Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Μετά τον Κυνόδοντα και τις Άλπεις, ο Γιώργος Λάνθιμος, πρωτεργάτης ενός ρεύματος με αρκετούς ήδη συνεχιστές, που ονομάστηκε γκρικ γουίρντ σίνεμα (greek weird cinema), δημιουργεί την πρώτη του αγγλόφωνη ταινία Αστακός, με εξόχως κυνικό σενάριο, που έγραψε μαζί με τον Ευθύμη Φιλίππου, για μια μελλοντική αυταρχική κοινωνία, όπου κάθε παρέκκλιση από τα καθιερωμένα τιμωρείται.

Με γυρίσματα στην Ιρλανδία και ένα διεθνές καστ ηθοποιών, με πρωταγωνιστές τους Κόλιν Φάρελ και Ρέιτσελ Γουάιζ, ο Λάνθιμος απογειώνει το αποστασιοποιημένο στυλ με τους απροσάρμοστους χαρακτήρες, που καθιέρωσε αρχικά στο ελληνικό κινηματογραφικό τοπίο. Έτσι, αποκομμένος από κάθε τι ελληνικό, επιστρέφει με μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, προσαρμοσμένη στα δυτικότροπα φεστιβαλικά πρότυπα, που κέρδισε τις εντυπώσεις πέρυσι στις Κάννες, αποσπώντας το Βραβείο της Επιτροπής.

Η πλοκή διαδραματίζεται μέσα σ’ ένα πανέμορφο κάστρο, στην ιρλανδέζικη εξοχή, όπου συγκεντρώνουν τους εργένηδες, εξαναγκάζοντάς τους, μέσα από δοκιμασίες και τελετουργικές γιορτινές βραδιές, να αποκτήσουν ταίρι σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, διαφορετικά, τους μεταμορφώνουν σε ζώο της επιλογής τους. Οι ενδυμασίες και τα κλασικά κουστούμια θυμίζουν χορογραφίες Πίνα Μπάους, ενώ η διατήρηση μιας καθιερωμένης τάξης, όπου κυριαρχεί η αίσθηση του παραλόγου της γραφειοκρατικής διαδικασίας, παραπέμπει σε εφιαλτικές κοινωνίες ταινιών επιστημονικής φαντασίας. Ξεφεύγοντας από αυτό το κλειστοφοβικό περιβάλλον, ο ήρωας οργανώνεται στην αντιστασιακή ομάδα των Μοναχικών, που κρύβονται στα καταπράσινα δάση, γύρω από το κάστρο, αντιτασσόμενοι στην παράνοια της επιβολής ζευγαρώματος. Η θέσπιση, όμως, εξίσου ψυχαναγκαστικών κανόνων τους μεταλλάσει και αυτούς σε δογματικούς τυράννους.

Σε ένα κόσμο, που θεωρεί αποδεκτό μονάχα όποιον ανήκει στο κυρίαρχο ρεύμα, τα αληθινά συναισθήματα απαγορεύονται, καταργώντας για μια ακόμη φορά τον έρωτα που περνάει στην παρανομία, συνδεδεμένος πάντα με την ενοχή. Ωστόσο, ο έρωτας βρίσκει τρόπους να επικρατήσει. Παρ’ όλο που αρχικά ο ήρωας πιστεύει ότι δεν θα γλιτώσει τη μεταμόρφωσή του σε… αστακό, ερωτεύεται στους Μοναχικούς μια μελαχρινή (Ρέιτσελ Γουάιζ), η φωνή της οποίας ακούγεται εκτός κάδρου να διηγείται την ιστορία του πρωταγωνιστή, εντείνοντας τη δραματοποίηση, όπως στα φιλμ νουάρ. Σχολιάζοντας τη μοναξιά, αλλά και τη δυσκολία δύο ανθρώπων να αναπτύξουν οικειότητα και συντροφικότητα, ο Λάνθιμος διατυπώνει στοχασμούς σχετικά με την απροσδιόριστη και ανατρεπτική φύση του έρωτα, στηλιτεύοντας την υποκρισία του θεσμού του ζευγαριού στη σημερινή κοινωνία και δημιουργεί μια πρωτότυπη, κωμικοτραγική και γνήσια σουρεαλιστική ταινία. Με την εξαιρετικά πετυχημένη κινηματογραφική γλώσσα του καταφέρνει να δημιουργήσει βρετανική ατμόσφαιρα σ’ αυτή την αλλόκοτη ιστορία, θυμίζοντας αγγλικές τοπιογραφίες με τους ψυχρούς χειμωνιάτικους φωτισμούς στο δάσος.

Αυτό, όμως, που δίνει νέα πνοή στο όλο εγχείρημα είναι η χρήση της μουσικής. Εκτός από κάποιες υποδειγματικές μελωδίες μικροαστικών προτύπων του στυλ «μπαλέτο, πιάνο και γαλλικά», που κυκλοφορούν στις ταινίες του, συμβάλλοντας σε μια αναγνωρίσιμη απ’ τον θεατή τυπολατρία, όπως λειτουργεί και η κιθαριστική μελωδία απ’ τα Απαγορευμένα Παιχνίδια, ολόκληρη η ταινία είναι πλημμυρισμένη από μουσική, που συμπληρώνει τη συγκινησιακή κατασκευή της. Επιλέγοντας κουαρτέτα εγχόρδων ρομαντικής και σύγχρονης περιόδου, από Μπετόβεν μέχρι Στραβίνσκι, Σοστακόβιτς και Σνίτκε, ως μοτίβο για τον έρωτα που διαρκώς διαφεύγει από τους πρωταγωνιστές, δραματοποιεί με υπερβολή τις περίεργες συμβολικές καταστάσεις, βγάζοντας απίστευτη ειρωνεία, ενώ η χρήση αργής κίνησης αγγίζει κωμική διάσταση.

Αφήνοντας πλέον το γκρικ γουίρντ σίνεμα, που σε μια κρίσιμη περίοδο διαφαινόμενης πολιτικής αναταραχής στη χώρα μας κυοφόρησε μια δήθεν νεωτεριστική καλλιτεχνίζουσα βορειοδυτική αισθητική, με συγκαλυμμένους τρόπους κοινωνικού σχολιασμού, μέσα από την οικογένεια και τις σχέσεις, ο Λάνθιμος τελειοποιεί το αλληγορικής διάθεσης παράλογο, κυνικό και συνάμα κωμικό στυλ, για να καταλήξει στο σουρεαλισμό, το ιδιαίτερο ρεύμα που αναπτύχθηκε μεσοπολεμικά, ως προκλητική πράξη αντίδρασης στον κομφορμισμό της νεοσυσταθείσας τότε μπουρζουαζίας, που σπάνια συναντάμε πλέον στο σινεμά. Σουρεαλιστής σύγχρονης κοπής λοιπόν ο Λάνθιμος, με μια κινησιολογία σύγχρονου χοροθεάτρου, με σαμποταρισμένη νοηματική γλώσσα σώματος, γεμάτη υπονοούμενα που καυτηριάζουν την κοινωνική και ταξική θέση του ατόμου, αλλά και με την ήδη προϋπάρχουσα στον Κυνόδοντα στρέβλωση της έννοιας των λέξεων, δίνει προς το τέλος και κάποια στίγματα, τόσο απ’ τον Ανδαλουσιανό Σκύλο του Μπονιουέλ όσο και από μια εκσυγχρονισμένη, σχεδόν αντίστροφης ανάγνωσης, τραγωδία του Οιδίποδα.

Έτσι, πιο ρομαντικός από ποτέ, ο Λάνθιμος σχολιάζει με τον τρόπο του τη σημασία του ζευγαριού και του γάμου στην κοινωνία, θέτοντας το ερώτημα ακόμα και με το τραγούδι Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη, στους τίτλους τέλους, μήπως η ερωτική έλξη δεν αποτελεί απλά μια ιδιάζουσα περίπτωση ψυχικής μετάλλαξης ενός εμμονικού συγχρονισμού σε βαθμό ταύτισης με τον άλλο, που μοιραία, παραμένει αναγκαία, αλλά αντιθέτως, αξίζει τον κόπο να θυσιάσει κανείς πολλά γι’ αυτήν.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!