Η πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ έγινε με το ορθό πολιτικό περιεχόμενο την κατάλληλη πολιτική στιγμή.
Με το ορθό πολιτικό περιεχόμενο γιατί εκφράζει τη σύνδεση μιας σημαντικής στιγμής της έρπουσας αντιδημοκρατικής εκτροπής με την προϊούσα ανθρωπιστική καταστροφή και εν όψει μέτρων που θα τη βαθύνουν περισσότερο. Την κατάλληλη πολιτική στιγμή, γιατί συναρτάται με την κρίση που διέρχονται οι πολιτικοί αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ευστοχία της πρότασης αναδείχθηκε ανάγλυφα μέσω της αντιμετώπισης που της επιφύλαξαν Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ: καμιά απάντηση επί του περιεχομένου, φτηνός συνδικαλισμός της κακιάς ώρας, οργανωμένη και συστηματική, αλλά αυτόχρημα γελοία, προσπάθεια να χρεωθεί η πρόταση στα δήθεν εσωτερικά προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για κλασική χειρονομία φροϋδικής απάρνησης: επειδή δεν μπορώ να αντιμετωπίσω τα δικά μου προβλήματα, τα χρεώνω στον άλλον. Μη πείθοντας ούτε τον εαυτό μου. Όσο περνούν οι μέρες, η ευστοχία της πρότασης κερδίζει σε εμβέλεια: διαγραφή Τζάκρη, δηλώσεις δυνάμει διαφοροποίησης μεμονωμένων βουλευτών της πλειοψηφίας, όξυνση της εσωτερικής κρίσης σε ΔΗΜΑΡ και Ανεξάρτητους Έλληνες, πρόταση Μπακογιάννη για «νέα κυβερνητική πλειοψηφία».
Τα παραπάνω πιστοποιούν ότι ο Σαμαράς είναι όλο και περισσότερο απομονωμένος. Η άνευ όρων πρόσδεση στον Βενιζέλο δεν τον βοηθά. Αντίθετα, τον απομονώνει τόσο στο εσωτερικό της Ν.Δ. όσο και σε σχέση με το «όλον ΠΑΣΟΚ» το οποίο βρίσκεται στα πρόθυρα της δικής του διάλυσης.
Όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο ότι ο πρωθυπουργός έχει χάσει κάθε αξιοπιστία απέναντι στους «εταίρους» αλλά και απέναντι στο «διεθνή παράγοντα» εν γένει. Η στάση τους φαίνεται να συνοψίζεται στη φράση «κάνε αυτό που ανέλαβες και μη μας ενοχλείς άλλο». Συνάγεται ότι οι «εταίροι» και ο «διεθνής παράγοντας» δεν πρόκειται να διευκολύνουν πολιτικά τον Σαμαρά σε τίποτε απολύτως.
Με αυτά τα δεδομένα, μόνο στήριγμα του Σαμαρά φαίνεται να απομένει ο σκληρός ακροδεξιός πυρήνας της Ν.Δ. και μόνη πολιτική του «διέξοδος» η καταστολή και η καλλιέργεια του φόβου με ακόμη πιο συστηματικό τρόπο – αλλά και όσο τον παίρνει σε σχέση με την κατάσταση που επικρατεί στη Ν.Δ. Υπό αυτήν τη στόχευση, οι προσπάθειες συσπείρωσης της Ακροδεξιάς πολλαπλασιάζονται. Ο Καρατζαφέρης βγήκε από τη ναφθαλίνη, ενώ η κατάσταση πνευμάτων που δημιουργήθηκε μετά τις δολοφονίες στο Ν. Ηράκλειο οικοδομεί προϋποθέσεις για το ξέπλυμα της Χρυσής Αυγής. Αυτό το ξέπλυμα έχει ήδη ξεκινήσει. Αλλά συναντά όρια τόσο λόγω της δικαστικής έρευνας που εξελίσσεται όσο και από το γεγονός ότι ένα ισχυρό τμήμα της Ν.Δ. δεν επιθυμεί τέτοιου είδους συνευρέσεις.
Παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο να προκύψει από την παρούσα Βουλή νέα κυβέρνηση υπό άλλο πρωθυπουργό. Αναγκαία προϋπόθεση είναι να δοθεί λίγη «προίκα» στη νέα κυβέρνηση από την Ευρώπη, «προίκα» που θα της εμφυσήσει κάποια πνοή ώστε να αποφευχθεί το πικρό ποτήρι των εκλογών τουλάχιστον για μερικούς μήνες. Αλλά η Ευρώπη δεν φαίνεται καθόλου πρόθυμη να προβεί σε τέτοιες χειρονομίες. Κι αυτό για πολλούς δικούς της λόγους. Κατά συνέπεια, το «ατύχημα» που θα προκαλέσει εκλογές «πρόωρα» γίνεται όλο και λιγότερο απίθανο. Να μην υποτιμήσουμε, εν προκειμένω, και το αίσθημα ανακούφισης που μπορεί να αποφέρει μια Αριστοτέλεια κάθαρση: «Επιτέλους, ας γίνει ό,τι είναι να γίνει. Ας νικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και βλέπουμε».
Στην ίδια κατεύθυνση πυκνώνουν οι ενδείξεις ότι όλο και περισσότεροι συμφιλιώνονται με την ιδέα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί σύντομα να κυβερνήσει. Τα σενάρια που απεργάζονται τα συναφή επιτελεία ενόψει αυτού του ενδεχομένου στηρίζονται στην ιδέα ότι η κυβέρνησή του ΣΥΡΙΖΑ είτε θα υποκύψει είτε θα καταρρεύσει υπό το βάρος των μεγάλων προβλημάτων που θα κληθεί να αντιμετωπίσει. Η πρώτη εκδοχή δεν συζητείται. Θυμίζουμε, μέρες που είναι, ότι η κορυφαία στιγμή του Πολυτεχνείου ήταν η άρνηση εκείνων που το είχαν καταλάβει να υποκύψουν στο τελεσίγραφο των τανκς και να εκκενώσουν το χώρο. Έμειναν μέχρι τέλους τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο. Το να μην πραγματοποιηθεί η δεύτερη εκδοχή, εξαρτάται από τον ελληνικό λαό. Και από μας.
* Ο Αριστείδης Μπαλτάς
είναι μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ