Μακριά από τους πολιτικο-ιστορικούς στοχασμούς, που είχε θέσει ο ΝΕΚ (Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος), μέσω μπρεχτικής σκηνοθετικής αποστασιοποίησης, το αποκαλούμενο ελληνικό «γουίρντ» σινεμά μεταχειρίζεται εκ νέου την αποστασιοποίηση, για να αρθρώσει μέσα από την ψυχολογική της κυρίως διάσταση, μια κριτική ματιά στις παθογένειες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, με επίκεντρο οικογένεια και διαπροσωπικές σχέσεις.
Σχολιάζοντας την απάθεια και την έλλειψη συμπόνιας, ως συμπεριφορές που έχουν παγιωθεί στη νέα γενιά, ο πρωτοεμφανιζόμενος 37χρονος Χρήστος Νίκου, εμφανώς επηρεασμένος από την αισθητική και σεναριακή προσέγγιση τού εδώ και μια δεκαετία ελληνικού «γουίρντ» σινεμά, στη δραματική, παράλογων κωμικών εκφάνσεων ταινία του «Μήλα», που επιλέχθηκε ως η φετινή ελληνική πρόταση των Όσκαρ, επιχειρεί να διερευνήσει κατά πόσο η μνήμη διαμορφώνει την ταυτότητα. Οι λειτουργίες μνήμης-λήθης αναμειγνύονται με το σοκ της απώλειας και τη διαχείριση του πένθους, σε μια γενιά που έμαθε να ερωτεύεται με πρότυπο κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εικόνες, διατηρώντας σε απόσταση τον «άλλον».
Με το ξέσπασμα περίεργης επιδημίας απώλειας μνήμης, ολοένα και πληθαίνουν τα κρούσματα, καταλήγοντας στο νοσοκομείο. Ανήμποροι οι γιατροί επιχειρούν να επανεντάξουν στην κοινωνία τους πάσχοντες, εγκαινιάζοντας το νέο πρόγραμμα «για μια νέα ταυτότητα». Ο ανώνυμος σαραντάρης πρωταγωνιστής (Άρης Σερβετάλης), γέννημα-θρέμμα μιας κοινωνίας που βυθίζεται ολοένα στη λήθη και στη βουβαμάρα, αποκοιμιέται βράδυ στο λεωφορείο και φτάνοντας στο τέρμα, διαπιστώνει πως δεν θυμάται ποιος είναι. Δίχως όνομα και ταυτότητα, στο νοσοκομείο καταχωρείται ως αγνώστων στοιχείων και καταντά στα «αζήτητα». Το μόνο που τον ευχαριστεί είναι να τρώει τραγανά κόκκινα μήλα. Η υπεύθυνη γιατρός (Άννα Καλαϊτζίδου) τού προτείνει να συμμετάσχει στο πρόγραμμα «νέα αρχή, με νέες αναμνήσεις». Του παρέχουν διαμέρισμα, του αφήνουν χρήματα και πλήθος κασέτες με προφορικές εντολές του επικεφαλής γιατρού (Αργύρης Μπακιρτζής), που τον καθοδηγεί να φωτογραφίζει με πολαρόιντ ό,τι του λένε να κάνει και να τοποθετεί τις φωτογραφίες σε άλμπουμ. Έτσι, ο πρωταγωνιστής φωτογραφίζεται να κάνει ποδήλατο, να βουτάει σε πισίνα από ψηλά ακόμα και να επισκέπτεται απρόθυμα στριπτιζάδικα. Στη δραστηριότητα «πάω σινεμά», μια κοπέλα (Σοφία Γεωργοβασίλη) σε αντίστοιχη περίπτωση, του ζητάει να την φωτογραφήσει μπροστά από την αφίσα της ταινίας. Περπατούν παρέα συζητώντας, την βοηθάει να οδηγήσει ξανά και διασκεδάζουν χορεύοντας σε μπαρ. Το πρόγραμμα επανένταξης περιλαμβάνει και τη φροντίδα ετοιμοθάνατων ηλικιωμένων και ένας από αυτούς δηλώνει πως πεθύμησε σπιτικό γλυκό. Στην κηδεία του, ο πρωταγωνιστής περιηγείται στο νεκροταφείο, αφήνοντας υπόνοια μήπως η λήθη προήλθε από σοκ πένθους. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τι γεύση έχουν τα μήλα ή κάποιο σπιτικό γλυκό; Σχετίζονται γεύση και μνήμη;
Η σχολαστική αποτύπωση καθημερινών στιγμών μέσα από φωτογραφίες, ως εμπειρίες ζωής, έστω και μη βιωμένες, ενδεχομένως στιγματίζει τη σημερινή διαδεδομένη καταγραφή «σέλφι» με κινητά και την ανάρτησή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ χαρακτηριστική της επικρατούσας νοοτροπίας είναι και η οδηγία για ευκαιριακή ερωτική περιπέτεια, με σκοπό να «χρησιμοποιηθεί» ο παρτενέρ για φωτογράφηση.
Μεταξύ μπεκετικού παράλογου και υπερρεαλιστικής παραβολής, δυο «λανθιμικοί» ηθοποιοί της νέας γενιάς, οι Σερβετάλης (Κινέττα/2005) και Καλαϊτζίδου (Κυνόδοντας/2009), συναντούν τη γενιά του αρχιτέκτονα-τραγουδοποιού με την χαρακτηριστική βραχνή φωνή Αργύρη Μπακιρτζή, τον κατεξοχήν ηθοποιό-φετίχ των τρυφερά αστείων παρεΐστικων και σουρεαλιστικών ταινιών του Σταύρου Τσιώλη (1937-2019). Απαλλαγμένοι από ρεαλιστικές ερμηνείες, οι εξαιρετικοί πρωταγωνιστές υιοθετούν συγκρατημένες εκφράσεις, με λιγοστούς διαλόγους, επικεντρώνοντας στις κινήσεις. Ο πρωταγωνιστής περπατάει στις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, αγέλαστος, ως άλλος Μπαστερ Κίτον, αδέξιος και με κοντύτερα παντελόνια για το ύψος του, ως άλλος Ζακ Τατί, ενώ ως ταλαιπωρημένος Οδυσσέας, που επιχειρεί να επιστρέψει διακαώς στην πατρίδα-μνήμη, αναγνωρίζεται από το πιστό σκυλί του γείτονα, θέτοντας σε αμφισβήτηση, με την άρνησή του να το χαιρετήσει, την ακούσια ή εκούσια(;) αμνησία του. Σοβαρός και σε σύγχυση, με κοντά μαλλιά, γκριζωπούς κροτάφους και γένια, η λεπτεπίλεπτη ευγενική φυσιογνωμία του ανακαλεί πορτραίτο του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου.
Μερικές κωμικές σκηνές ενισχύουν τον αυτοσαρκασμό, στα όρια γελοιότητας. Ο πρωταγωνιστής κάνει ποδήλατο, σε παιδικό ποδηλατάκι, ενώ μεταμφιεσμένος σε αστροναύτη για μασκέ πάρτι, μετακινείται με επιβραδυμένες κινήσεις, σαν να ίπταται χαμένος στο διάστημα, σκηνή εξαιρετικής κινησιολογίας, που υποδηλώνει πως βρίσκεται στο δικό του κόσμο. Η αμφίεση αστροναύτη, φορτισμένη να συμβολίζει απομόνωση και μοναξιά, ανακαλεί τη γαλλική ταινία «Άσφαλτος» (2015/Σαμουέλ Μπεντσετρίτ), ενώ στα «Μήλα» απολαυστικό είναι και το στιγμιότυπο όπου ο πρωταγωνιστής-αστροναύτης, με την κάσκα παραμάσχαλα, παραμένει αδιάφορος, παρά την εκρηκτική αισθησιακή γυναικεία παρουσία, με την εφαρμοστή γυαλιστερή στολή της Κατγούμαν, που κάθεται δίπλα του.
Απάθεια, μη συμμετοχή, στυγνή παρατήρηση και καταγραφή εκφράζονται μέσα από σταθερά πλάνα, που συμπληρώνονται με τους εκτός κάδρου ήχους, όπως ο περιοδικός χτύπος στην αρχή, που ανοίγοντας το πλάνο αποκαλύπτεται πως ο πρωταγωνιστής χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο. Αντίστοιχα, ο εκτός κάδρου ήχος επίμονης κόρνας υποδηλώνει τρακάρισμα, με τους πρωταγωνιστές να φωτογραφίζονται μπροστά από το τρακαρισμένο αμάξι και στη συνέχεια να το παρατούν, επιστρέφοντας πεζοί. Οι έννοιες «μιας χρήσης», «αγνώστων στοιχείων», όσο και «στα αζήτητα» υποδηλώνουν μια κατάσταση δίχως παρελθόν και ρίζες, όπως και του πρωταγωνιστή, ενισχύοντας την έννοια του δυσλειτουργικού ήρωα, όπως τη λάνσαρε το «γουίρντ» σινεμά.
Στα χνάρια των δυσλειτουργικών χαρακτήρων του «γουίρντ», ο πρωταγωνιστής του Νίκου εκπροσωπεί μια άτολμη γενιά που αξιολογείται με τεστ μνήμης και χρειάζεται οδηγίες χρήσης για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής και τις διαπροσωπικές σχέσεις, όπως στις ταινίες «Attenberg» (2010/Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη), «Οι Άλπεις» (2011/ Γιώργος Λάνθιμος), «Ο Οίκτος» (2018/Μπάμπη Μακρίδη). Μεταξύ απάθειας και ανωριμότητας, σύγχυση και παράδοξο ενισχύονται στο «γουίρντ» μέσα από ένα παιχνίδι λανθασμένης χρήσης λέξεων, εννοιών και αριθμών, ενώ σε απόλυτη ασυνεννοησία, ο πρωταγωνιστής αδυνατεί να καταλάβει τι εννοεί η κοπέλα που πηγαίνοντας στην τουαλέτα, τον προτρέπει, όλο νόημα, να την ακολουθήσει…
Χαρακτηριστικό του «παράτερου» και «λανθασμένου» είναι και το λάθος συνταίριασμα της μουσικής στις εικόνες που ζητούν στον πρωταγωνιστή να συνδέσει. Σε πλήρη αποτυχία της ανάμνησης κυρίαρχων στερεοτύπων, πασίγνωστη μελωδία χριστουγεννιάτικου συνταιριάζεται με εικόνα νεόνυμφων, ενώ η μελωδία της «Λίμνης των Κύκνων» με Μεξικάνο κιθαρίστα με σομπρέρο. Πάνω σε αυτό λειτουργεί και η στερεοτυπική χρήση μελωδιών και τραγουδιών, θυμίζοντας και τον «Κυνόδοντα» (2009/Λάνθιμος). Έτσι, η θλίψη του πρωταγωνιστή αρχικά εκφράζεται με τη θλιμμένη μπαλάντα των Σάιμον και Γκαρφάνκελ «Scarborough fair», στην εκδρομή ακούει και σιγοτραγουδάει τη μπλουζ επιτυχία «Sealed with a kiss», στο μπαρ χορεύει με κέφι το «Let’s twist again». Στη σκηνή στην πισίνα ακούγεται το «Άβε Μαρία» (Μπαχ/Γκουνώ), ίσως ως αναφορά και στην ταινία «Το Τετράγωνο» του (2017/Ρούμπεν Έστλουντ), ενώ επιδημία που προκαλεί απώλεια μνήμης υπάρχει και στην ταινία «Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης» (1991/Φρίντα Λιάππα).
Ουσιαστικά οι αμνησιακοί πρωταγωνιστές στα «Μήλα» επαναπρογραμματίζονται να ξαναμάθουν τη λησμονημένη λειτουργία των στερεοτύπων σε μια «νέα ζωή με νέες αναμνήσεις» που τους επανεκπαιδεύει στην κυρίαρχη κουλτούρα. Στο σινεμά βλέπουν την κλασική καλτ ταινία τρόμου «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι» (1974/Τόμπι Χούπερ), ενώ η κοπέλα αφηγείται αμυδρά την ιστορία της οσκαρικής ταινίας «Τιτανικός» (1997/Τζέιμς Κάμερον).
Η πρωτότυπη μουσική του Αλέξανδρου Βούλγαρη-The Boy επικεντρώνεται να ανιχνεύσει εσώτερες πτυχές του πρωταγωνιστή, υπογραμμίζοντας με πιάνο ή έγχορδο στιγμές θλίψης ή σύγχυσης, ενώ η ηλεκτρονική-ποπ μουσική του απογειώνεται ως άκουσμα σε μπαρ.
Στην ταινία ανιχνεύεται μια εγωκεντρική γενιά μορφωμένων μικροαστών που είχε πολλά, επειδή οι προηγούμενοι τα διεκδίκησαν, έχασε τα περισσότερα, αδιαφορώντας για όσα θα βρουν οι επόμενοι και φορτώθηκε με ψυχώσεις, εμμονές και λαβωμένο ερωτισμό. Λησμονώντας ιστορία και παραδόσεις, παρουσιάζεται δίχως πρωτοβουλίες και οράματα, αναζητώντας «νέα» ταυτότητα σε μια ομοιογενοποιημένη και εμπορευματοποιημένη κυρίαρχη κουλτούρα, που φόρεσε το μανδύα του εναλλακτικού, οδεύοντας προς μια απατηλή ομφαλοσκόπηση, που καταλήγει στη μονότονη κοινοτυπία και την ανελευθερία.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]