον πατέρα της, τον οποίο υπεραγαπούσε, εξ αιτίας της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Έκανε επίμονη προσπάθεια για να τον αποκαταστήσει υποστηρίζοντας σθεναρά ότι η απομόνωση κάποιων γεγονότων, τον αδικούσε κατάφωρα και στιγμάτιζε όλη την οικογένεια που αποτελείτο από τη γιαγιά της Νίτσα Τσαγανέα και τον Χρήστο Τσαγανέα, αμφότεροι ηθοποιοί, και τη μητέρα της Λιάνα Βιτσώρη, επίσης ηθοποιό, κόρη της Νίτσας και του ηθοποιού Γιώργη Βιτσώρη, αρχειομαρξιστή, ηγετικής φυσιογνωμίας του τροτσκιστικού κινήματος του μεσοπολέμου, με φυλακές και εξορίες εδώ και συμμετοχή στην αντιναζιστική εθνική αντίσταση στη Γαλλία, αλλά και στο γαλλικό θέατρο και τον κινηματογράφο, αδελφό του Τίμου, επίσης ηθοποιού, μέλους του ΚΚΕ, εξόριστου και ταλαιπωρημένου αγωνιστή που πέθανε από τις κακουχίες το 1941.

Από τέτοια «βαριά» οικογένεια, η Μαριαλένα ξεχείλιζε από ευαισθησία και ομορφιά, εσωτερική και εξωτερική, με το σπόρο της καλλιτεχνίας βαθιά μέσα της. Έγραψε και ηχογράφησε σε δίσκους αρκετά τραγούδια, της αγάπης κυρίως, που εκδήλωναν όλα τους τα αρώματα και χρώματα όταν τα ερμήνευε η ίδια με μια πηγαία τρυφερότητα που εμπεριείχε και ίχνη από ό,τι την πονούσε και την βασάνιζε. Για μια περίοδο, βοηθούσε τον αδελφό της Χρήστο να κρατήσουν το ιστορικό «Άλσος του Οικονομίδη» στο Πεδίον του Άρεως. Οι εμφανίσεις της φρέσκιας Οπισθοδρομικής Κομπανίας σε απαρτία είχε ξαναζωντανέψει το φορτωμένο από μνήμες και φαντάσματα αρχιτεκτονικά πρωτοποριακό κτήριο, αλλά τίποτα δεν στάθηκε αρκετό για να αντιμετωπιστούν τα χρέη. Όλα τα χρόνια, η Μαριαλένα έμενε στο διαμέρισμα των οικογενειακών αναμνήσεων, στον Άγιο Ανδρέα, πολύ κοντά στο σπίτι μας.

Πέρσι, την άκουσα με συγκίνηση για τελευταία φορά στην «Αλεξάνδρεια» του Βασίλη Βλάχου, στην πλατεία Αμερικής, θεατής μαζί με τον σκηνοθέτη Μεγακλή Βιντιάδη και μερικούς άλλους καλλιτέχνες μιας δημιουργικής εποχής. Η Μαριαλένα πάλευε πολύ παλικαρίσια με τον καρκίνο και δεν έχανε ούτε πάνω ούτε κάτω από τη σκηνή τον αέρα της, τη φινέτσα και τη ζεστασιά της. Δεν έγινε πολύ διάσημη, αλλά αυτό δεν μείωσε ποτέ την καλλιτεχνική της φύση και αξία. Η Μαριαλένα Οικονομίδου ήταν αρτίστα με όλη τη σημασία της λέξης.

Ο Τσάκαλος του Ναυτίλου

Ο Γιώργος Τσάκαλος στο «Ναυτίλο»… (φωτό Στ. Ελληνιάδης)

Ο Γιώργης, ένας άγιος με το επώνυμο Τσάκαλος, ήταν η ψυχή του συλλογικού «Ναυτίλου», του βιβλιοπωλείου Χαριλάου Τρικούπη και Σόλωνος, στα Εξάρχεια. Τον είχα γνωρίσει στο βιβλιοπωλείο «Μήνυμα», Σόλωνος 83, στο ημιυπόγειο του νεοκλασικού που αφέθηκε να ερειπώσει από την Εκκλησία που τελικά το πούλησε σε εταιρία που το μετατρέπει σε οκταώροφο με μεζονέτες, απέναντι από το υπέροχο κτήριο του Παλαιού Χημείου, νυν βιβλιοθήκη της Νομικής Σχολής, έργο του Ερνέστου Τσίλερ από την εποχή που ακόμα μετρούσε η αισθητική της πόλης.

Ο Τσάκαλος συμμετείχε στο νέο βιβλιοπωλείο με την επωνυμία «Παρουσία» που έκανε και εκδόσεις. Μετά συνεταιρίστηκε με τον Κώστα Χριστόπουλο, που είχε εργαστεί στο βιβλιοπωλείο «Γρηγόρης» και τον Δημήτρη Πιπίνη, που είχε δουλέψει στις εκδόσεις «Ψυχογιός» και στην «Παρουσία». Μαζί άνοιξαν το βιβλιοπωλείο «Ναυτίλος», το οποίο έγινε ένα από τα εμβληματικά στέκια βιβλίου της Αθήνας λόγω των γνώσεων που είχαν οι συνιδρυτές του και των πελατών που απέκτησαν, πολλοί από τους οποίους πέρα από την αγορά βιβλίων επιζητούσαν και τη συνάντηση με άλλους βιβλιόφιλους που συχνάζουν εκεί, άλλοι τακτικά και άλλοι κάθε φορά που κατεβαίνουν από τις συνοικίες ή έρχονται στην Αθήνα από την επαρχία. Ειδικά τα Σάββατα, το βιβλιοπωλείο γίνεται ένα μικρό φόρουμ με διάφορους διανοούμενους που συμμετέχουν σε συζητήσεις γύρω από τα γράμματα, αλλά και την πολιτική. Ανάμεσά τους, συγγραφείς, εκπαιδευτικοί, δημοσιογράφοι, ερευνητές, καλλιτέχνες, δικηγόροι, αλλά και θεολόγοι και ιερωμένοι επειδή το βιβλιοπωλείο διαθέτει και τμήμα χριστιανικών και φιλοσοφικών βιβλίων.

Ο Τσάκαλος, έτσι τον προσφωνούσαν όλοι χαϊδευτικά, ήταν από τους καλύτερους γνώστες του βιβλίου, για καινούργιες και παλιές εκδόσεις που ήταν η σπεσιαλιτέ του. Κοινωνικός, φιλικός και διαχυτικός, ενώ ταυτόχρονα ήταν μοναχικός και με τα δικά του γούστα στη μουσική με την οποία είχε μια ιδιαίτερη σχέση ζωής. Με παρότρυνε πάντα να γράφω ό,τι έχω ζήσει σχετικά με τη μουσική, ιδίως για τη ροκ σκηνή των δεκαετιών εξήντα και εβδομήντα, ενώ τα τελευταία χρόνια άκουγε ηλεκτρονική μουσική από τη Δύση και έθνικ από την Ανατολή, αραβικά, βαλκανικά, τούρκικα και περσικά. Ήξερε τα ενδιαφέροντα των τακτικών πελατών και φίλων, φροντίζοντας να μας ενημερώνει για τις ανάλογες εκδόσεις. Ήταν πολύ αγαπητός, σημείο αναφοράς, αναντικατάστατος, και γι’ αυτό ο αναπάντεχος θάνατός του μας συντάραξε. Δυστυχώς, δεν φρόντιζε τον εαυτό του όσο φρόντιζε τα βιβλία και πρόσφατα είχε υποστεί ένα σοβαρό ακρωτηριασμό, χωρίς να αποτελεί άμεσα και την αιτία της αποδημίας του καθώς με αξιοθαύμαστη στωικότητα είχε προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση. Ένα πολύ σπάνιο παιδί, καλλιεργημένο, με ήθος, συνέπεια και χιούμορ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!