Ό,τι «απέμενε» από το νεκροταφείο των Ελλήνων του χωριού Τσερνοπόλιε της Κριμαίας, που εκτοπίστηκαν στη Βνιέρχιαγια Κβάζβα, βαθιά στα δάση των Ουραλίων…
(φωτό Στ. Ελληνιάδη)
Δεν είχε ακόμα ξημερώσει όταν έφτασαν τα φορτηγά αυτοκίνητα στο μικρό χωριό. Πόρτα-πόρτα, οι άντρες της ασφάλειας που είχαν αναλάβει την αποστολή ξυπνούσαν τους κατοίκους και τους ανακοίνωναν ότι υπήρχε εντολή να μεταφερθούν προσωρινά αλλού. Είχαν πολύ λίγη ώρα για να ντυθούν, να πάρουν τα παιδιά τους και να βοηθήσουν τους ηλικιωμένους να ετοιμαστούν. Παρ’ όλο το ξάφνιασμα και το ζόρι μιας τέτοιας αναπάντεχης και βίαιης αναστάτωσης, όλοι συμμορφώθηκαν και επιβιβάστηκαν άρον-άρον στα φορτηγά. Ο πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη. Ήταν 27 Ιουνίου 1944. Τα γερμανικά στρατεύματα, μετά την ήττα τους στο Στάλινγκραντ, υποχωρούσαν αργά-αργά προβάλλοντας σθεναρή αντίσταση στους μαχητές του Κόκκινου Στρατού που έχοντας ανατρέψει ριζικά την ισορροπία δυνάμεων είχαν περάσει στην αντεπίθεση. Από το Φεβρουάριο του 1943, που οι Γερμανοί παραδόθηκαν στις όχθες του Βόλγα, χρειάστηκαν άλλα δύο χρόνια και τρεις περίπου μήνες αμφίρροπων συγκρούσεων μέχρι να καταρρεύσουν ολοκληρωτικά οι ναζί και να μπουν τα σοβιετικά στρατεύματα νικηφόρα στο Βερολίνο. Από το χωριό, οι Ρουμάνοι στρατιώτες, τους οποίους οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει εκεί για φρουρά κατά την προέλασή τους, είχαν αναχωρήσει οπισθοχωρώντας μαζί με τον όγκο των ναζιστικών στρατευμάτων τον Απρίλη του 1944. Στις βδομάδες που ακολούθησαν, οι χωρικοί ήξεραν ότι δεν είχε τελειώσει ο πόλεμος και είχαν επίγνωση των κινδύνων. Τα νέα από τα διάφορα μέτωπα όπου μαίνονταν οι μάχες σώμα με σώμα δεν επέτρεπαν εφησυχασμό. Γι’ αυτό, όταν εκείνο το δραματικό πρωινό οι εντεταλμένοι των σοβιετικών αρχών χτύπησαν τις πόρτες τους, ανταποκρίθηκαν στις εντολές τους νομίζοντας ότι θα μεταφέρονταν για λίγο καιρό σε κάποιο ασφαλέστερο σημείο. Γι’ αυτό παράτησαν τα νοικοκυριά τους φορώντας τα καλοκαιρινά τους ρούχα και χωρίς να πάρουν όλα τα χρειώδη για ένα μακρινό και δύσβατο ταξίδι. Εξάλλου, οι άντρες τους, πατέρες, σύζυγοι και αδέρφια, βρίσκονταν στο μέτωπο, πολεμώντας στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού. Άλλοι έσκαβαν χαρακώματα στη Σεβαστούπολη και άλλοι έκαναν σαμποτάζ με τους παρτιζάνους στα μετόπισθεν των φασιστικών δυνάμεων εισβολής. Κουμάντο στο χωριό έκαναν οι γυναίκες. Μ’ εκείνο το ξεσήκωμα, 619 νοματαίοι, όλοι Ρωμιοί, πήραν εν αγνοία τους το δρόμο για το άγνωστο μέλλον στα δάση και τα ποτάμια της Σιβηρίας, στα Ουράλια όρη.
Το ίδιο το συμβάν έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον από ιστορική, πολιτισμική, πολιτική και εθνική πλευρά. Αλλά εξίσου εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν όλα τα «συμβάντα» που συνθέτουν την προσωπικότητα της ελληνικής κοινότητας του Τσερνοπόλιε, στην Κριμαία, τα πριν και τα μετά, στα τελευταία διακόσια χρόνια που υπάρχουν επαρκή στοιχεία, ντοκουμέντα και μαρτυρίες, για τη συνθέσουν.
Με το ταξίδι στα Ουράλια ολοκληρώνεται η έρευνα και καταγραφή που άρχισα πριν από είκοσι χρόνια για την ιστορία και τον πολιτισμό των Ελλήνων του Τσερνοπόλιε, στη Μαύρη Θάλασσα. Με την Ειρήνη Ζέκοβα, ψυχή της ελληνικής κοινότητας, τον Ιβάν Τζουχά, από το ελληνικό χωριό Ραζντόλνιε (Καράκουμπα) στην Αζοφική Θάλασσα, ερευνητή με εκτενές συγγραφικό έργο για τις διώξεις εναντίον των Ελλήνων, από το 1937 ως το 1949, και τον πολύπειρο φωτογράφο και φίλο Σπύρο Τσακίρη, με τη συνδρομή του Ερρίκου και του Ορέστη, Ελλήνων από τη Γεωργία που ζουν και εργάζονται στο Περμ, περιπλανιόμαστε στην αχανή περιοχή που τη διατρέχει ο πλούσιος σε νερά πλωτός ποταμός Κάμα, αναζητώντας τα σημεία στα οποία εκτόπισαν οι σοβιετικές αρχές τις 101 ελληνικές φαμίλιες του Τσερνοπόλιε, το καλοκαίρι του 1944. Με τρένα, τζιπ και βάρκες διεισδύουμε στα πολύ δύσκολα προσπελάσιμα δάση με τα πανύψηλα δέντρα, στις όχθες των μεγάλων ποταμών, τις λίμνες και τα εδάφη των ανθρακωρυχείων προσπαθώντας να εντοπίσουμε ό,τι έχει απομείνει από τα ξύλινα παραπήγματα, τα «μπαράκια», στα οποία είχαν στοιβαχτεί για δώδεκα χρόνια, μέχρι το 1956 που τους δόθηκε η άδεια να φύγουν, οι πολυμελείς ελληνικές οικογένειες. Τα ευρήματά μας επιβεβαιώνουν τις συγκλονιστικές αφηγήσεις των ηλικιωμένων γυναικών του Τσερνοπόλιε που εκτοπίστηκαν σε νεαρή ηλικία ή γεννήθηκαν στη Σιβηρία. Τα ερείπια των «σπιτιών», των σχολείων, των νεκροταφείων και των τόπων εργασίας μέσα στην πυκνή βλάστηση, κοντά στα ποτάμια που μετέφεραν την ξυλεία ή δίπλα στους λόφους που σχηματίζονταν από τα μπάζα των ορυχείων, πολύ μακριά από πόλεις και χωριά, «δένουν» με τις λιγοστές σπάνιες φωτογραφίας από τους τόπους εργασίας και κατοικίας στη Σιβηρία που βρήκαμε στα ωραία αγροτικά σπίτια των Ελλήνων στην Κριμαία. Η σκληρότητα σε όλο της το φάσμα, αλλά και η ευγένεια, η αντοχή και το σθένος σε όλο τους το μεγαλείο, αναδύονται μέσα από πάμπολλες ομιλούσες συναρπαστικές εικόνες στα υγρά, ψυχρά και δύσβατα εδάφη της Σιβηρίας.
Η ομάδα μας, με κάμερες, μαγνητόφωνα, υπολογιστές, τριπόδια και ισχυρά αντικουνουπικά σκευάσματα περιπλανιέται, αναζητεί και καταγράφει όχι μόνο τα τοπία, αλλά και τους ανθρώπους που «απόμναν» και συνέχισαν τη ζωή τους στα Ουράλια για διάφορους προσωπικούς λόγους. Μια πολύπλοκη, δραματική βαθιά ανθρώπινη εμπειρία που φοβάμαι ότι πολύ δύσκολα θα αποτυπωθεί σε μία ταινία, όση διάρκεια κι αν έχει. Επιστρέφοντας από τα Ουράλια, με όλο αυτό το υλικό, το οποίο προστίθεται στο υλικό για την ιστορία του Τσερνοπόλιε από όλα τα προηγούμενα ταξίδια στην Κριμαία, την Ουκρανία και την Τουρκία, είμαι σίγουρος ότι το φετινό μου καλοκαίρι θα είναι εξαιρετικά θερμό.
Από τη Σιβηρία με πολλή αγάπη,
Στέλιος Ελληνιάδης