του Χρήστου Κουσουλού*
«Οι αναμνήσεις ενός κωλόπαιδου» είναι το πρώτο έντυπο βιβλίο, με 69 ποιήματα, της Αθανασίας Δρακοπούλου, ένα βιβλίο αντισυμβατικό, που διαβάζεται με πολλούς τρόπους και επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες. Ακόμη κι αν παραξενέψει στην αρχή τον αναγνώστη, ακόμη κι αν τον ζορίσει ή και τον θυμώσει σε κάποια σημεία, το σίγουρο είναι ότι προσφέρει μιαν απρόσμενη αναγνωστική εμπειρία.
Προσωπικά, φαντάζομαι την ΑθαναΣία, απομονωμένη σ’ ένα γραφείο γεμάτο χαρτιά, βιβλία, φωτογραφίες, τσιγάρα κι αποτσίγαρα, να αναρωτιέται: Τι να πει κανείς γι’ αυτό τον κόσμο, τον τόσο τρομακτικό και απροσπέλαστο («αδέσποτο σκυλί» τον αποκαλεί), πώς να περιγράψει αυτό τον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» με τους μεταλλαγμένους ανθρώπους – μια βάναυση κοινωνία σε μια αντιπνευματική εποχή; Και τι νόημα έχει η ζωή χωρίς αξιοπρέπεια, όνειρα, παρελθόν και μέλλον; Τη φαντάζομαι ακόμα, έτσι τολμηρή που είναι, να σκαλίζει μ’ ένα μαχαίρι τα σωθικά της («ποιος πονούσε περισσότερο, η πληγή ή το μαχαίρι;» αναρωτιέται στο «Ενθύμιο», σ. 17) και ν’ αρχίζει να γράφει ασταμάτητα. Κάθε ποίημά της και μια μαχαιριά για όλα αυτά που βίωσε αλλά δεν χάρηκε αρκετά («η παιδική ηλικία / που δεν χόρτασα ακόμα» (σ. 90).
Σαν σκηνοθέτης αυτοβιογραφικής ταινίας, καρέ-καρέ, μάς ξεναγεί στα παιδικά της χρόνια μιλώντας για μια σειρά από καταστάσεις που όλο αλλάζουν κι όλο οι ίδιες μένουν. Με ωριμότητα πλέον, μιλάει για τη ζωή και τον θάνατο, την αγάπη και τα βάσανα, την υπαρξιακή αμφιβολία: «το φοβισμένο παιδί που υπήρξα / ως ύποπτη κηλίδα σε μια χώρα / σώβρακο λερωμένο» («Πατριδογνωσία», σ. 34). Ή αλλού: «μέσα μου τρεις επιζώντες από τα συντρίμμια ενός τρένου, ένας άντρας με κουτσό ποδάρι, μια γυναίκα και ένα κουλουριασμένο παιδί, / που όλα τα αισθάνεται ως συνέχεια μιας άδικης τιμωρίας» («Να πάρει ο διάολος», σ. 25). (Σε πρόσφατο σχόλιό της στο fb με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών, έγραψε χαρακτηριστικά: «Να μείνουμε όρθιοι και ενωμένοι ενάντια σε κάθε αδικαίωτο πολιτικό έγκλημα!»)
Μέσα από την εξομολογητική όσο και αναστοχαστική γραφή της, προσπαθεί να βάλει κάποια τάξη σε μνήμες και συναισθήματα που τη βασανίζουν από τα παιδικά της χρόνια: «μέσα μου άλογα τρέχουν, αφηνιασμένα καλπάζουν» (σ. 85), ή, όπως στο εξαιρετικό «Τραύλισμα» (σ. 57):
Είναι μια φράση
που μέσα μου λιώνει
ο κόσμος ένα αδέσποτο σκυλί
Που δεν αγαπήθηκε
και τώρα βάλθηκε
να δαγκώνει.
***
Κόρη και εγγονή κομμουνιστών (ο παππούς της εγκαινίασε, σαν πρώτος εξόριστος, τη Γυάρο), γεννημένη στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, μπορεί η ΑθαναΣία να μην πρόλαβε η ίδια την επταετία της χούντας, αλλά δεν παύει να στοιχειώνεται από τις εικόνες της – όπως στο «Κοστίζει ο χρόνος» (σ. 30), όπου ο αρχιβασανιστής Μάλλιος φωνάζει με την ντουντούκα στους έγκλειστους του Πολυτεχνείου το 1973: «σας μιλάω σαν πατέρας / [και οι φωτογραφίες του] «να σου καίνε τις φράσεις / μαζί και τα πέλματα» (σαν να συγκατανεύει το «κωλόπαιδο» της ΑθαναΣίας στο «Ν’ αγιάσουν τα χέρια τους» που λέχτηκε μετά τη δολοφονία του).
Μισεί «τους απάνω» για το καταστροφικό τους έργο: «κι όσα οι ρουφιάνοι του καιρού πρόκειται να θάψουν» (σ. 34), «που οι άνθρωποι / μες στην ιδέα τελειώνουν / τους ανθρώπους» («Μποφόρ», σ. 100). Ωστόσο, πίσω από τον καταγγελτικό λόγο διαγράφεται η σκληρή επίγνωση του κοινωνικού κομφορμισμού και της πολιτικής ματαίωσης: «Γιατί το πλήθος / δεν ενδιαφέρεται για ήρωες / δεν ξεχωρίζει τους λύκους απ’ τα σκυλιά / ένα χειροκρότημα επιθυμεί κι ύστερα / συνεχίζει τη ζωή του» (σ. 73). Και παρακάτω: «Οι άνθρωποι γύρω μου ξεφτίζουν εύκολα / με δυο τυχαίες σταγόνες βροχής» (σ. 75). Ή, τέλος, «Που λέμε τα συνθήματα / κι ύστερα πάμε σπίτια μας / γυρεύοντας κέρματα για το αυριανό ψωμί» («Νεοέλληνες», σ. 98).
Κι όμως, παρακολουθώντας το «κωλόπαιδο» στον δρόμο «της ατομικής του πανωλεθρίας» (σ. 43), δεν μπορούμε να μη διακρίνουμε κάποιες ρωγμές που προκαλούνται στο οικοδόμημα των κυρίαρχων αξιών – σημάδι μιας παρήγορης σκέψης ότι το παιχνίδι της κατανόησης των ανθρώπινων σχέσεων και αναζητήσεων δεν τελείωσε ακόμη, συνεχίζεται όσο οι άνθρωποι αλλάζουν κατανοώντας τον εαυτό τους. Αυτή η μικρή ανοιχτή χαραμάδα αισιοδοξίας εκφράζεται στο «Φυτολόγιο (σ. 78), που εμφανίζει «την αγάπη και τη γραφή» ως «μια παράδοξη αίσθηση δύναμης». Κι αμέσως μετά: «Μεταξύ μας, όλοι χαιρόμαστε / τα καταπράσινα βλαστάρια / της κάθε Άνοιξης». Όπως και παρακάτω: «Ν’ αστράφτει ο ήλιος στο τραπέζι / κανείς να μην μείνει νηστικός, ακόμα / κι ο ετοιμοθάνατος διψά / για γιορτές, χαρές και πανηγύρια» («Της βροχής», σ. 81).
Με λίγα λόγια, η ποίηση της Δρακοπούλου σημαδεύεται από μια συνεχή ένταση ανάμεσα σε δύο πόλους: Από τη μια, η βαριά κληρονομιά της ιστορίας πάνω σε ανθρώπινες υπάρξεις που δίνουν τον αγώνα τους σε όλα τα μέτωπα, από την πολιτική μέχρι τον έρωτα: «Κληρονομήσαμε μια ύστερη εποχή / με τη λέξη αγάπη να αλυσοδένει / τα σπλάχνα των ανθρώπων / για την εξαγορά λίγων / κόκκινων γαρύφαλλων απ’ τα ψυγεία / της νεκροτόμου ιστορίας» («Η αλυσίδα, σ. 53). Κι από την άλλη, μια ιδιόμορφη ελευθερία, που οδηγεί στα όρια της κοινωνίας, αλλά και πέρα απ’ αυτά, στην άγρια φύση: «Εμένα, κύριοι, με αγαπούν / τα πουλιά, θα πω, κι ύστερα / δίχως επιστροφή θα πετάξω μαζί τους» («Σκυλιά δεμένα, σ. 49). Κι ακόμη: «τα ζώα… / δεν γράφουν μανιφέστα / για την ελευθερία, δεν συμπιέζονται / σ’ ένα ποίημα για έρωτα, δεν σκοτώνουν / στο όνομα του δημιουργού, δεν ονειρεύονται / ζωές που δεν υπάρχουν» («Λύκοι του Γενάρη», σ. 95).
Κρίσιμη ερώτηση: Είναι τελικά το «κωλόπαιδο» ένα παραχαϊδεμένο, κακομαθημένο και γκρινιάρικο παιδί, ή αλλιώς ένας απλός αλητάμπουρας και τσόγλανος; Τίποτα από αυτά. Μπορεί να είναι ο μάγκας του τελευταίου θρανίου, της κοπάνας, του εξώστη, του ροκ εν ρολ, του δρόμου και της πιάτσας. Μα είναι ταυτόχρονα το ατίθασο παιδί που μισεί, εξεγείρεται και παλεύει σ’ αυτήν εδώ την κοινωνία για το μεροκάματο, ζητώντας δίκιο, αξιοπρέπεια και αγάπη, ένα ανήσυχο παιδί μεγαλωμένο στη Μεταπολίτευση, «στο μετά της καταιγίδας» (σ. 52) (τότε που πιστεύαμε ότι θα αλλάζαμε «συθέμελα» τον κόσμο), το οποίο αμφισβητεί όσα στερεότυπα του φύτεψαν στο μυαλό από τη γέννα και, απέναντι στη βαρβαρότητα και την υποκρισία του κόσμου, προτάσσει την άρνηση, την περιφρόνηση και τη δική του «αντικουλτούρα» ζωής. Για να το πετύχει αυτό, η Δρακοπούλου βγάζει τον «πρωταγωνιστή» της από τους συνηθισμένους δρόμους και τον αφήνει να περιπλανηθεί μοναχικά σε αχαρτογράφητες περιοχές της φαντασίας. Το γράψιμό της δεν διστάζει να πειραματιστεί τόσο με τη μορφή όσο και με το περιεχόμενο: να δοκιμάσει τα όρια της έκφρασης, του αυθορμητισμού και της ελευθεριότητας, να καταπιαστεί με πολλά σημαντικά θέματα, άλλοτε με τη σοβαρότητα και την περίσκεψη που τους αρμόζει κι άλλοτε με ειρωνεία, αυτοσαρκασμό και πικρό χιούμορ. Στήνει έτσι έναν κρυφό, ιδιοφυή διάλογο με τον εαυτό της, ή με το alter ego της: το ανήμερο θεριό αυτών των ποιημάτων.
Εν κατακλείδι, τα ποιήματα της Αθανασίας Δρακοπούλου μάς προκαλούν να σκεφτούμε και να αισθανθούμε έξω από τις καθημερινές μας συνήθειες, να βυθιστούμε μαζί τους στα μαύρα σκοτάδια του κόσμου τούτου –της ιστορίας, της κοινωνίας και της ψυχής– και να βρούμε, εκεί ακριβώς, τις ρωγμές και τις χαραμάδες του φωτός που ανοίγουν σ’ έναν άλλο, καλύτερο, κόσμο, ανάγκη και υπόσχεση του προσωπικού και του συλλογικού μας μέλλοντος.
* Ο Χρήστος Κουσουλός είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης