Η προπαγάνδα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και η αριστερά που ταυτίζεται με τις θεωρίες των Νέγκρι και Χαρντ

 

Η αυτοδιάθεση των λαών είναι η «βασική αρχή σύμφωνα με την οποία οι λαοί έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν ελεύθερα το σύστημα εξουσίας της χώρας τους (εσωτερική αυτοδιάθεση) και να είναι ελεύθεροι από κάθε εξωτερική κυριαρχία».

Αν και η σκέψη αυτή γεννιέται σε μια δοσμένη ιστορική περίοδο, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, με αναφορά στην πλήρη ανεξαρτησία των νέων κρατών που δημιουργήθηκαν σαν συνέπεια της αποαποικιοποίησης, η κεντρική της ιδέα είναι ταυτόσημη με την εθνική κυριαρχία, έχοντας το πλεονέκτημα να μην περιέχει τις αμφιλεγόμενες λέξεις κυριαρχία και έθνος, που σήμερα (όχι όμως τότε) ενοχλούν μεγάλο τμήμα της δυτικής αριστεράς.

Το να μιλάς για εθνική κυριαρχία προκαλεί δυσφορία σε πολλούς που δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσουν τον ιστορικό όρο από το περιεχόμενο, διατελώντας σε σύγχυση εξαιτίας ενός κακώς εννοούμενου προλεταριακού διεθνισμού, που έχει ταυτιστεί με την παγκοσμιοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, εμπορευμάτων και ανθρώπινου δυναμικού.

Η προπαγάνδα του διεθνούς, παγκοσμιοποιημένου, ολιγαρχικού και απάτριδος καπιταλισμού, βρήκε ευήκοον ους σε εκείνην που κάποτε υπήρξε η αριστερά που είχε καθήκον να υλοποιήσει το σοσιαλιστικό όραμα.

Μιλώ για εκείνη την αριστερά που αντικατέστησε τα κοινωνικά με τα ατομικά δικαιώματα.

Μιλώ για τη ριζοσπαστική και ανταγωνιστική αριστερά που ταυτίζεται με τις αλλόκοτες θεωρίες των Τόνι Νέγκρι και Μάικλ Χαρντ, στις οποίες οι καταπιεσμένες μάζες μετατρέπονται σε «πλήθος» ικανό να απαλλαγεί από τον καπιταλισμό μόνο και μόνο επειδή αυτός υπάρχει, ως εάν ο καπιταλισμός να ήταν προορισμένος να εξαφανιστεί με τρόπο φυσικό, από εσωτερικά αίτια, με τη δύναμη ατόμων τεχνολογικά εξοπλισμένων που επιθυμούν τον θάνατο του, με τη λαθεμένη αντίληψη πως είναι πολύ απλό να ζήσουμε χωρίς Κράτος, άρα και χωρίς κατάληψη της εξουσίας.

Το τελευταίο εμπόδιο που ορθονόταν μπροστά στην επέλαση του άγριου καπιταλισμού ήταν, δηλαδή, τα εθνικά κράτη.

Εμπόδιο που εξουδετερώνεται σήμερα, επιτρέποντας έτσι την ανεμπόδιστη κυριαρχία της παγκοσμιοποιημένης ολιγαρχίας. Μια κυριαρχία που προαναγγέλλεται μεγάλης διάρκειας, ακριβώς όπως και η παράλογη προφητεία για την δήθεν χιλιόχρονη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ του Αδόλφου Χίτλερ, με τη μόνη διαφορά ότι ο μύθος της ράτσας έχει αντικατασταθεί πλέον από τον μύθο της αγοράς.

Λένε: «Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη δεξιά από την αριστερά». Ένας τρόπος έκφρασης που δείχνει ξεκάθαρα την ένοχη ανικανότητα κατανόησης μιας ιστορικής εποχής.

 

Πότε ήρθε στο προσκήνιο η έννοια του έθνους

Η έννοια του έθνους, μεταγενέστερη ιστορικά από εκείνη του κράτους, αναπτύχθηκε και ήρθε στο προσκήνιο στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, όταν οι νεωτεριστικές ιδέες που διαδόθηκαν με τον Διαφωτισμό επιβεβαίωσαν την ανωτερότητα της ισχύος του έθνους, που υπερίσχυε κάθε άλλης εξουσίας, της βασιλικής συμπεριλαμβανομένης.

Και τότε, μια παρασιτική και μη παραγωγική ολιγαρχία, μισητή και αλαζονική, που συγκέντρωνε όλα τα προνόμια, αποτελούμενη από τον κλήρο και το αρχοντολόι, καταπίεζε το λαό που λιμοκτονούσε. Το αρχοντολόι εκείνης της εποχής έμοιαζε πολύ με τη σημερινή ολιγαρχία. Στα πλαίσια μιας πρόδρομης (σ.μ. ante litteram) παγκοσμιοποίησης, οι άρχοντες εκείνοι ωθούσαν την Ευρώπη να κυβερνά λαούς εντελώς ξένους, μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, παντρευόντουσαν μεταξύ τους για να δυναμώσουν τις σχέσεις ανάμεσα στις δυναστείες που ήταν διασκορπισμένες στην Ευρώπη, χρησιμοποιούσαν ξένους και μισθοφορικούς στρατούς για να εξαπολύσουν κατακτητικούς και ληστρικούς πολέμους, οργάνωναν την προπαγάνδα για να πετύχουν τη συναίνεση με τα επικοινωνιακά μέσα της εποχής, δηλαδή την Εκκλησία που χειραγωγούσε τις συνειδήσεις εξασφαλίζοντας την ηθική και πολιτική τάξη ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και δίνοντας νομιμοποίηση στην εξουσία του βασιλιά διαμέσου της Θείας εξουσίας.

Η σπίθα που άναψε τη φωτιά της Γαλλικής Επανάστασης με την έφοδο στη Βαστίλλη στις 14 Ιουλίου του 1789, ήταν η απόφαση του βασιλιά Λουδοβίκου 16ου να συγκεντρώσει στρατό, ανάμεσα στον οποίο και ξένα παραστρατιωτικά στρώματα, μπροστά στις πόρτες του Παρισιού και των Βερσαλλιών, προκειμένου να αναχαιτίσει την έντονη πίεση των μεταρρυθμίσεων που ζητούσαν οι εκλεγμένοι της Εθνοσυνέλευσης, έχοντας την υποστήριξη όλου του λαού. Ήταν τότε που οι Γάλλοι απέκτησαν εθνική συνείδηση και ιδρύθηκαν οι επιτροπές πολιτών και η Εθνοφρουρά.

Το έθνος είναι ο γεωγραφικός, ιστορικός και θεσμικός χώρος όπου ένας λαός μπορεί να ασκήσει την κυριαρχία του. Το έθνος είναι μια τόσο ισχυρή έννοια, που μπορεί να εμπεριέχει στοιχεία επαναστατικά, αφού η λαϊκή κυριαρχία δεν μπορεί να εκφραστεί παρά στα πλαίσια της εθνικής κυριαρχίας και διαμέσου της κρατικής κυριαρχίας. Όπως συμβαίνει όμως με όλες τις ισχυρές ιδέες, το έθνος δεν κατόρθωσε να αποφύγει τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί σαν μύθος από την κυρίαρχη εξουσία.

Ο καπιταλισμός που γεννιέται και αναπτύσσεται στις εθνικές διαστάσεις, χρησιμοποίησε τον μύθο του έθνους για να εδραιώσει την ηγεμονία του σαν ηγεμονική τάξη και να συνδέσει την οικονομία του κέρδους –δήθεν– με το όφελος του έθνους, άρα και του λαού που αντιστοιχεί σε αυτό. Με τη βοήθεια μιας ιδεολογικής εξαπάτησης, ο καπιταλισμός ενδυναμώνει την εξουσία του στην πολιτική σφαίρα, όπου το συμφέρον του έθνους, άρα και του λαού, παρουσιάζεται να ταυτίζεται με τα συμφέροντα της τάξης που είναι στην εξουσία.

Προχωρώντας ακόμη περισσότερο, μέχρι του σημείου να διαστρεβλώσει την έννοια του έθνους που γεννήθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση, ο καπιταλισμός, στην αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική του φάση, νομιμοποιεί τα δικά του συμφέροντα κέρδους και εξουσίας, διεκδικώντας τα πρωτεία ενός έθνους πάνω σε ένα άλλο, ενός λαού πάνω σε έναν άλλο λαό και του πολέμου σαν εργαλείο εξαφάλισης της ευημερίας του έθνους στο οποίο ανήκει.

 

Ένας αναγκαίος διαχωρισμός

Πρέπει, λοιπόν, να διαχωρίσουμε τον δεξιό εθνικισμό από τον δημοκρατικό πατριωτισμό.

Ο πρώτος (σ.μ. ο δεξιός εθνικισμός) χρησιμοποιεί τη σφαίρα του έθνους με εργαλειακό τρόπο για να κατοχυρώσει το δικό του ταξικό συμφέρον, καπηλευόμενος τα ταυτοτικά στοιχεία του έθνους, για να νομιμοποιηθεί και να εξασφαλίσει συναινέσεις.

Ο δεύτερος (σ.μ. ο δημοκρατικός πατριωτισμός) αποτελεί προϋπόθεση για να ξεδιπλωθεί η λαϊκή κυριαρχία σε μια δημοκρατική προοπτική, απαραίτητη για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας αλληλέγγυας, δίκαιας και συνεργαζόμενης με τους άλλους λαούς, που να μπορεί να προσβλέπει στην πρόοδο των ειρηνικών ελεύθερων κοινοτήτων να επιλέξουν τον τρόπο διακυβέρνησης, εμπνεόμενες από τα καθολικά και ανθρωπιστικά ιδεώδη της εφικτής σοσιαλιστικής ουτοπίας.

Η παρανόηση και η μη διάκριση του επαναστατικού περιεχομένου της έννοιας του έθνους δυστυχώς χαρακτηρίζει τις θεωρίες που αντικαθιστούν τη συγκεκριμένη έννοια του λαού με την αοριστολογία «πλήθος», το κράτος με την αυτοοργάνωση που θεσμικά παρουσιάζεται ανεξάρτητη, αλλά στην πραγματικότητα είναι υποτελής σε αυτό, και την κατάκτηση της εξουσίας με εφήμερους και ασταθείς κοινωνικούς χώρους που όμως βρίσκονται στη σκιά αυτής ακριβώς της εξουσίας.

Με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, ακριβώς δυο αιώνες μετά την έφοδο στη Βαστίλλη, και τη συνακόλουθη διάλυση της ΕΣΣΔ λίγα χρόνια μετά, ο καπιταλισμός μπόρεσε επιτέλους να ξεκινήσει την αποψίλωση των εθνικά ανεξάρτητων κρατών όπου φώλιαζε ο χειρότερος εχθρός της κυρίαρχης εξουσίας, δηλαδή η λαϊκή κυριαρχία, και να πραγματοποιήσει επιτέλους ένα ανομολόγητο όνειρο, μια ενιαία παγκόσμια εξουσία όπου να νομοθετεί το κέρδος, η αγορά και οι κάτοχοι του πλούτου.

Κι όμως θα έπρεπε να είναι εντελώς ξεκάθαρο ότι το σημερινό σύστημα εξουσίας που αντιπροσωπεύεται από τις παγκοσμιοποιημένες χρηματοοικονομικές ολιγαρχίες, προωθεί στη βάση ενός σχεδίου απόλυτης κυριαρχίας, την εξάλειψη των εθνών και την αποψίλωση του κράτους, που θέλουν να μετατρέψουν σε απλή περιφερειακή θυγατρική διοίκηση των διεθνών ιδιωτικών συμφερόντων.

 

Με τις απόψεις του… εχθρού

Γεννιέται το ερώτημα πώς ήταν δυνατόν η ιστορική αριστερά στη γενετική της μετάλλαξη, ειδικά εκείνη η αριστερά που αρέσκεται να αυτοαποκαλείται ριζοσπαστική και ανταγωνιστική, να έφτασε στην παραδοξότητα να θέλει να πολεμήσει το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο υποστηρίζοντας τις απόψεις του εχθρού: Κατάργηση κάθε κυριαρχίας, κρατικής, εθνικής ή λαϊκής, και απρόσκοπτη και ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, εμπορευμάτων και ανθρώπινου δυναμικού προς εκμετάλλευση.

Η δημοκρατική επανάσταση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, και η σοσιαλιστική προοπτική, απότοκο αυτής της πολιτικής και πολιτισμικής επανάστασης, μοιάζει όλο και πιο μακρυνή. Είμαστε σε μια σκοτεινή εποχή, στο κατώφλι μεγάλων και αναπόδραστων αλλαγών, που θα μπορούσαν να συμβούν στα πλαίσια της συνέχειας που μέχρι τώρα έχει χαρακτηρίσει την ιστορία της ανθρωπότητας: λίγοι προνομιούχοι που καταπιέζουν μεγάλες μάζες, όπου υπάρχει μόνο σαν θεωρητική ελευθερία η δυνατότητα απόκτησης άχρηστων εμπορευμάτων υποχρεώνοντάς μας όμως να στερηθούμε τα πραγματικά απαραίτητα, ή η «επιλογή» από ποια μεριά του πλανήτη θέλουμε να γίνουμε αντικείμενο εκμετάλλευσης.

Αυτός θα ήταν ο θρίαμβος ενός διαχρονικού Παλαιού Καθεστώτος.

Πρέπει να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε χωρίς να παρασυρθούμε από την απαισιοδοξία, και κύρια να μη χάσουμε τον έλεγχο, αλλά και αν και εφόσον συμβεί κάτι τέτοιο, τουλάχιστον να σφραγιστεί από κάτι σημαντικό, σαν αυτό που κατόρθωσαν ο Νταντόν ή ο Ροβεσπιέρος…

 

(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 29/3/2017 στο site www.antimperialista.it –Οι μεσότιτλοι είναι της σύνταξης της εφημερίδας)

 

* Φραντς Αλτομάρε είναι πολιτικός επιστήμονας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!