Όπως έχουμε γράψει και πρόσφατα, το αποτέλεσμα των επιβεβλημένων από τη Μαδρίτη καταλανικών εκλογών συνιστούσε ράπισμα για τον δεξιό Ισπανό πρωθυπουργό Ραχόι. Οι ελπίδες του ότι η απογοήτευση των Καταλανών για το βίαιο μπλοκάρισμα της διαδικασίας προς την Ανεξαρτησία θα προκαλέσει την εκλογική ήττα των κομμάτων που τη στηρίζουν, διαψεύστηκαν με τον χειρότερο γι’ αυτόν τρόπο. Επιδεικνύοντας εντυπωσιακή αντοχή, το μπλοκ της Ανεξαρτησίας διατήρησε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία αποσπώντας το 47,6% του εκλογικού σώματος (και μάλιστα με πρωτοφανώς υψηλή συμμετοχή), ενώ τα «ισπανικά» κόμματα περιορίστηκαν στο 43,5% και οι «ενδιάμεσοι» Podemos στο 7,4%. Οπότε το αδιέξοδο παρατείνεται, και το χάσμα που βάθυνε η βίαιη επέμβαση της Μαδρίτης ήρθε για να μείνει.
Με έναν κοινοβουλευτικό συσχετισμό σχεδόν ίδιο με αυτόν της προηγούμενης καταλανικής βουλής –που καταργήθηκε από τον Ραχόι όταν ανακήρυξε την Ανεξαρτησία– επιχειρείται να σχηματιστεί και πάλι κυβέρνηση από το κόμμα του παυθέντος προέδρου Πουτζδεμόν (JxCAT) και τη Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλονίας (ERC). Τα δύο κόμματα έχουν ήδη δηλώσει ότι επικεφαλής και της νέας καταλανικής κυβέρνησης θα είναι εκ νέου αυτοί που παύθηκαν από τη Μαδρίτη: πρόεδρος ο Πουτζδεμόν, αντιπρόεδρος ο Γιούνκερας (ERC). Αλλά πώς θα υλοποιηθεί αυτό, τη στιγμή που ο Πουτζδεμόν έχει καταφύγει στις Βρυξέλλες, και θα συλληφθεί ως «στασιαστής» εάν επιστρέψει στην Καταλονία, και ενώ ο επικεφαλής της Ρεπουμπλικανικής Αριστεράς Οριόλ Γιούνκερας παραμένει φυλακισμένος στη Μαδρίτη;
«Συνεπής» η Μαδρίτη, άγνωστος X το CUP
Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα που παραμένει αναπάντητο. Η κυβέρνηση του Ραχόι, με την υποστήριξη των Ciudadanos και την ανοχή των «σοσιαλιστών», δεν δείχνει την παραμικρή διάθεση να επιτρέψει την απρόσκοπτη επιστροφή του Πουτζδεμόν και την αποφυλάκιση του Γιούνκερας. Η τοποθέτηση της Μαδρίτης είναι σαφής και αδιάλλακτη, επιβεβαιώνοντας ότι το ισπανικό κράτος λειτουργεί με βάση… διαχρονικές αξίες και δεν επιδέχεται καμία μεταρρύθμιση: «Αδιάφορο που έχουν κερδίσει τις εκλογές και μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση – εφόσον παραβίασαν το νόμο, πρέπει να τιμωρηθούν». Κι αυτό παρά το γεγονός ότι ο Πουτζδεμόν υπόσχεται πλέον να απόσχει από «μονομερείς ενέργειες». Κατά μία έννοια, η Μαδρίτη είναι συνεπής: το ίδιο είχε κάνει και με τον Αρνάλντο Οτέγκι, επικεφαλής της βασκικής Πατριωτικής Αριστεράς, κρατώντας τον επί 5 χρόνια στη φυλακή με γελοίες κατηγορίες – κι ας ήταν ο ηγέτης του δεύτερου μεγαλύτερου κόμματος στη Χώρα των Βάσκων.
Η γραμμή που κυριαρχεί σήμερα στα κόμματα του Πουτζδεμόν και του Γιούνκερας, δηλαδή η επίκληση της κοινής λογικής, σκοντάφτει πάνω στο ισπανικό ντουβάρι. Είναι με δυο λόγια η λιγότερο ρεαλιστική προοπτική.
Έτσι τώρα τα δύο κόμματα, προκειμένου να «αναβιώσουν» την παυθείσα κυβέρνηση, προσπαθούν να βρουν τρόπους για το πώς ο πρόεδρός της και ο αντιπρόεδρος της θα κυβερνούν, τυπικά τουλάχιστον, ο ένας από το εξωτερικό κι ο άλλος από τη φυλακή! Πρόκειται φυσικά για ένα μοναδικό στη «δημοκρατική» Ευρώπη παράδοξο, που για να κατανοηθεί πρέπει να υπάρχει γνώση της φύσης του σύγχρονου ισπανικού κράτους, όπως αυτό κληροδοτήθηκε από τον δικτάτορα Φράνκο στους «δημοκράτες» επιγόνους του… Πριν λυθεί αυτό το πρόβλημα, όμως, θα πρέπει να έχει απαντηθεί ένα άλλο: όπως είχε συμβεί και το 2015, έτσι και τώρα ο σχηματισμός κυβέρνησης απαιτεί την ανοχή του «ακροαριστερού» καταλανικού κόμματος CUP (Λίστα Λαϊκής Ενότητας). Ανοχή που θα παρασχεθεί δύσκολα από αυτό το κόμμα, που συμπιέστηκε εκλογικά από τη «χρήσιμη ψήφο». Άλλωστε και οι δύο βασικές πτέρυγές του, αν και αντιπαρατίθενται πάνω στο θέμα του εφεξής προσανατολισμού του κινήματος για Ανεξαρτησία [στο παρακείμενο πλαίσιο δίνεται μια ιδέα για τη συζήτηση που διεξάγεται εντός του CUP], συμφωνούν ότι δεν θα στηρίξουν μια κυβέρνηση που δεν θα έχει σαφές φιλολαϊκό πρόγραμμα και δεν θα παρέχει δεσμεύσεις για μη υποταγή στην «ισπανική νομιμότητα».
Προς παράταση της κρίσης και του αδιεξόδου
Ακόμη κι αν υπερπηδηθούν τα δύο παραπάνω εμπόδια, παραμένει το σημαντικότερο ερώτημα: τι θα κάνει μια τέτοια καταλανική κυβέρνηση, με δεδομένο ότι η Μαδρίτη κατέστησε σαφές πως δεν ανέχεται ανταρσίες, κι ότι η Ε.Ε. στηρίζει με νύχια και με δόντια αυτή τη γραμμή; Από τη μία, οι εκλογές επιβεβαίωσαν (και μάλιστα κάτω από σκληρές συνθήκες, που θυμίζουν άλλες περιοχές του κόσμου) τη νομιμοποίηση του μπλοκ της Ανεξαρτησίας. Από την άλλη, έγινε φανερό ότι δεν υπάρχει εύκολος δρόμος προς αυτόν το στόχο. Η γραμμή που κυριαρχεί σήμερα στα κόμματα του Πουτζδεμόν και του Γιούνκερας, δηλαδή η επίκληση της κοινής λογικής (που επιτάσσει έναν ειλικρινή διάλογο Μαδρίτης-Βαρκελώνης με στόχο ένα κοινά συμφωνημένο νέο δημοψήφισμα), σκοντάφτει πάνω στο ισπανικό ντουβάρι. Είναι με δυο λόγια η λιγότερο ρεαλιστική προοπτική.
Έτσι, επανεμφανίζονται δύο εναλλακτικά σενάρια που, με δεδομένη την αδυναμία των φιλοϊσπανικών κομμάτων, αντιμετωπίζονται από τη Μαδρίτη ως «το μικρότερο κακό». Είτε μια κυβέρνηση Podemos, ERC και Καταλανών «σοσιαλιστών» (PSC), που όμως φαίνεται η λιγότερο ρεαλιστική εκδοχή, μιας και θα απαιτούσε τεράστιες υποχωρήσεις από ERC και PSC προς τη γραμμή των εκλογικά ηττημένων Podemos. Είτε μια «ρεαλιστική» στροφή του Πουτζδεμόν στην επιδίωξη μεγαλύτερης αυτονομίας αντί της Ανεξαρτησίας. Μέχρι στιγμής, είναι η… αδιαλλαξία του καθεστώτος της Μαδρίτης που «σώζει» το μπλοκ της Ανεξαρτησίας από τέτοιες διολισθήσεις, αφού επιμένει να κρατά τον Γιούνκερας στη φυλακή και επιδιώκει να βάλει στο κελί του και τον Πουτζδεμόν! Αποτελεί κι αυτή η παράδοξη κατάσταση χαρακτηριστικό ενός κράτους που περνά την πιο βαθιά και για την ώρα δίχως διέξοδο κρίση του από την εποχή του εμφυλίου του 1936-39.
Συμπεράσματα από το εκλογικό αποτέλεσμα*
[…] Δεν δεχόμαστε την άποψη ότι, εάν δεν είχε προκληθεί η σύγκρουση για το εθνικό ζήτημα, οι αριστερές δυνάμεις θα ήταν οι καθαροί νικητές των εκλογών. Μια τέτοια αντίληψη, πρώτον, ακυρώνει κάθε επιλογή ενός προγράμματος ρήξης – που γνωρίζουμε ότι πάντα προκαλεί ισχυρές αντιδράσεις, συχνά και εκ μέρους λαϊκών στρωμάτων. Δεύτερον, αν αποδεχτούμε μια τέτοια λογική θα είναι σαν να κλείνουμε τα μάτια στο γεγονός ότι, μετά τα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2015, τα πολιτικά προγράμματα της ανεξαρτησιακής Αριστεράς συναντούν τεράστιες δυσκολίες να κερδίσουν υποστήριξη και αξιοπιστία. Με αυτήν την έννοια, τα εκλογικά αποτελέσματα υπογραμμίζουν εκ νέου την ανάγκη να έχει το σχέδιο για την Καταλανική Δημοκρατία ένα σαφές πρόγραμμα βελτίωσης των υλικών συνθηκών διαβίωσης. Μόνο με μια σαφή και συγκεκριμένη πολιτική πρόταση που αφορά δομικά ζητήματα, όπως η βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών, των συντάξεων, της κατοικίας, των μισθών και των εργασιακών σχέσεων ως αποτέλεσμα της επίτευξης της εθνικής κυριαρχίας, θα γίνει δυνατό να σπάσουμε τα ανασχετικά φράγματα που όρθωσαν οι διάφορες πλευρές του ισπανισμού, εμποδίζοντας τη διεύρυνση της επιρροής του σχεδίου υπέρ της Ανεξαρτησίας. […]
Η ανάγκη από κοινού αντιμετώπισης της καταστολής και η λογική της συνεργασίας με την κυβέρνηση Πουτζδεμόν δυσκόλεψαν την επιβεβαίωση της εικόνας του CUP ως οργάνωσης που μάχεται ενάντια στους διεφθαρμένους πολιτικούς και τις εξουσίες – ιδίως στα μάτια εκείνων των τμημάτων του λαού που δεν ενστερνίζονται την ανεξαρτησιακή φρασεολογία της πλειοψηφίας. Υπογραμμίστηκε υπερβολικά η πτυχή του αγώνα για δημοκρατία, σε βάρος των υλικών πλευρών της σύγκρουσης με το κράτος. Επειδή υποφέραμε από την καταστολή, πιστέψαμε ότι αυτό θα αρκέσει για να μας επιτρέψει να πλησιάσουμε νέα τμήματα του πληθυσμού. Αυτό όμως δεν συνέβη. Η επίδραση της τηλεοπτικής προπαγάνδας περί «αυτονομιστικού πραξικοπήματος» επισκίασε όσα συνέβησαν τη μέρα του δημοψηφίσματος. Αντίθετα, ένας λόγος πιο επικεντρωμένος στις υλικές ανάγκες, πολύ πιο αντιολιγαρχικός, και μια κατά μέτωπο επίθεση στην οικονομική εξουσία, θα μας επέτρεπαν να δυσκολέψουμε τη φιλοϊσπανική προπαγάνδα. […]
* Αποσπάσματα από κείμενο της Σοσιαλιστικής Οργάνωσης Εθνικής Απελευθέρωσης Endavant, m;iaw από τις δύο βασικές συνιστώσες του CUP (www.endavant.org).