Της Αλίκης Βεγίρη.
Σε αντίθεση με μεταγενέστερο άρθρο της Le Monde (12/7) με τίτλο «Τα παιδάκια που μας κυβερνούν», στο οποίο η κλιμάκωση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη αποδίδεται στην ποιότητα των ηγετών της, χαρακτηρίζοντάς τους ανεύθυνους, δειλούς, αξιολύπητους και άσχετους, το Spiegel πάει πολύ μακρύτερα, με το να θέτει καθαρά και ξάστερα στο επίκεντρο της αδυναμίας χειρισμού της οικονομικής κρίσης όχι τα συγκεκριμένα πρόσωπα και την ηγεσία, αλλά το ίδιο το πολιτικό σύστημα, δηλαδή τη Δημοκρατία, στην οποία και αποδίδει τις ευθύνες για την ανάδειξη αυτών των ηγεσιών και για τα δεινά που αυτές επέσυραν.
Το σκεπτικό του αρθρογράφου Χέρφριντ Μίνκλερ, καθηγητή Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου, εκτυλίσσεται ως εξής:
«Η άσχημη εικόνα της Ευρώπης που προβάλλεται εσχάτως, είναι αποτέλεσμα της ανικανότητας των ελίτ. Φυσικά, στο φως αυτής της αποτυχίας των ελίτ δεν προξενεί καθόλου έκπληξη που ακούμε εκκλήσεις για τον εκδημοκρατισμό της Ευρώπης, μια και τώρα καλούνται οι πολίτες να πληρώσουν για τα προβλήματα που προξένησαν οι ελίτ. Εξ αυτού πολλοί πιστεύουν ότι οι πολίτες θα έπρεπε να είχαν περισσότερο λόγο στο πώς και από ποιους διοικείται η Ευρώπη. Όσο κι αν ακούγεται λογικό, σε καμιά περίπτωση δεν είναι έτσι, όπως φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Ακόμα και μετά τον εκδημοκρατισμό, αυτοί που θα κυβερνούν θα είναι οι ελίτ στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο. Η μόνη εναλλακτική που απομένει στους Ευρωπαίους πολίτες (στο βαθμό που θα μπορούσε να ονομαστεί έτσι), θα ήταν να αντιδράσουν στην εμφανή αποτυχία με το να τις καταψηφίσουν και να ψηφίσουν για τις αντιπολιτευόμενες ελίτ. Αν, όμως, αυτό θα αλλάξει τίποτε δραστικά, αποτελεί ανοιχτό ερώτημα, για το λόγο ότι η Δημοκρατία δεν οδηγεί αυτόματα στην εγκατάσταση ικανών ελίτ».
Ο αρθρογράφος, λοιπόν, διαπιστώνοντας ότι η δημοκρατία είναι ένα αναποτελεσματικό και αδιέξοδο σύστημα επιλογής ικανών ηγεσιών, ταυτόχρονα αντανακλά, με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο, και την αντίληψη περί της λαϊκής κυριαρχίας με την οποία, υποτίθεται, είναι συνυφασμένη η Δημοκρατία.
«Ωθώντας προς περισσότερο εκδημοκρατισμό», συνεχίζει ο αρθρογράφος, «είναι σαν να παίζεις ένα παράτολμο παιχνίδι το οποίο μπορεί να οδηγήσει στη διάλυση της Ευρώπης.
Αυτοί που βλέπουν τον εκδημοκρατισμό ως μια λογική αντίδραση στην κρίση, δεν έχουν πολυκαταλάβει το ρίσκο. Η δημοκρατία χρειάζεται συνθήκες οι οποίες, αυτή τη στιγμή, δεν υφίστανται στην Ευρώπη».
Εκτιμώντας δε, ότι είναι οι ελίτ αυτές οι οποίες διατηρούν τη συνοχή της Ευρώπης, αναρωτιέται, αν η υποστήριξη ενός περαιτέρω εκδημοκρατισμού, θα ενίσχυε ακόμα περισσότερο τις κεντρόφυγες τάσεις. Για να μη συμβεί λοιπόν αυτό, ένας τρόπος θα ήταν η ενίσχυση των ικανοτήτων και του πεδίου δράσης των ελίτ.
Δεν είναι μία μοναχική φωνή
Θα μπορούσε το εν λόγω άρθρο να ήταν μια μεμονωμένη ή και αιρετική περίπτωση μέσα στον ωκεανό απόψεων για το ρόλο των ελίτ και των τεχνοκρατών ή τη μορφή της δημοκρατίας στα άκρα του νεοφιλευθερισμού. Αλλά απ’ όσο φαίνεται και απ’ όσο διαισθανόμαστε, δεν είναι.
Εντελώς τυχαία, τις ίδιες πάνω-κάτω μέρες δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (10/7) και συνέντευξη του Σλαβόι Ζίζεκ σχετικά με τη μορφή της σύγχρονης δημοκρατίας και το εντεινόμενο σχίσμα ανάμεσα στη δημοκρατία και τον καπιταλισμό.
«Υπάρχει κάτι στο σύγχρονο καπιταλισμό που ωθεί προς αυτήν τη κατεύθυνση», λέει ο Ζίζεκ. «Η τάση είναι όχι τόσο προς την τυπική αναστολή της Δημοκρατίας, όσο προς την ουδετεροποίησή της: τείνουν να καταστήσουν τη Δημοκρατία ασήμαντη. Νομίζω ότι οι δημοκρατικοί μηχανισμοί δεν είναι πλέον επαρκείς για να αντιμετωπίσουμε τον τύπο των συγκρούσεων που διαγράφονται στον ορίζοντα. Οι συγκρούσεις αυτές φαίνεται να απαιτούν μια «κυβέρνηση ειδικών», πολύ αποφασιστική, που λέει τι πρέπει να γίνει και το κάνει γρήγορα πράξη χωρίς δεύτερη σκέψη. Πρόκειται όμως για μια πολύ θλιβερή έκβαση. Και πρόκειται για ένα αληθινά νέο φαινόμενο, για μια νέα εποχή θα έλεγα. Το ζητούμενο όμως δεν είναι να ασκήσουμε κριτική στη Δημοκρατία καθαυτή. Χρειάζεται να κατανοήσουμε πώς η δημοκρατία αυτοκαταστρέφεται και είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε τη δομική όψη του φαινομένου: δεν πρόκειται για τις αποφάσεις μεμονωμένων κάκιστων ηγετών, για την απληστία τους για εξουσία και άλλα παρόμοια. Είναι το ίδιο το σύστημα που δεν μπορεί να αναπαραχθεί με τρόπο αυθεντικά δημοκρατικό».
Αν για τον Καστοριάδη οι σύγχρονες δημοκρατίες δεν ήταν παρά «φιλελεύθερες ολιγαρχίες», σήμερα, στο στάδιο αυτό του πληγωμένου νεοφιλελευθερισμού, ο επιθετικός προσδιορισμός «φιλελεύθερος» καθίσταται στην πράξη πλέον άκυρος. Και ο μετασχηματισμός αυτός είναι όντως ορατός. Οι ελίτ ολοένα και απομακρύνονται από το λαό, κι ενώ συμβαίνει αυτό, κατ’ αντίστροφη φορά, οι ελίτ καθίστανται ολοένα και λιγότερο νομιμοποιημένες απ’ ένα λαό από τον οποίο έχουν στερήσει κάθε θεσμική δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης και ελέγχου, πέραν του ανά τετραετία καθιερωμένου προσκυνήματος στην «κάλπικη» κάλπη. Η αποστροφή καθίσταται αμοιβαία και το σχίσμα βαθαίνει.
Η καθαρή πλέον μετατόπιση προς την εγκαθίδρυση ενός νέου πολιτικού όντος, όπως προκύπτει από τη σύμφυση της τριπλέτας «πολιτικός-τεχνοκράτης-κεφαλαιοκράτης», σε ένα αξεδιάλυτο μόρφωμα, αποτυπώνεται και στην αναδιοργάνωση του χώρου της ανώτατης παιδείας, με τη στροφή από το μεταπολεμικό δόγμα της μαζικής εκπαίδευσης, στην εκπαίδευση των ολίγων, αυτών δηλαδή που θα έχουν τη δυνατότητα να αναπαράγονται σε υψηλής προστιθέμενης αξίας ιδρύματα με υψηλό κόστος φοίτησης, λόγω διδάκτρων και προϋποθέσεων.
Κι ενώ οι λαοί πασχίζουν με τα πενιχρά εργαλεία τους να φτιάξουν την Ευρώπη των λαών, οι ελίτ είναι ήδη στα σοβαντίσματα της δικής τους Ευρώπης.