Οι θεμελιώδεις αντιθέσεις και η συνωμοσία των πολιτικών ελίτ. Του Κώστα Μελά

Η πορεία του ενιαίου νομίσματος ήταν υποθηκευμένη από την ημέρα της γέννησής του. Αρκετοί εκ των οικονομολόγων που συλλογίζονται με βάση τα πορίσματα της οικονομικής θεωρίας που αναφέρονται στις «Άριστες Νομισματικές Περιοχές» είχαν υποδείξει τις υπάρχουσες ασυμμετρίες των εθνικών οικονομιών των χωρών που θα αποτελούσαν, δυνητικά, μέλη της ζώνης του ευρώ. Παρά τις εκφρασθείσες αντιρρήσεις οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Ε.Ε. προχώρησαν στη δημιουργία του ευρώ με βάση μια αρχιτεκτονική σύλληψη που όχι μόνο δεν έλαβε υπ’ όψιν τα παραπάνω, αλλά αντιθέτως τα αγνόησε χαρακτηριστικά. Ασκήθηκε ως εκ τούτου μια οικονομική πολιτική που κυρίως αποσκοπούσε στην ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς και της σύνδεσής της με το παγκόσμιο εμπόριο, μέσω όμως της απομάκρυνσης του κοινού νομίσματος από την πολιτική διαχείριση που θα έπρεπε να λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν τις ανάγκες των εγχώριων οικονομιών, σχετικά με την πλήρη απασχόληση και την αύξηση της ευημερίας των Ευρωπαίων πολιτών. Η ανάγκη σύγκλισης των οικονομιών δεν εξυπηρετήθηκε με το υιοθετηθέν σχέδιο, δεδομένου ότι η αλλαγή του υπάρχοντος καταμερισμού εργασίας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης δεν τέθηκε ποτέ ουσιαστικά στο τραπέζι των συζητήσεων, ώστε να λάβει τη μορφή ενός στέρεου και συνεκτικού σχεδίου, αλλά αφέθηκε να επιτευχθεί μέσω των αγοραίων δυνάμεων με τους γνωστούς επιπλέον περιορισμούς.
Με απλά λόγια, το συνολικό αποτέλεσμα θα έπρεπε να είναι το άθροισμα των επιμέρους διαφορετικής δυναμικότητας οικονομιών. Κάτι που θυμίζει την αντίληψη ότι η κοινωνία δεν είναι τίποτα περισσότερο από το απλό άθροισμα των ατόμων που την αποτελούν. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις οι χώρες εξελίχθησαν σε στενά συνδεδεμένες μονάδες που τις διέβρωναν ισχυρές διαλυτικές πιέσεις. Άμεση αιτία της εξέλιξης αυτής ήταν η «εξασθένηση της αυτορρύθμισης της οικονομίας της αγοράς» με την πρώτη εμφάνιση της οικονομικής κρίσης που η ίδια γέννησε. Επειδή οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, άλλη περισσότερο άλλη λιγότερο, έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να συμμορφώνονται με τις ανάγκες του μηχανισμού της «αυτορρυθμιζόμενης αγοράς» οι δυσλειτουργίες του μηχανισμού αυτού ασκούν τρομακτικές και συσσωρευτικές πιέσεις στα κοινωνικά σώματα. Εφ’ όσον η λειτουργία των αγορών απειλεί με αφανισμό τις κοινωνίες, η αυτοσυντήρηση της κοινότητας επιδιώκει να αποτρέψει την εδραίωσή τους ή, αν αυτή είχε συντελεσθεί, να επέμβει στην ελεύθερη λειτουργίας τους.

Αντιθέσεις και «κοινό πεπρωμένο»
Παράλληλα, δημιουργήθηκε ένα θεσμικό πλαίσιο και κυρίως δόθηκε, στο συμβολικό επίπεδο, έντονα η εντύπωση και δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που όποιος ανέβαινε στο «τρένο του ευρώ» υποτίθεται ότι έκλεινε πίσω του ερμητικά την πόρτα και πετούσε μακριά το κλειδί, αφού όπως αναφερόταν επιβιβαζόταν με εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Η ιδέα, εξάλλου, από την αρχή, όπως ανέφεραν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, ήταν η δημιουργία μιας νομισματικής ένωσης με απεριόριστη διάρκεια.
Οι Γερμανοί, μάλιστα, είχαν και μια έκφραση γι’ αυτό: «Κοινό πεπρωμένο» (Schicksalsgemeinschaft), για να περάσουν την ιδέα ότι η δημιουργία του ευρώ δεν είναι κάτι που μπορεί εύκολα να γίνει κομμάτια. Σήμερα, ωστόσο, οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι έτοιμοι να δεχτούν αυτό που μέχρι χθες θεωρείτο αδιανόητο.
Για πολλούς, μάλιστα, η Ελλάδα έχει ήδη αποκτήσει ένα νέο κλειδί, με το οποίο μπορεί να ανοίξει την πόρτα της εξόδου. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι θα είναι πολύ δύσκολο να απομονωθεί η Ελλάδα. Εάν μπορεί μια χώρα να φύγει από την Ευρωζώνη, τότε γιατί όχι δυο ή τρεις ή και οι 17 μαζί;
Η μέχρι σήμερα πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πραγματοποιήθηκε χωρίς ποτέ να αντιμετωπισθούν οι θεμελιώδεις αντιθέσεις (όπως αναφέρθησαν παραπάνω) στο εσωτερικό της Ε.Ε. Θεμελιώδεις και πάγιες αντιθέσεις, όχι απλές αποκλίσεις θέσεων, ποικιλία απόψεων ή έστω ιδεολογικές συγκρούσεις. Τις αντιθέσεις αυτές οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ με την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη διαδικασία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν θέλησαν να αντιμετωπίσουν. Παραμερίστηκαν με επιμέλεια, κρύφτηκαν κάτω από το χαλί. Η προώθηση της ολοκλήρωσης ουσιαστικά στηρίχθηκε σε «μη-λύση» των βασικών προβλημάτων. Αυτή η λογική της ολοκλήρωσης ήταν απολύτως σύμφωνη με τη «μέθοδο Μονέ» η οποία στηρίζεται ως γνωστό, στην αλληλουχία κρίσεων. Με τα ίδια τα λόγια του Μονέ: «Η Ευρώπη θα συντίθεται μέσω κρίσεων και δεν θα είναι παρά το άθροισμα των λύσεων που η ίδια θα φέρει στις λύσεις αυτές». Η κρίση αποτέλεσε πάντοτε ανάγκη γιατί μόνο έτσι η λύση, ο τελικός συμβιβασμός επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς, διευρύνοντας το φάσμα των τομέων τής από κοινού δράσης, βαθαίνοντας την ολοκλήρωση. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υπήρξε προϊόν μιας συνωμοσίας των πολιτικών ελίτ.
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αντελήφθησαν εγκαίρως ότι η επέκταση της ενοποίησης σε χώρους που παράγουν σύγκρουση και όχι συναίνεση, εκεί δηλαδή όπου διακυβεύεται η ίδια η αυτονομία των κρατών, όπως στους χώρους της «υψηλής πολιτικής» θα υπονόμευε την επιχειρησιακή ικανότητα της υπερεθνικής μεθόδου να ορίσει το κοινό συμφέρον και να το αναδείξει μέσα από συντονισμένες μορφές συλλογικής δράσης.
Όμως, ανεξάρτητα από τον τρόπο που πολιτεύθηκαν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, εμείς οι πολίτες της Ελλάδος, τι θέλουμε για την Ευρώπη σε σχέση με το ευρώ; Επιθυμούμε την κατάρρευση του ευρώ; Επιθυμούμε να διαλυθεί μέσω πολυμερούς συμφωνίας; Επιθυμούμε να διαλυθεί και η Ε.Ε.; Επιθυμούμε απλά να αποχωρήσουμε μονομερώς αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα στη Γηραιά Ήπειρο με ένα ανασήκωμα του ώμου; Επιθυμούμε να αλλάξει η συγκρότηση της Ε.Ε.;
Όπως γίνεται κατανοητό, η συζήτηση δεν έχει καν ανοίξει και ούτε καλύπτεται από την όποια απάντηση μέσα ή έξω από το ευρώ το οποίο επιχειρείται να αναχθεί σε πρωτεύον ζήτημα των σχέσεών μας με την Ευρώπη και με ό,τι αυτή συμβολίζει στο συλλογικό φαντασιακό μας.

Πιθανά ενδεχόμενα
Στο πλαίσιο αυτού του άρθρου, αντί να πω απερίφραστα την άποψή μου για το παραπάνω ζήτημα, που περισσότερο αποτελεί μια άποψη δεοντολογική και άρα μια άποψη με χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, θα προσπαθήσω να περιγράψω, όσο μου επιτρέπεται να το κάνω αυτή τη στιγμή, πώς διαμορφώνονται τα γεγονότα.
Ας κάνουμε μια πρώτη υπόθεση εργασίας και ας υποθέσουμε ότι καταργείται το ευρώ με την πιο ανώδυνη λύση, την πολυμερή συμφωνία.
Η κατάργηση του κοινού νομίσματος πιθανόν θα οδηγήσει στη διάρρηξη της γαλλο-γερμανικής συμμαχίας, καθώς το Βερολίνο φαίνεται ότι λόγω της σημερινής διαμορφωθείσας κατάστασης και της ενίσχυσης της θέσης της στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας δεν θα δεχθεί ξανά να δέσει νομισματικά τη γερμανική οικονομία με ελλειμματικές οικονομίες. Η Γαλλία θα βρεθεί, λοιπόν, απέναντι στη Γερμανία.
Το τέλος του γαλλο-γερμανικού άξονα θα σημάνει, ουσιαστικά, το τέλος της ευρωπαϊκής ενοποίησης, καθώς η Γερμανία θα στραφεί προς τις υπόλοιπες πλεονασματικές χώρες (Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία) και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης των οποίων οι οικονομίες έχουν δεθεί στο άρμα της Γερμανικής βιομηχανίας (Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία, Εσθονία). Το πώς θα εξελιχθεί η αξία του νέου νομίσματος και πώς θα επιδράσει στην ανάπτυξη των χωρών που θα την αποτελούν, επίσης δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα διαφόρων αναλυτών (τρομακτική υπερτίμηση και απώλεια ανταγωνιστικότητας).
Η Γαλλία θα στραφεί προς τις χώρες του Νότου. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι θα είναι αναγκασμένη να προβεί σε μια νέα λατινική νομισματική ένωση με την Ιταλία και την Ισπανία. Προσωπικά δεν το θεωρώ καθόλου πιθανό.
Τα νομίσματα των λοιπών χωρών (όπως η Ελλάδα) που μπορεί να μείνουν εκτός των νέων κοινών νομισμάτων, θα υποτιμάται συνεχώς με αποτέλεσμα από τη μία μεριά να σταθεροποιηθεί η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών αυτών (σε σχέση με τους υπόλοιπους εμπορικούς εταίρους και κυρίως την Γερμανία) αλλά με κόστος τον μεγάλο πληθωρισμό που θα συνδυάζεται με πεισματικά υψηλά επίπεδα ανεργίας.
Με απλά λόγια, η Ευρώπη θα μπει σε πολιτικές και οικονομικές περιπέτειες που πιθανόν θα κάνουν την παρούσα κατάσταση που βιώνει σήμερα η Ευρώπη περισσότερο αποδεκτή. Βασικά της χαρακτηριστικά θα είναι ένας γερμανικός ζωτικός χώρος που θα βρεθεί σε δυσκολίες συνέχισης της απρόσκοπτης μεγέθυνσής της μέσω των εξαγωγών και της συσσώρευσης πλεονασμάτων, ενώ ο Νότος θα πλήττεται από ανεργία και πληθωρισμό. Παράλληλα, όλα τα παραπάνω θα έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, ο θάνατος του ευρώ θα σπρώξει στην οικουμένη σε μια βαθιά παγκόσμια ύφεση.

* Ο Κώστας Μελάς είναι πανεπιστημιακός.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!