των Δημήτρη Στεμπίλη – Δέσποινας Γρηγοριάδου *.
Η θεσμική ιστορία της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα έως τη δεκαετία του 1980.
Η ιστορία των θεσμικών ανακατατάξεων της τοπικής αυτοδιοίκησης από την γέννηση του σύγχρονου ελληνικού κράτους μέχρι και σήμερα είναι μια ιστορία αντίρροπων δυνάμεων μεταξύ συγκεντρωτισμού και αποκέντρωσης, συγκρουσιακών συμφερόντων μεταξύ πολιτικο-επαγγελματικών ομάδων και ευρύτερων κοινωνικών και εθνικών ανακατατάξεων. Η ιστορία της τοπικής αυτοδιοίκησης του ελληνικού κράτους δεν ξεκινάει από την ίδρυσή του το 1830. Και αυτό γιατί σε όλη την ιστοριογραφία, αλλά και στα κείμενα διοικητικού δικαίου, οι αναλύσεις για την εξέλιξη του θεσμού δεν αποφεύγουν τη σύγκριση με τις ελληνικές κοινότητες και τον κοινοτισμό κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις πρώτες προσπάθειες τοπικής διοίκησης που έγιναν την περίοδο της ελληνικής επανάστασης. Ειδικότερα, το σύγχρονο Ελληνικό Κράτος στήριξε την αυτοδυναμία του στην κατάργηση των αυτόνομων κοινοτήτων έτσι όπως είχαν αναπτυχθεί κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην αφομοίωση τους σε ένα νέο και ενιαίο διοικητικό σύστημα με σκοπό να καμφθούν οι τοπικιστικές παραδοσιακές δυνάμεις που μπορεί να έθεταν σε κίνδυνο την ενότητα του νεοσύστατου κράτους.
Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι «χριστιανικές κοινότητες», όπως αναφέρονται, ήταν ισχυροί οργανισμοί που η κοινοτική τους ζωή είχε ως βάση το εθιμικό δίκαιο. Οι κοινότητες ήταν μια πολιτειακή οντότητα που οι επικεφαλής τους ασκούσαν πρωτογενή εξουσία. Οι τοπικοί άρχοντες αναφέρονταν ως γέροντες, δημογέροντες, άρχοντες, προεστοί, επίτροποι και στα τουρκικά κοτζαμπάσηδες. Ενδεικτικά για να κατανοήσουμε το μέγεθος της εξουσίας αυτών των τοπικών αρχόντων στην κοινοτική διοίκηση των ελληνικών πληθυσμών, αναφέρουμε ότι είχαν τη μέριμνα για την ανέγερση και τη συντήρηση ιερών ναών και διδακτηρίων, τη διαχείριση των κοινοτικών φόρων τους οποίους συνέλεγαν για λογαριασμό της κεντρικής οθωμανικής διοίκησης προβαίνοντας σε ενοικίαση των φόρων, τον κεφαλικό φόρο και το χαράτσι, την επιβολή ποινών και γενικότερα τις διευθετήσεις διαφορών και τη ρύθμιση της οικογενειακής κατάστασης ενός μέλους της κοινότητας, π.χ. τη διάλυση μνηστείας, τη λύση γάμου δια διαζυγίου, την παροχή διατροφής, τη σύσταση προίκας, υιοθεσίας κτλ.
Το 1797 ο Ρήγας Φεραίος εκδίδει το «πολίτευμά» του. Ο Ρήγας αντιλαμβάνεται συνολικά την ανάγκη όχι μόνο αντίστασης στον οθωμανικό ζυγό αλλά και αυτή της δημοκρατικής διοίκησης όταν θα έχει επιτευχθεί η ανεξαρτησία. Στο κεφάλαιο «Περί των Διοικητών και Πολιταρχικών Σωμάτων» ο Ρήγας καθορίζει το αιρετό αυτών των σωμάτων, την αρχή της νομιμότητας, τη δημοσιότητα των συνεδριάσεων και τη μερική και περιοδική ανανέωση των αιρετών και το προβάδισμα που θα έπρεπε να έχουν οι «συναθροίσεις» του λαού. Συγκεκριμένα στο άρθρο 78 αναφέρει:
«Είναι εις κάθε Πλάσαν (Πλάσα λέγεται 10, 12 ή και 15 χωριά μαζί) της Δημοκρατίας μια διοίκησις πολιταρχική.
Εις κάθε επαρχίαν μία διοίκησις μεσάζουσα ήγουν εις αυτή αναφέρονται αι περί αυτήν πολιταρχικαί διοικήσεις.
Εις κάθε επαρχίαν μία διοίκησις κεντρική, ήγουν εις αυτήν τοπαρχικαί διοικήσεις».
Τα άρθρα που κλείνουν το συγκεκριμένο κεφάλαιο αναδεικνύουν την ανάγκη εκλογής των διοικητών και των αξιωματικών, σύμφωνα με την ορολογία του Ρήγα, από τις συνελεύσεις και τις συναθροίσεις. Η διάρθρωση στην περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση που επιλέγει ο Ρήγας θέτει τα θεμέλια για μια πιο αποκεντρωμένη δημοκρατική και αυτόνομη αυτοδιοίκηση.
Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης 1821-1828 στις επαναστατημένες περιοχές του Μοριά και της Ρούμελης γίνονται προσπάθειες για την καθιέρωση θεσμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Με μια πρώτη ανάγνωση ο θεσμός των τοπικών διοικήσεων μεσούσης της επανάστασης εξυπηρετεί δύο βασικούς σκοπούς. Ο πρώτος είναι της συνέχισης του θεσμού των κοινοτήτων έτσι ώστε να μη θιγούν οι εξουσίες των προεστών και ο δεύτερος είναι η ενίσχυση του επαναστατικού αγώνα σε τοπικό επίπεδο. Ιδρύονται στην Πελοπόννησο η «Μεσσηνιακή Γερουσία» και οι «Εφορείες» ή «Επαρχιακές Δημογεροντίες» που υποκαθιστούν την τουρκική εξουσία και συνδράμουν την επανάσταση. Με πρωτοβουλία του Αλ. Μαυροκορδάτου τον Νοέμβριο του 1821 ιδρύεται ο «Οργανισμός Δυτικής Ελλάδος» και αργότερα η «Περιφερειακή Διοίκηση Ανατολικής Ελλάδος». Με τον «Οργανισμό της Πελοποννησιακής Γερουσίας», τη διοίκηση του χωριού αναλαμβάνουν ένας έως πέντε έφοροι και ισχύουν τοπικά συντάγματα και θεσμοί που βασίστηκαν στην τοπική παράδοση. Στις 12/30 Απριλίου 1822 δημιουργείται ο πρώτος οργανισμός των Ελληνικών Επαρχιών που περιλαμβάνει σαν πρώτο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης τις κωμοπόλεις και τα χωριά ως περιφερειακές μονάδες. Η διοίκησή τους γίνεται από ένα τριμελές όργανο, τη δημογεροντία που αποτελείται από τρία μέλη και εκλέγεται από τους κατοίκους της κοινότητας. Η ανάθεση όμως της διοίκησης της επαρχίας στην οποία ανήκουν αυτές οι περιφερειακές μονάδες δίνεται σε καθαρά κρατικό όργανο που αργότερα θα οδηγήσει στην κατάργηση των αιρετών διοικητών. Αυτή είναι μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς των κοινοτήτων. Είναι επίδραση από τη γαλλική διοικητική οργάνωση και έγινε με το επιχείρημα των αναγκών για μια πιο οργανωμένη διοίκηση σε συνθήκες επανάστασης. Στις 30 Μαρτίου 1823 καταργούνται τα τοπικά συντάγματα Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας, γεγονός που κινείται στην κατεύθυνση της κατάργησης της κοινοτικής διοίκησης, όπως αυτή είχε κληροδοτηθεί από την προεπαναστατική περίοδο.
Στις 13 Απριλίου 1828 δημιουργείται από τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, το σύστημα διοίκησης έκτακτων επιτροπών. Η τότε ελληνική επικράτεια διαιρέθηκε σε επτά τμήματα και το κάθε τμήμα είχε περισσότερες από μία επαρχίες. Η διαίρεση της κάθε επαρχίας γινόταν σε πόλεις-κωμοπόλεις και χωριά. Ο Καποδίστριας θεωρούσε ότι το αυτόνομο κράτος θα έπρεπε να διοικηθεί από μία ισχυρή κεντρική εξουσία μέχρι να μπορέσουν να εξελιχθούν οι θεσμοί. Στην ουσία ήθελε να είναι υπό κρατικό έλεγχο η συμπεριφορά των δημογερόντων. Στο πνεύμα αυτό η διοίκηση κάθε τμήματος ανατέθηκε σε έναν έκτακτο επίτροπο ο οποίος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα εντολοδόχο όργανο του κυβερνήτη που διόριζε της τοπικές διοικήσεις και επέβλεπε το έργο των δημογερόντων.
Με τον ερχομό του Όθωνα στην Ελλάδα το νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο θα διαιρεθεί διοικητικά σε νομούς και επαρχίες με το τρίτο Διάταγμα για τη διοίκηση της χώρας. Με τα άρθρα 16 και 17 του νόμου που αφορούσε τη διοικητική διαίρεση της χώρας, προβλέπονταν, εκτός από το νομάρχη και τον έπαρχο, αιρετά συλλογικά όργανα, όπως τα νομαρχιακά και επαρχιακά συμβούλια, που θα καταργούνταν αργότερα. Η εκλογή των μελών αυτών των συμβουλίων, ενός υποτυπώδους δευτέρου βαθμού αυτοδιοίκησης, γινόταν από τους διοικούμενους. Στις 27 Δεκεμβρίου 1833 γίνεται η πρώτη σημαντική διοικητική τομή. Εκδίδεται το διάταγμα «Περί συστάσεως των δήμων» το οποίο αποτέλεσε την βάση όσον αφορά το νομικό καθεστώς της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα. Εμπνευστής και σχεδιαστής του νόμου ήταν ο Maurer, επίλεκτο μέλος της βαυαρικής αντιπροσωπείας και της Αντιβασιλείας στην Ελλάδα. Κάθε χωριό που είχε τουλάχιστον 300 κατοίκους μπορούσε να σχηματίσει δήμο με δική του δημοτική αρχή. Το βασικό πλαίσιο που έβαζε ο Maurer στο συγκεκριμένο διάταγμα ήταν ένα συλλογικό όργανο βουλευόμενο όπως τα τοπικά συμβούλια και ένα μονοπρόσωπο εκτελεστικό (ο δήμαρχος). Ο Maurer στο σχεδιασμό του διατάγματος επηρεάζεται σαφώς από τους βαυαρικούς διοικητικούς θεσμούς, οι οποίοι με τη σειρά τους ήταν αποτέλεσμα του γαλλικού διοικητικού μοντέλου που εφαρμόστηκε στη Βαυαρία μετά την κατάληψή της από τον Ναπολέοντα. Το θεωρητικό μοντέλο ανάγεται επίσης και στον διανοητή του 19ου αιώνα Alexis de Toqueville. Ο δήμαρχος είναι ίσως η πιο σημαντική καινοτομία σε σχέση με τον κοινοτισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρόλα αυτά τα καθήκοντά του ταιριάζουν με αυτά των κοτζαμπάσηδων αφού αναλαμβάνει τα διοικητικά, αστυνομικά, ληξιαρχικά, εκλογικά, στρατολογικά, φορολογικά, ταχυδρομικά, λιμενικά κ.ά. καθήκοντα.
Όλες αυτές οι προσπάθειες και οι μεταρρυθμίσεις κινούνται στην κατεύθυνση της μίμησης των φιλελεύθερων θεσμών που επικρατούσαν στη δυτική και κεντρική Ευρώπη με βασικό προσανατολισμό έναν έντονο συγκεντρωτικό μηχανισμό. Φυσικά είναι διαχρονικά παρόντες οι υπολογισμοί πολιτικού χαρακτήρα ανάλογα με το ποιος βρισκόταν στην εξουσία την περίοδο της εκάστοτε μεταρρύθμισης. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι βασικός σκοπός τους ήταν η απομάκρυνση του λαού από την εξουσία. Ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν ότι γίνονται στο όνομα της πολιτικής και της εθνικής ενότητας. Οι κυβερνώντες αποπροσανατόλιζαν το λαό που διψούσε για περισσότερη δημοκρατία, με τα προσχήματα της Μεγάλης Ιδέας και της δυτικοποίησης του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Είναι ένας εκσυγχρονισμός που έρχεται «από τα πάνω». Η δύναμη της δημοτικής εξουσίας συγκεντρώθηκε στο δήμαρχο και οι εξουσίες που μπορούσε να έχει το δημοτικό συμβούλιο εξαφανίστηκαν. Με νόμο του 1840 ελαττώθηκε ο αριθμός των δήμων και των κοινοτήτων με σκοπό την μεγαλύτερη συγκέντρωση των εξουσιών στην κεντρική εξουσία. Στα 1843 ο Μακρυγιάννης αναφέρει: «… ήμουν πρόεδρος του Δημοτικού Συνβουλίου. Μαζώνεται όλο το Συνβούλιο και φκειάνομεν ένα ψήφισμα και λέγαμεν μ’ αυτόν τον τρόπον δεν διοικιώμαστε, με το “έτζι θέλω’’ του κάθε ενού, θέλομεν νόμους κατά τους αγώνες μας και θυσίες μας».
Το 1852 το Υπουργείο Εσωτερικών αποκτά ξεχωριστό τμήμα που αφορά τους δήμους, «το δημοτικόν». Το 1863 γίνεται κίνηση για μία μεταρρύθμιση του δημοτικού συστήματος του 1833. Η μεγαλύτερη αδυναμία του τρόπου λειτουργίας του δημοτικού συστήματος ήταν στην αυτονομία της διοίκησης. Ένα σημαντικό σχέδιο νόμου του 1863 που περιόριζε την εποπτεία από την κεντρική διοίκηση και προχωρούσε στη μεγαλύτερη αυτονομία και εκδημοκρατισμό των δήμων, δεν επικυρώθηκε. Με το άρθρο 105 προβλεπόταν η εκλογή των δημοτικών αρχών να γίνεται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία με σφαιρίδια. Το 1875 ο Τρικούπης παρουσίασε τρία σχέδια νόμου για την τοπική αυτοδιοίκηση. Το πρώτο αφορούσε τις νομαρχιακές επιτροπές, το δεύτερο τις κοινότητες και το τρίτο την τροποποίηση του νόμου για τους δήμους. Το πνεύμα και των τριών σχεδίων, που τελικά δεν εφαρμόστηκαν, ήταν η αποκέντρωση και η δημιουργία αιρετών αρχών. Το 1877 καταργείται η επαρχιακή διοίκηση και αναγνωρίζεται ο νομός ως νομικό πρόσωπο. Ο Δηλιγιάννης ως συντηρητικός πολιτικός καταργεί τα νομαρχιακά συμβούλια και επαναφέρει το 1891 τις επαρχιακές διοικήσεις για να ελέγχει καλύτερα τους δήμους. Το 1894 ο Τρικούπης αναρωτιέται δημόσια «και πότε οι παρ’ ημίν Δήμοι ήσκησαν τοιαύτην αυτοτέλειαν;» θέλοντας να στηλιτεύσει την πολιτική του Δηλιγιάννη, αλλά και να αναδείξει το ζήτημα του ελέγχου της αυτοδιοίκησης από την κεντρική εξουσία. Στις 7/1/1895 διοργανώνεται συλλαλητήριο ενάντια στη μεταρρύθμιση του Τρικούπη που θέλει να καταργήσει τα «διαπύλια τέλη» (1) αυξάνοντας τους κτηματικούς φόρους. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο συλλαλητήριο εναντίον αυτής της μεταρρύθμισης συμμετείχε και ο τότε πρίγκιπας και μετέπειτα βασιλιάς Κωνσταντίνος. Ο Γεώργιος Θεοτόκης και το Τρικουπικό κόμμα θα προσπαθήσουν να κάνουν κάποιες μεταρρυθμίσεις διοικητικού χαρακτήρα με στόχο την αποκέντρωση που όμως δε θα επιτύχουν. Το 1909 και το κίνημα στο Γουδί θα σηματοδοτήσουν την ανάγκη για αλλαγές στο πολιτικό σύστημα και στον τρόπο λειτουργίας των δήμων και των κοινοτήτων και ο Βενιζέλος στο λόγο του στις 5 Σεπτεμβρίου 1910 στην πλατεία Συντάγματος, στην πρώτη του εμφάνιση ως Ελλαδίτης πολιτικός, θα μιλήσει για την ανόρθωση στο «σύστημα δημοτικόν στηριζόμενον επί δήμου, ο οποίος…απέβη…εις όργανον καταδυναστεύσεως εις τας χείρας των φατριών».
Το 1835 η Ελλάδα είχε πληθυσμό 850.000 κατοίκους και 457 δήμους. Το 1911, λίγο πριν τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1912, είχε 2.631.952 κατοίκους και 445 δήμους. Ο εκσυγχρονισμός που επαγγέλθηκε ο Τρικούπης ως απάντηση στο έλλειμμα δημοκρατίας στην τοπική αυτοδιοίκηση δεν μπόρεσε –αν δεν το ενθάρρυνε– να χτυπήσει στη ρίζα του το πρόβλημα του συγκεντρωτισμού της εξουσίας, αλλά και των πελατειακών σχέσεων που αναπτύχθηκαν και άλωσαν το θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης σε όλο τον 19ο αιώνα.
Η μεγάλη αλλαγή ήρθε το 1912 όταν το κίνημα του αστικού εκσυγχρονισμού υπό την ηγεσία του Ελευθέριου Βενιζέλου οδήγησε στην κατάργηση των βαυαρικών δήμων και στην αντικατάστασή τους από χιλιάδες μικρές κοινότητες, με σκοπό την αποδυνάμωση των παραδοσιακών δυνάμεων οι οποίες είχαν διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό την κυριαρχία τους στους Δήμους. Ουσιαστικά, η πολιτική επιρροή περίπου 440 δημάρχων και ο σφικτός εναγκαλισμός τους με τους 340 βουλευτές εμπόδιζε την προσπάθεια εκμοντερνισμού του πολιτικού και διοικητικού συστήματος της χώρας και την αντιμετώπιση των τοπικιστικών συντηρητικών δυνάμεων από τη νέα κυβέρνηση. Με το νόμο ΔΝΖ΄ «περί συστάσεων δήμων και κοινοτήτων», ο αριθμός των αυτοδιοικητικών οργανισμών εκτοξεύτηκε στα τέλη του 1936 στις 6.000.
Η αύξηση του αριθμού τους και η μεταβολή ως προς τη διαχείριση της τοπικής φορολογίας με την μετάθεση της είσπραξης των εσόδων σε κρατικούς μηχανισμούς και την τελική εκμηδένιση της φορολογικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ οδήγησε στη δημιουργία μικρών θνησιγενών δήμων οι οποίοι βρέθηκαν σε μόνιμη εξάρτηση από τις κρατικές επιχορηγήσεις, με ό,τι αυτό σημαίνει για την περαιτέρω εξάρτηση των δημάρχων από το πολιτικό και κομματικό σύστημα. Η οικονομική δυσπραγία των ΟΤΑ οδήγησε νομοτελειακά και σε απώλειες αρμοδιοτήτων, από τις οποίες ιδιαίτερα σημαντική ήταν εκείνη της στοιχειώδους εκπαίδευσης που πέρασε στα χέρια της κεντρικής εξουσίας. Η σταδιακή αποψίλωση των αρμοδιοτήτων των ΟΤΑ από τις αποσυγκεντρωτικές κρατικές υπηρεσίες σε συνδυασμό με την οικονομική τους εξάρτηση από το κεντρικό κράτος βρήκε στο τέλος του πολέμου ένα αυτοδιοικητικό σύστημα αδύναμο και πολιτικά εξαρτώμενο από τη κυβέρνηση.
Οι διαμάχες μάλιστα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου πλήγωσαν ακόμα περισσότερο τις σχέσεις μεταξύ κεντρικού κράτους και τοπικής αυτοδιοίκησης με διωγμούς αντιφρονούντων αιρετών, πολλές καταχρήσεις σε βάρος της κρατικής εποπτείας και την όξυνση των τοπικιστικών παθών.
Οι νομοθετικές ρυθμίσεις που ακολούθησαν μέχρι και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1982 δεν προκάλεσαν κάποια σημαντική αναδιάρθρωση στο υπάρχον διοικητικό σύστημα. Ο πρώτος μεταπολεμικός Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας του 1954 προέβλεπε τη δυνατότητα κατάργησης ή προσάρτησης Κοινοτήτων η οποία προέκυπτε από την ανάγκη για την συνένωση πολλών και αναιμικών κατά κανόνα κοινοτήτων. Ωστόσο ποτέ δεν εφαρμόστηκε λόγω του πολιτικού κόστους και τοπικών αντιδράσεων. Παράλληλα λόγω της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης καθώς και της πτώσης των γεννήσεων, οι κοινότητες παρήκμαζαν δημογραφικά φτάνοντας πριν τη δικτατορία να έχουμε το 80% των 5.774 ΟΤΑ να είναι κάτω από 1.000 κατοίκους και να αντιπροσωπεύουν το 20% του πληθυσμού. Τελικά, οι ΟΤΑ έφτασαν να λειτουργούν ως τοπικά παραρτήματα της κρατικής διοίκησης με αιρετά όργανα που προσανατολίζονταν στη διαμεσολάβηση των τοπικών συμφερόντων ενώπιον της κρατικής εξουσίας η οποία κρατούσε στα χέρια της όλους του μοχλούς για την περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση. Μετά την πτώση της Χούντας, μια σειρά νομοθετημάτων στήριξαν μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού των ΟΤΑ, χωρίς όμως να αναμορφώσουν ριζικά το υπάρχον σύστημα. Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούσαν την ορθολογικοποίηση του συστήματος προσόδων με αξιοποίηση των τοπικών πόρων και το τεκμήριο αρμοδιότητας για όλες πλέον τις τοπικές υποθέσεις, κατοχυρώνοντας ένα μίνιμουμ πεδίο ευθύνης για τους ΟΤΑ.
Ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει την εποχή αυτή η αύξηση του «πολιτικού βάρους» των Δήμων στην πολιτική ζωή με την κατάληψη πολλών δημαρχιακών θέσεων από τις δυνάμεις του Κέντρου και της Αριστεράς, που έβγαλε την τοπική αυτοδιοίκηση από έναν γραφειοκρατικό απολιτικό ρόλο και της προσέδωσε ένα πιο δημοκρατικό και αγωνιστικό χαρακτήρα. Το χάσμα όμως μεταξύ κράτους και ΟΤΑ δεν σταμάτησε να βαθαίνει. Η συσπείρωση των δυνάμεων της αντιπολίτευσης μέσα από τους ΟΤΑ συνεχίστηκε και στη νεοπαγή Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία.
* Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι υποψήφιος διδάκτορας Σύγχρονης Ιστορίας & Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Paris 1 – Σορβόννη
* Η Δέσποινα Γρηγοριάδου είναι υποψήφια διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών στο University of Nottingham
(1) Διαπύλια τέλη: μορφή έμμεσης φορολογίας που επιβαλλόταν από τις δημοτικές αρχές στα προϊόντα που εισάγονταν στην περιοχή τους από άλλες περιοχές του ίδιου κράτους.
Βασική Βιβλιογραφία
– Γεώργιος Δ. Δημακόπουλος, Η διοικητική οργάνωσις κατά την ελληνικήν επανάστασιν 1821-1827, Αθήνα 1966.
– Γεώργιος Δ. Δημακόπουλος, Η διοικητική οργάνωσις της ελληνικής πολιτείας 1827-1833, Αθήνα 1970.
– Μιχαήλ Α. Δένδιας, Διοικητικόν Δίκαιον Διοικητική οργάνωσις, τόμος β΄, Παπαζήσης, Αθήνα 1966.
– Η αυτοδιοίκηση στην ελεύθερη Ελλάδα, επιμέλεια-παρουσίαση: Π. Παπαγιάννη, Από τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό στους «Κώδικες» της Αντίστασης, εκδόσεις Νέα Σκέψη, Αθήνα 1990.
– Κωνστ. Γ. Κατσαδώρος, Συμβολή εις την ανωτέραν βαθμίδα τοπικής αυτοδιοικήσεως – επαρχιακά και νομαρχιακά συμβούλια, Αθήνα 1978.
– Γιώργος Δ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση, οι ελληνικές Κοινότητες της τουρκοκρατίας, Νέα Σύνορα-Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1982.
– Μαριάνθη Γ.Α. Κοτέα, Τοπική διακυβέρνηση και αστικοποίηση: ο Εκσυγχρονισμός της Δημοτικής Διοίκησης στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Διόνικος, Αθήνα 2007.
– Γεώργιος Τόλιας, Διοίκηση και αυτοδιοίκηση, Θεσσαλονίκη 1979.
– Σπυρίδωνας Ι. Φλογαΐτης, Το ελληνικό διοικητικό σύστημα, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1987.
– Νικόλαος-Κομνηνός Χλέπας, Η πολυβάθμια αυτοδιοίκηση, Θεωρητικές αναζητήσεις και θεσμικές μεταμορφώσεις, εκδόσεις Σάκκουλα.
– Νικόλαος-Κομνηνός Χλέπας, Η τοπική αυτοδιοίκηση, εκδόσεις Σάκκουλα.
– Π. Χριστοφιλοπούλου, «Νομαρχιακή διοίκηση και αυτοδιοίκηση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 7, Μάρτιος 1996.