Η αυλαία στη Δράμα έπεσε με την βράβευση αρκετών αξιόλογων συμμετοχών. Η πλειάδα αγγλόφωνων παραγωγών στο Εθνικό Τμήμα περιόρισε το άκουσμα της ελληνικής γλώσσας, καθώς και την προσέγγιση της πολιτικής επικαιρότητας, ενώ η οπτική των νέων σκηνοθετών παρέμεινε αγκιστρωμένη στη δυσλειτουργικότητα της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας. Ευχάριστη, ωστόσο, έκπληξη αποτέλεσε σε μερικές περιπτώσεις η δημιουργική ένταξη κοινωνικών θεμάτων –μεταναστευτικό, ανεργία, ανέχεια– στη μυθοπλασία και όχι μόνο στο ντοκιμαντέρ, με δείγματα μάλιστα λαμπρής σεναριακής γραφής των συνεπειών της δεκαετούς κρίσης, υιοθετώντας ενίοτε και σκηνοθετικές λύσεις παλιότερων πολιτικοποιημένων σκηνοθετών.
Χρυσό Διόνυσο κέρδισε επάξια το εξαιρετικό «Index», του ελληνικής καταγωγής Σουηδού Νικόλα Κολοβού, βραβευμένου για δεύτερη φορά στη Δράμα. Ανακαλώντας στην αρχή την ηδονοβλεπτική φύση του ίδιου του σινεμά, ένα μάτι βλέπει μέσα από μια τρύπα, στα τοιχώματα ενός φορτηγού γεμάτου πρόσφυγες, που φτάνει σε παραθαλάσσια περιοχή, όπου τους περιμένει μία βάρκα. Την πολυπόθητη φυγή καθυστερεί ένα μικρό αγόρι, επειδή το δάχτυλό του σφήνωσε στην τρύπα μέσα απ’ την οποία κοιτούσε. Οι μάταιες προσπάθειες να το ξεσφηνώσουν προκαλούν οργή, που οδηγεί σε θολωμένες λύσεις, με το αγόρι να ουρλιάζει απεγνωσμένα. Ακούγεται σαν μακάβριο ανέκδοτο του Ναστρεντίν Χότζα, ωστόσο αυτή η απίστευτης αγωνίας έξυπνη και συγκινητική ιστορία, γύρω από την απελπισία που κρύβει μια παιδιάστικη επινόηση, μεταφέρει μέσα σε ένα επεξεργασμένο δωδεκάλεπτο μονοπλάνο ολόκληρη την παιδική οπτική τού εξαναγκασμού σε φυγή από τα πάτρια εδάφη.
Βραβείο Σκηνοθεσίας δόθηκε στον Βασίλη Κεκάτο για την «Απόσταση ανάμεσα στον ουρανό και εμάς» (σχολιασμός στο προηγούμενο φύλλο). Οι εξαιρετικές ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ντουέτου απέσπασαν επίσης Τιμητική Διάκριση Αντρικής Ερμηνείας στον Νικολάκη Ζεγκίνογλου και Εύφημο Μνεία στον Ιώκο-Ιωάννη Κοτίδη.
Στη θεματική νεανικών ταινιών ξεχώρισε το φεμινιστικό «Ρουζ» (18΄), πρώτη μικρού μήκους του Κωστή Θεοδοσόπουλου, που κέρδισε Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη «Νίκος Κατσουρίδης», Βραβείο Σεναρίου καθώς και Τιμητική Διάκριση μακιγιάζ. Σύγχρονο δείγμα κινηματογραφικού ρεαλισμού, η ταινία ξεχώρισε με τις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστριών. Τρεις δυναμικές αντισυμβατικές γυναικείες παρουσίες διεκδικούν χειραφέτηση από κάθε μορφή σεξισμού, ώσπου μια νύχτα σε ένα μπαρ, βρίσκονται και οι ίδιες αντιμέτωπες με τη βία, επαναπροσδιορίζοντας πεποιθήσεις και τις μεταξύ τους σχέσεις. Στην πατρική εστία, όπου επιστρέφει η μια από τις τρεις, διαπιστώνει απογοητευμένη πως το ίδιο μοτίβο πατριαρχικής καταπίεσης αναπαράγεται και από τους καλλιεργημένους γονείς της. Στον απόηχο του Παριζιάνικου Μάη, μισό αιώνα πριν, το ιδεολογικό στίγμα δίνεται με το σύνθημα στον τοίχο του διαμερίσματος «πειθαρχία τέλος, τώρα ζωή μαγική».
Τιμητική Διάκριση Μοντάζ απέσπασε η ταινία «Καρτ Ποστάλ από το τέλος του κόσμου», του Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου (σχολιασμός στο προηγούμενο φύλλο).
Με εξαιρετικό καστ το «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς» (29΄)του Ιάκωβου Παναγόπουλου, που απέσπασε Τιμητική Διάκριση Σκηνικών, ανήκει στα οικογενειακά πορτρέτα που καταγγέλλουν την αναπόφευκτη φτωχοποίηση. Μια μεσόκοπη νοικοκυρά με κατάκοιτο σύζυγο, που επιβιώνει με μηχανική υποστήριξη, βρίσκεται σε απόγνωση όταν αδυνατεί να πληρώσει το ηλεκτρικό. Κοινωνικός ρεαλισμός δοσμένος μέσα από ένα διαφορετικό από τα καθιερωμένα κάδρο, πλάνα μιας εξαθλιωμένης καθημερινότητας, αλλά και εξαιρετική σκηνοθετική προσέγγιση αγγελοπουλικών επιρροών, με χρονικά πισωγυρίσματα μέσα από επιμελημένα μονοπλάνα και εξομολογητικούς μονολόγους θεατρικής υπόστασης, που αλλάζουν τη χωροχρονική διάσταση επί σκηνής.
Το «W», πρώτη μικρού μήκους του έμπειρου σκηνοθέτη, σεναριογράφου και συνθέτη Στέλιου Κουπετώρη, απέσπασε Τιμητική Διάκριση Ειδικων Εφέ και Βραβείο Τεχνικής Αρτιότητας από την ΕΤΕΚΤ. Το εμπεριστατωμένο αντιπολεμικό μήνυμα της αγγλόφωνης αυτής ταινίας εκφράζεται άρτια σκηνοθετικά, μέσα από ένα εξάλεπτο δουλεμένο μονοπλάνο. Μέσα σε μια τάξη, ένας δάσκαλος μιλάει για την εξέλιξη του ανθρώπου, τον homo sapiens και την ανάγκη οργάνωσης των ανθρώπων σε κοινωνίες, παράγοντας πολιτισμό, τέχνη και ποίηση. Ενώ ο δάσκαλος συνεχίζει να αγορεύει, η αρχικά κολλημένη στο πρόσωπό του κάμερα ανιχνεύει τον γύρω χώρο, εστιάζοντας στα καδραρισμένα στον τοίχο σκίτσα της εξελικτικής πορείας του ανθρώπου, δίπλα σε παιδικές ζωγραφιές, που απεικονίζουν κόσμο να εγκαταλείπει βομβαρδισμένα σπίτια. Ήχοι εκρήξεων και κραδασμοί ρίχνουν τη ζωγραφιά, αποκαλύπτοντας τον διάτρητο από σφαίρες τοίχο, ενώ η κάμερα απομακρύνεται, συμπεριλαμβάνοντας στο κάδρο που διαρκώς ανοίγεται, τα γεμάτα σκόνη και μπάζα αδειανά θρανία και σταδιακά το μέγεθος της καταστροφής και εξωτερικά, στα ερείπια του βομβαρδισμένου σχολείου, με την τρεμάμενη πλέον φωνή του τραγικού δάσκαλου να συνεχίζει τον παραληρηματικό μονόλογο στην αδειανή τάξη, μεταφέροντας όλη την απόγνωση.
Έκπληξη αποτέλεσε η γεμάτη χιούμορ ευχάριστη ταινία «Ο μάγκας» (17΄) του Αλέξανδρου Κακανιάρη, που κέρδισε Εύφημο Μνεία, με ήρωα τον «Μάγκα», ένα 12χρονο τσιγγανόπουλο που τριγυρνάει στις αλάνες, μεταξύ Ελευσίνας και Ασπροπύργου και στις προκυμαίες με τους ναύτες, καθώς ονειρεύεται να μπαρκάρει για να ξεφύγει από έναν πατέρα που τον πιέζει να τον ακολουθεί στη συλλογή παλιοσιδερικών. Ο κωμικός τόνος δίνεται με τη φρέσκια εκτός κάδρου αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, όπου ο μικρός αυτοπαρουσιάζεται, περιγράφοντας γειτονιά και φίλους με το δικό του ταμπεραμέντο, ενώ μπλέκει σε περιπέτειες με αδίστακτους διακινητές, μέσα από γρήγορη εναλλαγή πλάνων, στο ρυθμό χιπ χοπ και ροκαμπίλι μουσικής και κίτρινους φωτισμούς που εντείνουν την αίσθηση καλοκαιριού. Ο βίαιος κόσμος της νύχτας σε κακόφημες γειτονιές, ιδωμένος υπό ήλιο, συναντάει απολαυστικά την αστεία παιδική ματιά του πρωταγωνιστή, με φόντο το βιομηχανικό τοπίο.
Βραβευμένο από ΕΚΚ, ΟΚΛΕ, ΠΕΚΚ και GSC, το δεκαπεντάλεπτο «Μίλα», του Ανδρέα Βακαλιού, με διττής σημασίας τίτλο –όνομα της πρωταγωνίστριας και προστακτική του μιλώ– περιλαμβάνεται ανάμεσα στην πλειάδα φετινών ταινιών με στενάχωρες θεματικές, σχετικά με την ασθένεια γονιών. Μετά το εξαιρετικό περσινό «Deathcar», ο Βακαλιός ξεδιπλώνει πετυχημένα την τραυματική σχέση ενός άρρωστου πατέρα με την νεαρή κόρη του. Σκηνοθετικός ρεαλισμός αλά Νταρντέν, με κάμερα που ακολουθεί την νεαρή πρωταγωνίστρια, πλάνα λουσμένα στο φως του ήλιου, που αναδεικνύουν τα νιάτα της 20χρονης μακρυμαλλούσας, αλλά και σεναριακά επεξεργασμένους χαρακτήρες που αποκτούν υπαρξιακό βάρος, τη μέρα που η κόρη αποφασίζει να επισκεφτεί τον πατέρα της στο νοσοκομείο, σε μια συνάντηση που επαναπροσδιορίζει τη σχεδόν ανύπαρκτη σχέση τους, μπρος στην προοπτική του θανάτου.
Αξιόλογες σκηνοθετικές προσεγγίσεις, που δεν βραβεύτηκαν:
Σε ένα μόνο δεκάλεπτο, ο Κώστας Τατάρογλου μεταφέρει έξοχα στο «Γιος» την εγκατάλειψη μιας εξαθλιωμένης επαρχίας, μέσα από την ελλειπτική αφήγηση της ιστορίας ενός νεαρού, που μετά την ταφή του πατέρα του, παρατάει τη μάνα του και το φτωχικό τους στο χωριό, για να μεταβεί στα αστικά κέντρα. Ανάμεσα σε σιωπές και κενούς χρόνους, η σκηνοθετική επιδεξιότητα βασίζεται στη χωροχρονική χρήση των αγγελοπουλικών πλάνων-σεκάνς, που εκφράζουν ταυτόχρονα διαφορετικές χρονικές στιγμές, μέσα από την κίνηση της κάμερας σε διαρκή αφηγηματική ροή. Η εγκυβωτισμένη σύλληψη του ήρωα να κοιτάζει μέσα από το παράθυρο τον εαυτό του που σκάβει απ’ έξω, προδίδει υπερρεαλιστική φιλοσοφική διάσταση, που εδράζει σε ταρκοφσκικές και αντονιονικές σκηνοθετικές επιρροές, με αινιγματικές εικόνες που παρουσιάζουν ταυτόχρονα, σε μια λήψη παρόν, παρελθόν ή μέλλον.
Με περιορισμένες αρκετά φέτος τις θεματικές ταινιών είδους, ξεπρόβαλαν μονάχα μερικές, σχετικά με τον κόσμο της νύχτας. Ολοένα σπανίζουν και οι ταινίες που θίγουν εργασιακές θεματικές, παρότι η ανεργία μαστίζει.
Δείγμα ατόφιου κοινωνικού ρεαλισμού σχετικά με ανταγωνιστικό εργασιακό περιβάλλον είναι «Η γραμμή» (11΄) του Λουκά Αγέλαστου. Μια τραπεζική υπάλληλος εκπαιδεύεται από έναν έμπειρο συνάδελφο πώς να παρακάμπτει ηθικές αναστολές και να απαιτεί τηλεφωνικά, ως στυγνή εισπράκτορας, την αποπληρωμή μικροοφειλών, ενοχλώντας ακόμα και συγγενείς. Σοκάρεται όμως όταν μια ανυποψίαστη για το χρέος του γιου της μητέρα, της αποκαλύπτει την απώλειά του, εξαιτίας θανατηφόρου δυστυχήματος.
Στις ταινίες που εμπλέκουν δημιουργικά κοινωνικές θεματικές όπως το προσφυγικό, συγκαταλέγεται και το «Γιαζίντι» (20΄), σπουδαστική ταινία του μόλις 21χρονου Έκτορα Σακαλόγλου, που καταγράφει την τελευταία μέρα πριν την αναχώρηση για κεντρική Ευρώπη του λιγομίλητου Σαμάν της φυλής Γιαζίντι, ενός βορειο-Ιρακινού πρόσφυγα, που επιβίωνε στην Αθήνα ως πυγμάχος. Η δυναμική σκηνοθεσία με βραδινά πλάνα συμπληρώνεται με εμβόλιμες εικόνες μνήμης από βίαιη καταστολή αστυνομικών, αλλά και από την καταδίωξη μαυροντυμένων εθνικιστών με πυρσούς. Η ένταση σε στημένους αγώνες στο ρινγκ αποδίδεται με μαυροκόκκινους φωτισμούς, μέσα από διαφορετικές γωνίες λήψης, που προβάλλονται ταυτόχρονα σε μια οθόνη μοιρασμένη στα τέσσερα. Ο σκληρός κόσμος των πυγμάχων μπλέκεται σεναριακά με μεταναστευτικό και ρατσισμό, σε μια ιστορία με πρωταγωνιστή έναν μετανάστη που θα μπορούσε να διακριθεί στο άθλημά του. Η μετακίνησή του προς τα σύνορα λειτουργεί μεταφορικά σαν ταξίδι με τη βάρκα του Αχέροντα. Η σκηνοθετική δεξιοτεχνία εμπλουτίζει το ρεαλισμό, καταλήγοντας σε ένα συμβολικό πλάνο, με την αλλαγή κάδρου σε οριζόντιο άνοιγμα θέασης, σαν υποκειμενική λήψη μέσα από το άνοιγμα μπούργκας, με τα δακρυσμένα μάτια μιας γυναίκας. Η μετάβαση στον άλλον κόσμο, με φόντο το ομιχλώδες ορεινό τοπίο με την ανεμογεννήτρια, υπογραμμίζεται με ένα απόκοσμο χορωδιακό του Άρβο Περτ.
Εξαιρετική, τέλος, χρήση αλλαγής κάδρου και σπουδή πάνω στο μονοπλάνο παρατηρούμε και στο «The right one» (14΄), του διακεκριμένου στη Δράμα Γαβριήλ Τζάφκα, που συνσκηνοθετεί με την Σλοβένη Urska Djuki, όπου καταγράφεται η κρίσιμη επίσκεψη της αρραβωνιαστικιάς του γιου στην κτητική χήρα μητέρα του, που την ερμηνεύει η καταξιωμένη Σέρβα ηθοποιός Μιριάνα Καράνοβιτς. Η προετοιμασία με μπισκότα και πίτες για την υποδοχή δεν αποτρέπει τα πικρόχολα υπονοούμενα που προκαλούν την επιθυμητή ρήξη. Το βαθύτερο ψυχαναλυτικό σημαινόμενο εμπεριέχεται στην εμπνευσμένη σημειολογικά σκηνοθετική σύλληψη, αποδεικνύοντας πως η μικρή διάρκεια στα χέρια ικανών δημιουργών μπορεί να δώσει ολοκληρωμένη κινηματογραφική πρόταση. Ανάμεσα στο σκηνοθετικό παιχνίδι με το ηχητικό σημαινόμενο που αναπτύσσεται στο εκτός κάδρου πεδίο, οι σκηνοθέτες μας υπενθυμίζουν πως στο σινεμά τα πάντα εξαρτώνται από την οπτική γωνία και το κάδρο που επιλέγει ο σκηνοθέτης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αρχικά αινιγματική θέση της σταθερής κάμερας αποκαλύπτει, μέσα από σεναριακά συμφραζόμενα, το υποκειμενικό άγρυπνο βλέμμα ενός απόντος τέταρτου χαρακτήρα, απέναντι απ’ τους τρεις ορατούς πρωταγωνιστές. Παράλληλα όμως, το αρχικά σταθερό μονοπλάνο, όπου εκτυλίσσεται όλη η δράση σε πραγματικό χρόνο, μπροστά απ’ την κάμερα, ανακαλώντας τη μετωπικότητα και αμεσότητα της θεατρικής σύμβασης, μετακινείται σταδιακά μέσα από μια ανεπαίσθητη εστίαση που προκαλεί αλλαγή σχήματος του κάδρου, περιορίζοντας το αρχικά απλωμένο σε όλη την οθόνη άνοιγμα του φακού, στο ορθογώνιο κάδρο που ορίζεται από τη φωτογραφία της πατρικής φιγούρας, στην οποία αναφέρεται η όλη σύλληψη.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]