του Δημήτρη Μπελαντή
Ρουμανία, Τουρκία, Γαλλία. Σε τρεις χώρες της συλλογικής Δύσης και του ΝΑΤΟ και σε δύο χώρες της Ε.Ε., έχουν συντελεσθεί τους τελευταίους μήνες αποκλεισμοί ηγετών πολιτικών κομμάτων και εκλογικών συνδυασμών και ουσιαστικά απαγόρευση καθόδου των κομμάτων και των σχηματισμών όπου αυτοί αναφέρονται στις εκλογές, προεδρικές ή βουλευτικές. Το όχημα είναι πάντοτε μια ποινική δίωξη κατά του αρχηγού κόμματος, η οποία ενεργοποιεί τον πολιτικό αποκλεισμό του.
Στη Ρουμανία, το Συνταγματικό Δικαστήριο ακύρωσε τον περασμένο Δεκέμβριο τον α΄ γύρο των προεδρικών εκλογών σε βάρος του νικητή Καλίν Γκεοργκιέσκου με το επιχείρημα της παράνομης υποστήριξής του στο Τικ-Τοκ από ρωσικούς ψευδείς λογαριασμούς. Στην συνέχεια αφού ασκήθηκαν εναντίον του διώξεις για σοβαρά αδικήματα (εγκληματική οργάνωση, απόπειρα ανατροπής της συνταγματικής τάξης κ.ά.), το Κεντρικό Γραφείο Εκλογών του απαγόρευσε στις αρχές Μαρτίου να μετάσχει στον επικείμενο β΄ γύρο. Η έφεση ή προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου απορρίφθηκε σε χρόνο ρεκόρ, εντός 24 ωρών.
Στην Τουρκία, συνελήφθη στις 19 Μαρτίου αιφνιδιαστικά ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) Εκρέμ Ιμάμογλου, βασικός διεκδικητής της εξουσίας έναντι του Ερντογάν, αφού πρώτα ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του για επίσης βαριές κατηγορίες, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, εκβιασμό, υποστήριξη της τρομοκρατίας κ.λπ. Πέρα από τις ποινές που ενδέχεται να του επιβληθούν και την πιθανή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, η φυλάκιση αποσκοπεί στην ηθική και πολιτική του εξόντωση.
Τέλος, η Γαλλία. Στη Μαρί Λεπέν, ηγέτρια της Εθνικής Συσπείρωσης, η οποία συγκέντρωνε ισχυρές πιθανότητες να είναι πρώτη στις προεδρικές εκλογές του 2027, επιβλήθηκε από γαλλικό ποινικό δικαστήριο ποινή φυλάκισης 4 ετών (δύο έτη με αναστολή και δύο με κατ’ οίκον περιορισμό) και, κυρίως, ως παρεπόμενη ποινή η πενταετής στέρηση του δικαιώματος εκλέγεσθαι με άμεση εφαρμογή. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα μπορεί να μετάσχει ως υποψήφια στις προεδρικές εκλογές του 2027, κάτι που πιθανότατα μειώνει σοβαρά τις πιθανότητες νίκης του κόμματός της. Ακόμη και η προσφυγή της πιθανότατα δεν θα έχει εκδικασθεί ως τις εκλογές του 2027. Το αδίκημα είναι η υπεξαίρεση ευρωκοινοβουλευτικών κονδυλίων. Στην πράξη, αυτό σχετίζεται με την πρακτική κονδύλια που δίνονται στα κόμματα για τις ανάγκες των ευρωβουλευτών τους να διοχετεύονται σε μη σχετικές δαπάνες του κόμματος στο εσωτερικό της χώρας, πρακτική που φαίνεται να είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη από πάρα πολλά κόμματα.
Προηγουμένως, πριν από αυτά τα τρία γεγονότα, είχε προηγηθεί μια μεγάλη κρατική εκστρατεία στις ΗΠΑ κατά την περίοδο 2021-2024 σχετικά με τη δίωξη του Ντόναλντ Τραμπ για πολλά και σοβαρά ποινικά αδικήματα, η οποία συνδεόταν και με την –τελικά ανεπιτυχή– προσπάθεια των Δημοκρατικών να τον αποκλείσουν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2024.
Από την απαγόρευση πολιτικών κομμάτων στην «απαγόρευση των πολιτικών ηγετών»
Το ζήτημα της απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων αποτελεί ένα παλαιό συνταγματικό πρόβλημα στην Ευρώπη και γενικότερα στις δυτικές δημοκρατίες. Σχετίζεται με την συζήτηση περί της μαχόμενης δημοκρατίας (militant democracy – Streitbare Demokratie), για το αν δηλαδή ένα δημοκρατικό καθεστώς οφείλει να παρεμβαίνει προληπτικά (πριν από την εκδήλωση βίαιης ανατροπής του) και να απαγορεύει τα κόμματα που σκοπεύουν τελικά να ανατρέψουν το πολίτευμα (*). Υποτίθεται ότι αυτή η συζήτηση ξεκινά από την Δημοκρατία της Βαϊμάρης όπου τα δύο «ακραία κόμματα» (Κομμουνιστικό και Εθνικοσοσιαλιστικό) ήθελαν την ανατροπή της. Η δημοκρατία, κατά την συζήτηση αυτήν, μπορεί να είναι είτε μαχόμενη ή αξιόμαχη (να απαγορεύει τους αντισυστημικούς αντιπάλους της) είτε αξιολογικά ουδέτερη, δηλαδή να δίνει σε όλους ανεξαιρέτως τη δυνατότητα να κατακτήσουν την λαϊκή ψήφο.
Πράγματι, σε ορισμένα δυτικά Συντάγματα, έχει τεθεί η δυνατότητα ευθείας απαγόρευσης των «αντισυστημικών κομμάτων». Στον Θεμελιώδη Νόμο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας του 1949, όπως έχει αναθεωρηθεί και ισχύει σήμερα, προβλέπεται κατά το άρθρο 21 παρ. 2 ως και 5 η δυνατότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου να απαγορεύει τα κόμματα που «σύμφωνα με τους σκοπούς τους ή την συμπεριφορά των υποστηρικτών τους» κατατείνουν στην ανατροπή της φιλελεύθερης-δημοκρατικής συνταγματικής τάξης. Επίσης, κατά το άρθρο 68 παρ. 4 του Συντάγματος της Τουρκίας σε συνδυασμό με το άρθρο 69 παρ.4 και 5,το Συνταγματικό Δικαστήριο μετά από αίτηση του Ανώτατου Εισαγγελέως μπορεί να αποφασίζει τη διάλυση ενός πολιτικού κόμματος αν η δράση και οι αρχές του αντίκεινται στη δημοκρατία και το κοσμικό κράτος, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στο κράτος δικαίου, στην ακεραιότητα και κυριαρχία της χώρας ή επιζητούν την εγκατάσταση δικτατορίας κάθε μορφής. Αντιθέτως, στα περισσότερα ευρωπαϊκά και δυτικά Συντάγματα (με τη συχνή εξαίρεση χωρών της Ανατολικής Ευρώπης που μπήκαν μετά το 1990 στο δυτικό σύστημα) δεν υφίσταται ρύθμιση απαγόρευσης κομμάτων. Ούτε στο γαλλικό Σύνταγμα του 1958, όπως ισχύει σήμερα, υφίσταται τέτοια πρόβλεψη απαγόρευσης κομμάτων. Ούτε και στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα δεδομένου ότι η διατύπωση του άρθρου 29 παρ.1 Σ ότι «η οργάνωση και δράση των πολιτικών κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» δεν συνοδεύεται από ρητές κυρώσεις, ενώ η αρχική διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάγματος που προέβλεπε ρητώς την απαγόρευση κατά το γερμανικό σύστημα δεν έγινε δεκτή στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή του 1975. Ζητήματα έχουν τεθεί τα τελευταία χρόνια α) με την περίπτωση που ένα κόμμα αποτελεί και εγκληματική οργάνωση (Χρυσή Αυγή) β) κυρίως, όμως, με την θεσμοποίηση διαδοχικά μιας εκτεταμένης δυνατότητας απαγόρευσης καθόδου στις εκλογές από τον Άρειο Πάγο με πολύ αόριστα κριτήρια και χαρακτηριστικά.
Όμως, πλέον, ο αποκλεισμός πολιτικών δυνάμεων από τις εκλογές, ιδίως στην Ευρώπη, έχει προσλάβει άλλα χαρακτηριστικά. Δεν πραγματοποιείται με την νομική εξέταση από ένα Ανώτατο Δικαστήριο της ιδεολογίας, της δράσης ή των χαρακτηριστικών του κόμματος αλλά επιλέγεται το «κόμμα-εχθρός» (ιδίως κόμματα που ετικετοποιούνται από την ηγεσία της ΕΕ ως «φιλορωσικά» ή «ακροδεξιά») και αποκλείεται ο ηγέτης του με βασικά ποινικά μέσα και διώξεις. Τα ποινικά αδικήματα μπορούν να είναι οικονομικά, κοινά ποινικά ή και ευθέως στρεφόμενα κατά του πολιτεύματος. Ενώ λοιπόν οι απαγορεύσεις παλαιού τύπου απέβλεπαν στη νομική αξιολόγηση της συστημικής ή μη φύσης του κόμματος ως δομής, οι νέες ποινικοποιούν και αποκλείουν προσωπικά τον ηγέτη του κόμματος, στερώντας το κόμμα από το κέντρο συμβολικής ισχύος του.
Αυτή η εξέλιξη δηλώνει και την αποπολιτικοποίηση των δυτικών πολιτικών συστημάτων αλλά, προφανώς, και μια ισχυρή τάση διάχυτου και χωρίς σαφή νομικά κριτήρια ολοκληρωτισμού και απεριόριστης χειραγώγησης των μορφών του Ποινικού Δικαίου.
* Βλ. σχετικά σε Karl Loewenstein “Militant Democracy and Fundamental Rights“ in American Political Science Review 1937 σελ. 417 και επ. , 638 και επ. Johannes Lameyer “Streitbare Demokratie”, Berlin 1978, Duncker und Humblot κ.π.α.