Λίγοι –είναι αλήθεια– αρθρογράφοι και αναλυτές τονίζουν το αυτονόητο: ότι δηλαδή τα στοιχεία που έχουμε και η πληροφόρηση που μας δίνεται (ιδιαίτερα σε περίοδο πολέμου) είναι ελλιπέστατα, έντονα προπαγανδιστικά, και χρειάζονται πάντα διασταυρώσεις και εκτιμήσεις πριν καταλήξει κάποιος σε ένα συμπέρασμα. Όμως αυτήν την ιδιαίτερη συνθήκη, της παραπληροφόρησης και της έως και υστερικής προπαγάνδας (ιδιαίτερα Δυτικής, όσο μας αφορά) δεν φαίνεται να την υπολογίζουν ακόμα και άνθρωποι που πασχίζουν να είναι από τη σωστή μεριά σε δύσκολα σταυροδρόμια.

Προκαλεί π.χ. απορία η βεβαιότητα με την οποία αποφαίνονται ότι ο ρόλος της Ρωσίας είναι σκέτα αμυντικός, και σε γενικές γραμμές αποδεκτός, όντας νόμιμη άμυνα έναντι της ΝΑΤΟϊκής-αμερικανικής περικύκλωσης. Αλλά μια τέτοια ανάγνωση μάλλον είναι απλουστευτική. Καταρχήν επειδή δεν έχουμε καν σαφή εικόνα για το ποια είναι η στρατηγική των βασικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα) γενικά, όσο και ειδικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, και ως πού σκέφτονται να προχωρήσουν. Είναι λάθος να θεωρήσουμε ότι όλα αρχίζουν ή τελειώνουν με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στα πεδία των μαχών.

Για παράδειγμα, ένας καλοπροαίρετος Ιταλός αναλυτής δηλώνει ξαφνιασμένος από την ταχύτητα, την αμεσότητα με την οποία όλες οι ευρωπαϊκές χώρες συντάχθηκαν με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και άλλαξαν τη στρατηγική τους (όπως έκανε η Γερμανία). Γιατί και πώς συνέβη αυτό, δηλαδή η γρήγορη και χωρίς πολλά-πολλά ευθυγράμμιση της Ευρώπης με τις ΗΠΑ, και η κατασκευή ενός «αντιπάλου» με τόσο ακραία χαρακτηριστικά στο πρόσωπο της Ρωσίας και του Πούτιν;

Ορισμένες σκέψεις

Εκκινώντας από αυτό το ερώτημα, μπορούν να διατυπωθούν ορισμένες σκέψεις. Η πρώτη: Το βάθος της πολυοργανικής κρίσης είναι τόσο μεγάλο και είναι τέτοια τα αδιέξοδα που δημιουργεί για τα βασικά κέντρα (μετά κι από το «λοκντάουν» μεγάλων τομέων της οικονομίας κατά τα δύο χρόνια της πανδημίας), ώστε οδήγησε σε όξυνση των αντιθέσεων, και συνακόλουθα στην ανάγκη κατασκευής ενός «αντιπάλου». Παράλληλα, στέκει η εκτίμηση-υπόθεση ότι σε ένα επίπεδο υπήρχε ένας προϊδεασμός ότι, αν προχωρήσει η Ρωσία σε εισβολή, η αντίδραση της Δύσης έπρεπε να πάρει τα χαρακτηριστικά που πήρε. Αυτό σημαίνει ότι στα βασικά κέντρα λήψης αποφάσεων και στρατηγικών (που δεν συμπίπτουν άμεσα με τις κυβερνήσεις και τα κόμματα, αλλά έχουν τρόπους να επιβάλλουν τη «γραμμή») ήταν όλοι ενήμεροι και προσανατολισμένοι. Δεν ξύπνησαν ένα πρωί και είδαν τον Πούτιν «σατανά και φαντάρο», οπότε τρόμαξαν γιατί θα κατακτούσε όλη την Ευρώπη και έτρεξαν να καλυφθούν υπό την αμερικανική πυρηνική ομπρέλα! Η τάση προς τον πόλεμο εμπλέκει όλα τα βασικά κέντρα του καπιταλιστικού κόσμου (Δύση, Κίνα, Ρωσία, Ιαπωνία κ.λπ.), και η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας είναι κάποια διέξοδος μέσα στην κρίση.

Δεύτερη σκέψη: και τα δύο άμεσα εμπλεκόμενα κέντρα (ΗΠΑ και Ρωσία) ήθελαν τον πόλεμο, ή τον προετοίμασαν. Όταν πριν δύο εβδομάδες είχαμε σαν τίτλο του Δρόμου το «Η θυσία της Ουκρανίας», εννοούσαμε ότι οδηγηθήκαμε να είναι η Ουκρανία το πεδίο ενός μπρα ντε φερ ανάμεσα σε δύο μεγάλες δυνάμεις, όπου εκεί θα χαράσσονταν οι νέες οριοθετικές γραμμές του νέου κόσμου υπό τους νέους συσχετισμούς. Αυτή η χώρα θα ήταν περίπου το καύσιμο της εισόδου σε μια νέα εποχή πολέμων και αναδασμών για την κυριαρχία και τον έλεγχο αγορών, δρόμων ενέργειας, στρατηγικών σημείων στην ευρασιατική περιοχή. Υπάρχει και το τραγικό στοιχείο: Μια χώρα διαλύεται (ίσως και να διχοτομηθεί), οι λαοί της βιώνουν όλες τις επιπτώσεις του πολέμου, και –μην το ξεχνάμε– ανοίγει ένας πόλεμος στην καρδιά της Ευρώπης που μπορεί να μετεξελιχθεί σε πόλεμο μεγάλο και καταστροφικό.

Τρίτη σκέψη: Στον πόλεμο της Ουκρανίας δεν υπάρχει άμεσα ένας επιτιθέμενος, π.χ. ΝΑΤΟ-ΗΠΑ-Δύση, και ένας αμυνόμενος, π.χ. Ρωσία του Πούτιν – ή το αντίστροφο. Αυτή θα ήταν μια καρικατουρίστικη εικόνα, όποια φορά κι αν δώσουμε στους δύο όρους. Στην Ουκρανία συγκρούονται δύο μεγαλοκρατικές στρατηγικές που θέλουν και τείνουν να αλλάξουν τον συσχετισμό σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν πρόκειται για πόλεμο που κάνει η Ρωσία για υπεράσπιση των Ρώσων πολιτών της Ουκρανίας, ούτε για πόλεμο που κάνει η κυβέρνηση Ζελένσκι για να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της Ουκρανίας με τη βοήθεια της Δύσης. Η Ουκρανία, δυστυχώς, είναι ο προθάλαμος της νέας εποχής στην οποία εισερχόμαστε και στην οποία συγκρούονται από τη μια οι δυνάμεις της Δύσης (για να αποφύγουν την αποδρομή και υποχώρησή τους στον διεθνή στίβο), κι από την άλλη οι αναδυόμενες δυνάμεις Κίνα και Ρωσία (που θέλουν να σπάσουν την αμερικάνικη κυριαρχία και να διαδραματίσουν αυτές έναν κυρίαρχο ρόλο).

Το πρόβλημα των προβλημάτων

Μιλάμε για την κίνηση και τις επιδιώξεις 3 μεγαλοκρατικών δυνάμεων με κοσμοκρατορικές φιλοδοξίες και δυνατότητες (εφόσον τα καταφέρουν). Αυτή η διάκριση έχει ένα μεγαλύτερο φορτίο από την κλασική διατύπωση «ιμπεριαλιστικές» χώρες ή κέντρα. Τέτοια μπορεί να είναι η Αγγλία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, ο Καναδάς, η Ε.Ε. κ.λπ. Αλλά καμία από αυτές τις χώρες δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο και να έχει την εμβέλεια των 3 κοσμοκρατορικών δυνάμεων. Αν ξεχαστεί αυτή η «μικρή λεπτομέρεια» τότε μπορεί να κουτσοστέκει το δίπολο «κάκιστη Δύση, όχι τόσο καλή Ρωσία, αλλά τους προκαλεί ρηγματώσεις, καιρός ήταν κάποιος να το κάνει…» (άσχετα αν διαλύει δια των όπλων μια χώρα και ρισκάρει –για ίδιον όφελος– ένα παγκόσμιο πόλεμο, που ίσως να τον θέλουν οι διακηρυγμένα «κακοί»).

Μια ελλιπής ανάγνωση των δυνάμει ρηγματώσεων και των μπλοκ που θα συγκρουστούν, καθώς και των σκληρών στρατοπεδεύσεων που συνεπάγονται οι πόλεμοι και το ψυχροπολεμικό κλίμα, αδυνατεί να συλλάβει και το πρόβλημα των προβλημάτων: τι μπορεί να γίνει από την πλευρά των λαών και των μικρών-ενδιάμεσων ή αδύναμων χωρών μπροστά στην προετοιμαζόμενη σύγκρουση; Έχει κάποιο λόγο ο ουκρανικός λαός; Έχει κάποιο νόημα η ανεξαρτησία της Ουκρανίας; Κι όπου «ουκρανικός» και «Ουκρανία» βάλτε μια σειρά από άλλες χώρες και λαούς, μέχρι να φτάσουμε και στην ελληνική περίπτωση. Η αστική τάξη της χώρας μας πήρε θέση: όλα για τη Δύση και το ΝΑΤΟ, διότι εκεί είναι η θέση μας και η σωστή πλευρά της ιστορίας. Όσοι διαφωνούν με αυτήν την επιλογή τι αντιλέγουν; Σκέτο να αποδυναμωθεί το ΝΑΤΟ και η Δύση έστω με τα κτυπήματα που ίσως της επιφέρει ο Πούτιν; Και μετά τι; «Τι;» για την Ελλάδα ως χώρα και για τον ελληνικό λαό; Πόσο βαραίνουν αυτά στη συνείδησή μας;

Τι έχουμε ανάγκη

Ως χώρα, θα μπορούσε να τεθεί ο στόχος (δεν είναι εύκολος) να αποκτήσουμε βαθμούς κυριαρχίας, να επιδιώξουμε την ουδετερότητά μας και να μην εμπλακούμε στον πόλεμο. Ως προς τον ελληνικό λαό, τα πράγματα είναι λίγο πιο δύσκολα: Τι θέλει, τι μπορεί και υπό ποιες προϋποθέσεις; Γι’ αυτά δεν νοιάζεται η αστική τάξη της χώρας, ούτε φυσικά ο Πούτιν και ο Μπάιντεν. Αλλά πόσο νοιάζονται όσοι τρέχουν να στοιχηθούν πίσω από μία από τις δύο πλευρές;

Η κατάργηση των δύσκολων προβλημάτων δεν είναι θέση. Είναι αποφυγή θέσης. Διότι υπάρχει η πεισματάρα πραγματικότητα: Ο Πούτιν δεν εισβάλει απλώς στην Ουκρανία. Έχει στενές σχέσεις με την Τουρκία και το Ισραήλ στην παρούσα κρίση, κι αυτές δεν είναι έξω από ένα κυνικό-ψυχρό δούναι και λαβείν. Γι’ αυτό η αντίθεση προς την ΝΑΤΟφροσύνη και την αντιρωσική υστερία, η καταγγελία των κυρώσεων και της εχθρικής στάσης της επίσημης Ελλάδας ενάντια στη Ρωσία, δεν πρέπει να εμποδίζουν τη σωστή εκτίμηση των στόχων που έχει και των μέσων που χρησιμοποιεί η ρωσική πολιτική στην περιοχή μας.

Η χώρα μας και ο λαός μας έχουν ανάγκη από ένα πνεύμα και μια πολιτική ανεξαρτησίας κι όχι υποτέλειας. Ουδετερότητας κι όχι δορυφοροποίησης από ισχυρούς. Υπεράσπισης της κυριαρχίας (εθνικής και λαϊκής) απέναντι σε όσους την υπονομεύουν ή την επιβουλεύονται.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!