Τι δείχνουν μερικές πρακτικές εφαρμογές σε Βενεζουέλα, Βραζιλία και στο κρατίδιο της Κεράλα στην Ινδία
Της Marta Harnecker*
Πώς μπορούμε να πετύχουμε την πλήρη συμμετοχή όλων των ανθρώπων; Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε, στο μέγιστο βαθμό, ότι όλοι οι πολίτες και όχι μόνο οι αριστεροί και οι ακτιβιστές, θα δείχνουν ενδιαφέρον για τα κοινά; Πώς μπορούμε να πετύχουμε τη συμμετοχή στρωμάτων της μεσαίας τάξης στο πλευρό των λαϊκών στρωμάτων; Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι το συλλογικό συμφέρον θα υπερτερεί του ατομικού; Πώς μπορούμε να φροντίσουμε τις ανάγκες των φτωχότερων και απόκληρων και να αποπληρώσουμε τα χρέη που μας κληροδότησαν προηγούμενες κυβερνήσεις;
Έχω πειστεί ότι ο τρόπος να επιτευχθούν τα παραπάνω είναι μέσω αυτού που ονομάζουμε «αποκεντρωμένος συμμετοχικός σχεδιασμός». Δεν φθάσαμε στο συμπέρασμα αυτό μέσα από βιβλία και ακαδημαϊκές συζητήσεις, αλλά μέσα από τη μελέτη εμπειριών στην πράξη στο πεδίο των συμμετοχικών προϋπολογισμών και του συμμετοχικού σχεδιασμού, κυρίως στη Βραζιλία, τη Βενεζουέλα και το ινδικό κρατίδιο της Κεράλα.
Ολοκληρωτική συμμετοχή
Συχνά, διαδικασίες που υποτίθεται ότι είναι συμμετοχικές, περιορίζονται μόνο στη διαβούλευση. Αντί να προωθούν μία διαδικασία λήψης αποφάσεων από τους πολίτες, οι πολιτικοί περιορίζονται στο να ζητούν απλώς τη γνώμη τους. Σε τοπικό επίπεδο, οι πολίτες καλούνται να συμμετάσχουν σε ομάδες εργασίας όπου τους ζητείται η γνώμη τους για τις βασικές προτεραιότητες σε δημόσια έργα και υπηρεσίες στις κοινότητές τους. Μία ομάδα ειδικών συλλέγει τις πληροφορίες αυτές και οι εδικοί (κι όχι οι πολίτες) είναι αυτοί που αποφασίζουν ποια προγράμματα θα εφαρμοστούν. Αναμφίβολα, ακόμα και η προθυμία να ακούσεις τη γνώμη των πολιτών είναι ένα θετικό βήμα, αλλά είναι πολύ περιορισμένο.
Εμείς υποστηρίζουμε μία πιο ολοκληρωτική διαδικασία όπου οι ίδιοι οι πολίτες συζητούν και αποφασίζουν για τις προτεραιότητές τους και τις θέτουν σε εφαρμογή, χωρίς να απαιτείται η έγκριση σε ανώτερο επίπεδο. Στόχος μας είναι οι πολίτες να συμμετέχουν πλήρως στη διαδικασία σχεδιασμού, γι’ αυτό και την αποκαλούμε συμμετοχικό σχεδιασμό.
Για να πετύχουμε την πλήρη συμμετοχή των πολιτών πρέπει να ορίσουμε ως αφετηρία τα σχέδια μικρών κοινοτήτων, όπου οι συνθήκες ευνοούν περισσότερο τη λαϊκή συμμετοχή και να εφαρμόσουμε την αρχή ότι όλα όσα μπορούν να γίνουν σε κατώτερο επίπεδο πρέπει να αποκεντρώνονται στο επίπεδο αυτό.
Ασφαλώς δεν μιλάμε για μία άναρχη αποκέντρωση. Ιδανικός θα ήταν ο συνδυασμός ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου που θα ενσωματώνει κοινοτικά και δημοτικά σχέδια με σχέδια που έχουν αναπτυχθεί σε άλλα κυβερνητικά επίπεδα.
Η περίπτωση της Βενεζουέλας
Στη Βενεζουέλα ήταν σαφές πως ενισχύθηκε η λαϊκή συμμετοχή μέσω πρωτοβουλιών που πήρε ο Τσάβες για τη δημιουργία δημοτικών συμβουλίων και τη χορήγηση κονδυλίων σε αυτά για μικρά έργα. Αυτό δεν έγινε με δημαγωγικό τρόπο, με το κράτος να παρεμβαίνει για να καλύψει τις ανάγκες της κοινότητας. Αντίθετα, επιτεύχθηκε μετά από μία διαδικασία συμμετοχικού σχεδιασμού όπου τα μέλη της κοινότητας εφάρμοσαν αυτό που αποκλήθηκε «κοινοτικός κύκλος» και περιελάμβανε τα εξής στάδια: διάγνωση, διαμόρφωση ενός σχεδίου και προϋπολογισμού, εκτέλεση του έργου και έλεγχος της προόδου του.
Σίγουρα, κάθε κοινότητα έχει τις ιδιαιτερότητές της. Κάποιες διαθέτουν σημαντική παράδοση αυτο-οργάνωσης και αγώνα, εξού και έχουν διάφορες κοινοτικές οργανώσεις. Άλλες πάλι διαθέτουν μία ή δύο οργανώσεις, ενώ άλλες καμία. Μεταξύ των οργανώσεων που μπορεί να βρει κανείς σε μία κοινότητα είναι: επιτροπές Υγείας, ομάδες Πολιτισμού, αθλητικοί σύλλογοι, οργανώσεις γειτονιάς, περιβαλλοντικές ομάδες, σύλλογοι ηλικιωμένων, συνεταιρισμοί, μικρές επιχειρήσεις και άλλα. Καθεμία είχε το δικό της αντικείμενο.
Η ιδέα του προέδρου Τσάβες ήταν να δημιουργήσει μία οργάνωση που θα συνένωνε όλες αυτές τις οργανωτικές προσπάθειες σε ένα σώμα το οποίο με τη σειρά του θα λειτουργούσε σαν μια κοινοτική κυβέρνηση. Ονόμασε την οργάνωση αυτή «κοινοτικό συμβούλιο».
Ποιο είναι, λοιπόν, το καλύτερο εργαλείο για τη συνένωση των διαφορετικών αιτημάτων και οργανωτικών προσπαθειών μιας κοινότητας; Είναι η διαμόρφωση ενός και μόνο σχεδίου εργασίας με στόχο την επίλυση των πιο σοβαρών προβλημάτων της κοινότητας.
Η διαμόρφωση αυτού του ενιαίου πλάνου είναι λοιπόν ένα από τα βασικά καθήκοντα ενός κοινοτικού συμβουλίου. Πρώτο απαραίτητο βήμα είναι η συμμετοχική «διάγνωση» που δίνει τη δυνατότητα στους ίδιους τους πολίτες να αποφασίσουν ποια είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα της κοινότητάς τους. Ως προς τον καθορισμό των προτεραιοτήτων, γνώμη μου είναι ότι πρέπει να χρησιμοποιηθεί μία μέθοδος που ιεραρχεί εκείνα τα προβλήματα που η κοινότητα δεν είναι σε θέση να επιλύσει με δικούς της ανθρώπινους και υλικούς πόρους.
Ο καθορισμός ρεαλιστικών στόχων που μπορούν να επιτευχθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα και με την ενεργή συμμετοχή όσο γίνεται περισσότερων μελών της κοινότητας, συμβάλλει στην ταχύτερη υλοποίηση ενός προγράμματος, που σημαίνει ότι οι πολίτες βλέπουν γρήγορα αποτελέσματα, ανεβαίνει η αυτοεκτίμησή τους και περισσότερα άτομα αποκτούν κίνητρο για ενεργή συμμετοχή σε μελλοντικά έργα. Αντίθετα, όταν μία διάγνωση δεν προωθείται με τα κριτήρια αυτά, αντί να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή, η κοινότητα μένει με σταυρωμένα τα χέρια περιμένοντας ένα ανώτερο σώμα να δώσει λύσεις.
Είναι σημαντικό πιστεύω να τονίσουμε ότι στη Βενεζουέλα συζητήθηκε κατά πόσον αυτό το κοινοτικό σώμα θα έπρεπε απλώς να είναι το σύνολο των ηγεσιών των διαφόρων οργανώσεων που υπάρχουν σε μία κοινότητα ή να εκλεγούν οι εκπρόσωποι μέσα από μία συνέλευση πολιτών. Η δεύτερη εκδοχή επικράτησε διότι η πραγματικότητα είχε δείξει πως οι ηγεσίες πολλών από τις κοινοτικές οργανώσεις είχαν απομακρυνθεί από τη βάση που τις είχε εκλέξει. Οι εκλογές μέσω συνελεύσεων έδιναν τη δυνατότητα να διορθωθεί αυτό.
Κάθε μέλος του κοινοτικού συμβουλίου, εκλεγμένο από την κοινότητα, εκτελεί ένα διαφορετικό έργο, είναι όμως οι πολίτες που με τη συνέλευσή τους αναλύουν, συζητούν, αποφασίζουν και ψηφίζουν. Η συνέλευση είναι το υψηλότερο όργανο λήψης αποφάσεων της κοινότητας και οι αποφάσεις της είναι δεσμευτικές για το κοινοτικό συμβούλιο. Σε αυτό εδράζεται η λαϊκή κυριαρχία και εξουσία.
Συμπέρασμα
Όσο περισσότερο η συμμετοχική διαδικασία σχεδιασμού βασίζεται σε μεγαλύτερο αριθμό οργανωμένων κοινοτήτων σε έναν δήμο, η ανάπτυξή της θα είναι πιο ολοκληρωμένη. Η συμμετοχή των πολιτών είναι μεγαλύτερη όταν η διάγνωση των προβλημάτων και ο καθορισμός προτεραιοτήτων συντελείται σε πολύ μικρότερες συνελεύσεις.
Η συμμετοχή κοινοτήτων οργανωμένων στη βάση κοινοτικών συμβουλίων είναι η πιο απτή και πολύτιμη συμβολή της βενεζουελάνικης εμπειρίας, όχι μόνο στη διαδικασία διαμόρφωσης συμμετοχικών προϋπολογισμών σε κοινότητες με δημάρχους του Λαϊκού Κόμματος στη Βραζιλία, αλλά και στην εμπειρία αποκεντρωμένου συμμετοχικού σχεδιασμού στην Κεράλα.
Τέλος, έχω πειστεί ότι μία τέτοια διαδικασία σχεδιασμού μπορεί να διασφαλίσει ότι η κοινωνία, ως σύνολο και όχι μόνο μία ελίτ, διαχειρίζεται τον πλούτο της κοινωνίας και αρχίζει να τον αξιοποιεί προς όφελός της. Για τον λόγο αυτό πιστεύω ότι ο αποκεντρωμένος συμμετοχικός σχεδιασμός είναι ένα ζωτικό στοιχείο της νέας δημοκρατικής κοινωνίας που θέλουμε να οικοδομήσουμε.
* Η Marta Harnecker, γεννημένη το 1937, είναι Χιλιανή κοινωνιολόγος και ακτιβίστρια. Μετά τις σπουδές της δίπλα στον Λουί Αλτουσέρ στο Παρίσι, επέστρεψε στη Χιλή αλλά το πραξικόπημα του Πινοσέτ την οδήγησε στην εξορία. Στην Κούβα ίδρυσε το ερευνητικό ινστιτούτο Memoria Popular Latinoamericana (MEPLA). Έχει εκδώσει πάνω από 60 βιβλία μεταξύ των οποίων τα The Basic Concepts fof Historical Materialism και The Left after Seattle.
Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη