του Δημήτρη Μπελαντή

Ένα ζήτημα που απασχολεί πολύ και τη ριζοσπαστική κοινωνιολογική έρευνα αλλά και την πρακτική πολιτική των αριστερών δυνάμεων και οργανώσεων και στην Ελλάδα και διεθνώς είναι το ζήτημα του τι είναι σήμερα τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα, πώς συμπεριφέρονται κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά και ποια πρέπει να είναι η στάση της Αριστεράς έναντι αυτών. Ιδίως στην Ελλάδα όπου τα στρώματα αυτά είναι αρκετά εκτεταμένα, καμία συζήτηση για μια φιλολαϊκή πολιτική, πολύ περισσότερο για μια στρατηγική κοινωνικής αλλαγής, δεν γίνεται με επαρκή τρόπο, αγνοώντας τον ρόλο αυτών των τάξεων και στρωμάτων.

Ποια είναι τα μικροαστικά στρώματα;

Με βάση την ιστορική τους διαμόρφωση, τα μικροαστικά στρώματα είναι δύο ειδών: τα παραδοσιακά και τα νέα. Παραδοσιακά είναι τα στρώματα των μικρών ανεξάρτητων τεχνιτών, βιοτεχνών, αυτοαπασχολούμενων και εμπόρων, αυτό που μαρξιστικά ονομάζεται απλή εμπορευματική παραγωγή. Στρώματα που στον ύστερο καπιταλισμό τείνουν να μειώνονται και λόγω του ανταγωνισμού των μεγάλων επιχειρήσεων και της συγκέντρωσης κεφαλαίου, αλλά και λόγω της απαξίωσής τους στις οικονομικές κρίσεις, όπως λ.χ. η κρίση των τελευταίων δέκα ετών στην Ελλάδα. Σύμφωνα με υπάρχουσες στατιστικές, η παραδοσιακή μικροαστική τάξη μειώθηκε ως ποσοστό του ΟΕΠ (οικονομικά ενεργού πληθυσμού) στα έτη 1991 ως 2011 από το 21,5 στο 10,2% του ΟΕΠ (1). Εδώ πρέπει, επίσης, να σημειωθεί το αναλυτικό πρόβλημα αν η χρήση μικρού αριθμού εργαζομένων εντάσσει τον επιχειρηματία (που αντλεί από αυτούς υπεραξία) στο μικρό κεφάλαιο ή στη μικροαστική τάξη και πού είναι το όριο ανάμεσα στα δύο σε κάθε κοινωνία (άλλο στην Ελλάδα και άλλο στην Γερμανία ή τις ΗΠΑ).

Η άλλη πτέρυγα της μικροαστικής τάξης είναι η λεγόμενη νέα μικροαστική τάξη. Αφορά κατ’ αρχάς μισθωτά στρώματα που για μια σειρά λόγους δεν ανήκουν στην εργατική τάξη είτε γιατί στην κοινωνική ή την εργασιακή αλυσίδα έχουν πρακτικά μια ενδιάμεση θέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας (π.χ. επιστάτες) είτε γιατί συγκεντρώνουν ένα διανοητικό κεφάλαιο που τους επιτρέπει μια τέτοια θέση (2). Παρ’ όλα αυτά, η θεωρητική θέση του Πουλαντζά ορθά έχει επικριθεί ότι διευρύνει υπερβολικά τη νέα μικροαστική τάξη σε βάρος της εργατικής, καθώς λαμβάνει ως κριτήριο την συμβολή του εργαζόμενου στην παραγωγή καπιταλιστικών εμπορευμάτων και μόνο, αποκλείοντας τους εργαζόμενους στο εμπόριο/κυκλοφορία στις μεταφορές ή τους κατώτερους εργαζόμενους στον κρατικό μηχανισμό κ.λπ. από την έννοια της εργατικής τάξης. Στη νέα μικροαστική τάξη ανήκουν, επίσης, επιστήμονες που εργάζονται ως αυτοτελείς επιχειρηματίες και δεν πληρώνονται με μισθό (αυτοτελείς δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί κ.λπ.).

Η ιστορική τάση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και η Αριστερά

Προς το τέλος του Πρώτου Τόμου του «Κεφαλαίου» (έκδοση 1975, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 667-668), ο Μαρξ υποστηρίζει ότι η ιστορική τάση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης είναι η απόλυτη συγκέντρωση του πλούτου στον πόλο του κεφαλαίου και της φτώχειας στον πόλο της μισθωτής εργασίας. Θα αρκεστούμε να επισημάνουμε ότι το αναλυτικό σχήμα του Μαρξ, απόλυτα ιδωμένο, δεν διαθέτει προοπτικά καμία θέση για τα μικροαστικά στρώματα: το μικρό μέρος τους θα ενταχθεί τελικά στην καπιταλιστική τάξη και το μεγάλο θα προλεταριοποιηθεί ή θα γίνει άνεργο. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος όπου ο Μαρξ στα πολιτικά του έργα (π.χ. στην «18η Μπρυμαίρ» ) είτε επισημαίνει τον αντιδραστικό ρόλο των μικροαστών μπροστά στον κίνδυνο να εξομοιωθούν με τους εργάτες είτε δεν πολυσχολείται μαζί τους. Ειδικά δε τους αγρότες μικροπαραγωγούς στην Γαλλία του 190υ αιώνα ,που τους θεωρεί στήριγμα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, τους αντιμετωπίζει ως μια μη αυτοτελή τάξη που αθροίζεται από ομώνυμα ποσά, όπως ένα σακί πατάτες κάνει ένα σακί πατάτες» (έκδοση από Θεμέλιο, 1978, σελ. 156). Όχι και πολύ κολακευτική η σύγκριση των μικρών αγροτών με τα σακιά πατάτες.

Όλη σχεδόν η μαρξιστική θεωρητική παράδοση (Β΄ Διεθνής και απαρχές της Γ’ Διεθνούς) ως ένα σημείο αντιμετωπίζει τους μικρομεσαίους αγρότες και τους μικρούς ελεύθερους παραγωγούς εν γένει ως ένα υπόλειμμα των προκαπιταλιστικών σχέσεων που όχι μόνο προορίζεται να εξαφανισθεί αλλά και πρέπει να εξαφανισθεί, για να λειτουργήσει πλήρως ο νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Ως μιαν τάξη πολύ αντιδραστικότερη από την καπιταλιστική τάξη, που είναι φορέας επιστημονικού και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού και ιδίως της κοινωνικοποίησης και συγκέντρωσης της παραγωγής – ιδίως στο μονοπωλιακό στάδιο.

Ιδίως, στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, τα σοσιαλιστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα, τουλάχιστον μέχρι την εποχή των Λαϊκών Αντιφασιστικών Μετώπων, όπου διευρύνθηκε σοβαρά η κοινωνική τους βάση, αυτοπροσδιορίζονταν ως στενά «εργατικά κόμματα», με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν εχθρικά σχεδόν τα ανεξάρτητα (μη μισθωτά) τουλάχιστον μικροαστικά και αγροτικά στρώματα. Κατά κάποιον τρόπο, η τροτσκιστική παράδοση συνέχισε στην ίδια κατεύθυνση και μέχρι σήμερα. Η αρνητική στάση των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων προς τον σοσιαλισμό , τουλάχιστον ως τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν οφειλόταν μόνο στην εχθρότητά τους προς την εργατική τάξη αλλά και στην εχθρότητα των εργατικών κομμάτων προς αυτά. Η στροφή τους στην Γερμανία προς τον ναζισμό πρέπει, στην ευρύτερη κατανόησή της, να μελετηθεί και από αυτήν τη διάσταση. Η εμπειρία της σοβιετικής υποχρεωτικής κολλεκτιβοποίησης του 1929-1933 σε σχέση με τον μικρό ανεξάρτητο αγρότη (και όχι αποκλειστικά τον «κουλάκο») πρέπει και αυτή να άσκησε μια αρνητική επίδραση στους ανεξάρτητους μικρούς αγρότες του αναπτυγμένου ιδίως καπιταλιστικού κόσμου.

Όμως, δεν είναι αυτή η μόνη όψη της Ιστορίας. Στην περιφέρεια του καπιταλισμού όχι μόνο οι μισθωτοί εργάτες και αγρότες αλλά πολύ ευρύτερα ανεξάρτητα αγροτικά και μικροαστικά στρώματα πήραν μέρος στις αντιιμπεριαλιστικές και σοσιαλιστικές επαναστάσεις, συμμεριζόμενα και τη δημοκρατική εθνικοαπελευθερωτική αντίληψη. Αυτό ισχύει στην δική μας Ιστορία και για το ΕΑΜ (βλ. ρόλο αγροτών, βιοτεχνών, δασκάλων, δημοσίων υπαλλήλων κ.λπ.). Χωρίς αυτά τα στρώματα, οι επαναστάσεις αυτές, αν γίνονταν αποκλειστικά και μόνο από την κλασσική εργατική τάξη, θα είχαν αποτύχει (βλ. και κινέζικη εμπειρία του 1927). Πέραν του ότι οι μικροί ανεξάρτητοι παραγωγοί στον καπιταλισμό δεν είναι ακριβώς μη εκμεταλλευόμενοι, αλλά υφίστανται μια έμμεση αλλά σοβαρή εκμετάλλευση από το τραπεζικό, εμπορικό και τοκογλυφικό κεφάλαιο (3).

Ο αδιάλλακτος αντι-μικροαστισμός στην σύγχρονη Αριστερά και αναρχία

Στο ελληνικό παρόν, ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς (συστημική ή μη) και του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου διακατέχεται από έναν ακραίο «εργατισμό» και μια αδιάλλακτα αρνητική στάση προς τα μεσαία στρώματα. Από τους «53» στον ΣΥΡΙΖΑ και τις δηλώσεις του Τσακαλώτου για τους μικροαστούς που πρέπει να μένουν στο Περιστέρι το πολύ ως την απόλυτα «εργατική» ταυτότητα του ΚΚΕ και ακόμη παραπάνω της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, ως τον μαχητικό αντι-μικροαστισμό των Αντίφα (που επιλέγουν ως κύρια παραδείγματα έκφρασης του κεφαλαίου τα κρεοπωλεία και τις ψησταριές), αναπτύσσεται ένας «εργατισμός» που δεν ενδιαφέρεται για την ύπαρξη και τις εκδηλώσεις της πραγματικής εργατικής τάξης, ελληνικής και ξένης, αλλά και αγνοεί όλη την ελληνική κοινωνική εξέλιξη, όπου ένα σημαντικό τμήμα των μεσαίων στρωμάτων συμπορεύθηκε με την εργατική τάξη κοινωνικοπολιτικά. Όπως επίσης αγνοούν παράλογα το ότι η υλική τάση προς την διασπορά της μικρής ιδιοκτησίας αφορά και την ελληνική τουλάχιστον εργατική τάξη, κάτι που είναι πιο πολύ μια θετική παρά μια αρνητική κοινωνική πραγματικότητα. Είναι, τελικά, αστείο αλλά οι αδιάλλακτοι «εργατιστές» είναι αυτοί που θέλουν να ολοκληρώσουν πλήρως την τάση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Ή εναλλακτικά, είναι μικροαστοί που μισούν τον ίδιο τον εαυτό τους.

Παραπομπές
1) Βλ. σε Σπ. Σακελλαρόπουλου, «Μετασχηματισμοί στη διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας 1991-2011», σε «Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου Έρευνας και Κριτικής», τ. 65/2016, σελ. 59-73.
2) Κυρίως σε Ν. Πουλαντζά (1974), «Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό», Αθήνα 1990, Θεμέλιο, σελ. 237 και επ. Το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ των τάξεων αναπτύσσεται και στον Τρίτο Τόμο του «Κεφαλαίου» από τον Μαρξ. Σημαντικό και το έργο του Π. Μπουρντιέ για την συμβολική εξουσία και κεφάλαιο.
3) Κ. Βεργόπουλου «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα», Αθήνα 1975, Εξάντας, σελ. 295 και επ., Κεφάλαιο «Δύσμορφος καπιταλισμός και αγροτικό ζήτημα στην νεοελληνική ιδεολογία».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!