Είχα τη χαρά να γνωρίσω την Αθηνά Αραπάκη στο Φεστιβάλ Βιβλίου στο Ζάππειο, όταν υπέγραφε το βιβλίο της στο περίπτερο των εκδόσεων «Στοχαστής». «Amatum -19» ο τίτλος – «Ημερολόγιο Ποίησης Μάρτιος 2020-Δεκέμβριος 2020» ο υπότιτλος.
Μια πολύ νέα κοπέλα, μόλις 24 ετών, μοιράζεται μαζί μας, μέσα από τους στίχους της τα όσα βίωσε μέσα στον εγκλεισμό της πανδημίας στην Αθήνα. Εκεί και ο κατακερματισμένος έρωτας. Η απουσία:
«Μου λείπεις / Εσύ / Η Αθήνα / Και όλοι οι δρόμοι που δεν περπατήσαμε ποτέ μαζί.»
Και αλλού:
«Θα με θυμάσαι; / Όταν όλα τελειώσουν / Και ξεχυθούμε στους δρόμους / Θα με θυμάσαι;
Θα είναι όλα ίδια; / Εμείς, θα είμαστε ίδιοι;
Δεν περιμένω και πολλά / Άνθρωποι είμαστε στο κάτω κάτω / Κι οι μνήμες μας καπνός»
Ακόμη και οι τίτλοι των ποιημάτων έχουν τη σημασία τους. Υπάρχει η «Κανονικότητα», υπάρχει η «Απαγόρευση κυκλοφορίας», υπάρχει και η «Επανάσταση». Ως υπέρτιτλος σημειώνεται και η μέρα που γράφεται το κάθε ποίημα, ξεκινώντας από την 4η και φθάνοντας στην 260η μέρα με την «Έξοδο», όπου έχει μπει πια για τα καλά ο χειμώνας:
«Κάνω, βλέπεις, ό,τι μπορώ / Για αν πεθάνω μια ώρα αρχύτερα / Να μην προλάβουν να με θάψουν / Με τιμές και καλεσμένους
Αφού το ξέρουμε κι οι δυο / Πως τη ζωή / Τη μάθαμε / Πάνω σε βέσπες, κίτρινες / Παρέα.
Και έτσι θέλω να με αποχαιρετούν/ Με κράνη ξεσκισμένα απ’ τον καιρό / Και κόκκινα γαρύφαλλα.»
Οι «Δύσκολοι καιροί», το προτελευταίο ποίημα της συλλογής, νομίζω συνοψίζει όλο τον προβληματισμό της εγκλωβισμένης ποιήτριας, που δεν σταματά να βλέπει τον κόσμο γύρω της.
«Ό,τι δεν μας αγγίζει / Μας κάνει χειρότερους / Και κάπως έτσι / Προχωράμε.»
Στίχοι απλοί, που χτυπάνε κατευθείαν στον στόχο. Και τα συναισθήματα, οι σκέψεις που γεννιούνται πολλές. Τα ποιήματα πραγματικά καταφέρνουν να εκφράσουν αυτό που ζήσαμε όλοι μας, ο καθένας από τη σκοπιά του, στα σπίτια μας που κατάντησαν ευρύχωρα κελιά.
Οι στίχοι θα μας το θυμίζουν. Για να ανιχνεύσουμε άλλους δρόμους στο μέλλον. Για αν μην κυριαρχήσει το μαύρο και το γκρι.
Το ακόμη πιο ευχάριστο είναι πως ένας τόσο νέος άνθρωπος πήρε αυτό το τόσο προσωπικό, αλλά και κοινωνικό βίωμα και το μετέτρεψε σε τόσο ενδιαφέρουσα ποίηση.
Κι αυτό από μόνο του με κάνει λίγο πιο αισιόδοξο για το μέλλον.
Γιατί θέλησες να εκφραστείς ποιητικά μέσα από αυτό το Ημερολόγιο;
Γιατί αισθάνθηκα ότι το Ημερολόγιο θα μου επέτρεπε να εξωτερικεύσω κάπως το άγχος και το σοκ που μου προκάλεσε η πανδημία. Όταν ξεκίνησε η καραντίνα, τον Μάρτη του ’20, οι περισσότεροι φίλοι μου έβλεπαν όλη αυτή την κατάσταση με μια στωικότητα την οποία εγώ δεν μπορούσα να συλλάβω. Έβλεπα τον κόσμο να αλλάζει, βίαια, αδιάκοπτα, και ανησυχούσα για τις συνέπειες που θα είχε όλο αυτό σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας αλλά και στη διαμόρφωση τόσο της ατομικής όσο και της κοινωνικής μας ταυτότητας.
Είναι πράγματι βιωματικές αυτές οι μέρες εγκλεισμού που καταγράφεις;
Λίγο πολύ. Είναι μια αρκετά προσωπική συλλογή και αυτό με τρόμαξε κάπως όταν συνειδητοποίησα ότι θα εκδοθεί. Ωστόσο, η όλη διαδικασία του να βάλω τα βιώματά μου σε μια τάξη και να τα μετατρέψω σε λέξεις και εικόνες λειτούργησε και ως βάλσαμο.
Τι πιστεύεις πως θα αφήσουν πίσω τους αυτές οι μέρες στις σχέσεις των ανθρώπων;
Σε πρώτη φάση, μάλλον πικρία και δυσκολίες. Κακά τα ψέματα, η πανδημία προκάλεσε ένα συλλογικό τραύμα πολύ βαθύ. Θα το κουβαλάμε μέσα μας για καιρό, είτε με τη μορφή άγχους, είτε με τη δυσκολία σύναψης ουσιαστικών σχέσεων, είτε με τη μορφή απελευθέρωσης σε όλους τους τομείς από τον σεξουαλικό μέχρι τον καταναλωτικό. Ιδανικά, θα ήθελα οι κοινές εμπειρίες του εγκλεισμού να μας κάνουν πιο αλληλέγγυους. Ιστορικά, όμως, δεν έχει αποδειχθεί ότι μια μεγάλη κοινωνική καταστροφή μπορεί να μας κάνει καλύτερους.
«Ό,τι δεν μας αγγίζει / μας κάνει χειρότερους / Και κάπως έτσι / Προχωράμε.» Υπάρχει άλλος δρόμος;
Φυσικά. Απλά για να τον ακολουθήσουμε πρέπει να μάθουμε να κάνουμε χώρο μέσα μας για πράγματα που νιώθουμε πως δεν μας επηρεάζουν άμεσα. Και αυτό, με τη σειρά του, μας είναι δύσκολο γιατί δεν έχουμε μάθει να είμαστε σπλαχνικοί, να μπαίνουμε στη θέση του άλλου, να είμαστε ευάλωτοι. Τώρα το εάν για αυτήν την έλλειψη ενσυναίσθησης φταίει η ίδια η κοινωνία ή εμείς που τη χτίσαμε με λάθος τρόπο είναι μια άλλη, μεγάλη κουβέντα.
Αν και προσωπική η ποίησή σου, έχει και το πολιτικό στοιχείο να τη διαπερνά. Πώς σχολιάζεις αυτούς τους στίχους του Μπρεχτ: «Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί. / Θα λένε: Γιατί σωπαίναν… οι Ποιητές τους;» Είναι επίκαιροι;
Είναι, αν και τους τελευταίους μήνες βλέπω ότι γίνεται μια προσπάθεια να αλλάξει όλο αυτό. Ίσως βοήθησε και το πόσο εύκολα είδαμε κάποιες ελευθερίες μας να εξαφανίζονται ή να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα λόγω του εγκλεισμού. Σε κάθε περίπτωση πάντως, θεωρώ ότι είναι χρέος μας να τοποθετούμαστε για ό,τι συμβαίνει γύρω μας, εφόσον, φυσικά, έχουμε ενημερωθεί επαρκώς και μπορούμε να σταθούμε αντικειμενικά απέναντι στα γεγονότα. Είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής που οφείλουμε ως κοινωνία σε όσους χάθηκαν προασπίζοντας το δικαίωμα της ελευθερίας της προσωπικής και καλλιτεχνικής μας έκφρασης.