του Βασίλη Κεχαγιά
Ας τοποθετηθούμε για λίγο στη θέση του απλοϊκού αναγνώστη, όπως τον προϋποθέτει ο τίτλος του βιβλίου του Χρήστου Λάσκου, υπό τον επίτιτλο: «Να Ξαναμιλήσουμε για την Εκμετάλλευση», από τις καλοεπιμελημένες εκδόσεις Τόπος. Δεν είναι ακριβώς σίγουρο ότι θα συναντηθούμε με ό,τι θα μπορούσε να συστηθεί ως εύπεπτο ανάγνωσμα. Κι αυτό γιατί η οικονομία είναι ούτως ή άλλως σκληρό σπορ, σε ένα γήπεδο γεμάτο παγίδες. Τη δυσκολία στην κατάποση αυξάνει η πικρή γεύση των συμπερασμάτων, τις περισσότερες φορές απομακρυσμένα από την τηλεοπτική κυβερνητική διαφήμιση, όπως θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την αντιμετώπιση της οικονομίας από τους τηλεοπτικούς προχειρολόγους.
Ουσιαστικά, τα σαράντα οκτώ «απλοϊκά μαθήματα» του Χρήστου Λάσκου εκθέτουν, αν όχι ένα ολόκληρο σύστημα παραγωγής-εργασίας-εκμετάλλευσης, κάτι για το οποίο θα χρειαζόταν σελίδες επί σελίδων, ένα παράπλευρο σύστημα κίβδηλης ανάγνωσης και προβολής αυθαίρετων συμπερασμάτων επ’ αυτών. Από την άποψη τούτη το «απλοϊκά» μοιάζει να ειρωνεύεται τον αβασάνιστο και κατά το δοκούν τρόπο με τον οποίον εξάγονται τα συμπεράσματα του φιλελεύθερου συγκροτήματος. Τόσο λαθροχειρικός, ώστε να αρκούν, τελικά, μερικές σελίδες για την εύλογη αμφισβήτησή τους, ακόμη και την άρδην ανατροπή τους.
Ένας homo universalis των καιρών μας, ο Χρήστος Λάσκος, με έγκριτες σπουδές Φυσικής, Οικονομίας, Φιλοσοφίας και διδακτορικό Κοινωνιολογίας, διαθέτει και πιστοποιημένα το προνόμιο να συνδέει τομείς φαινομενικά όμορους ή και ασύνδετους. Με τα περάσματα αυτά, όμως, η βασιλεία των αριθμών της σύγχρονης Οικονομίας, αποκαλύπτοντας τον «γυμνό βασιλιά». Μετά από αυτό, η σαφής πρόταση του βιβλίου είναι η επανεκκίνηση στην ανάγνωση της φιλελεύθερης αγοράς και η θέση που αυτή επιφυλάσσει στον εργάτη των καιρών μας. Διευρυμένο, πλέον, το πεδίο του, αφού, όπως μας αποκαλύπτεται, συνεχίζει να ζει, έστω και με τη μορφή απασχολούμενου σε κοινωνικές υπηρεσίες, συστήνοντας ένα νέο προλεταριάτο.
Η πολυπραγμοσύνη του Χρήστου Λάσκου τού επιτρέπει να διέρχεται από οικονομικούς και κοινωνικούς στίβους διαφόρων λογιών, όπως η σύγχρονη τεχνολογία, η οικολογία, η κοινωνική διαστρωμάτωση, καταλήγοντας, εν τέλει και τεκμηριώνοντας την πολιτική διάσταση του κάθε ζητήματος. Διαβάζει και αναφέρεται συχνά-πυκνά στο μαρξισμό, μνημονεύοντας τα δίκια του (όπως το έπραξε και ο Τέρι Ίγκλετον, έστω και από την οπτική γωνίας της Ιστορίας, κατά κύριο λόγο) και την ακατάλυτη επικαιρότητά του.
Μια αλάνθαστη μεθοδολογία
Στους αποδεικτικούς συλλογισμούς του βιβλίου αναγνωρίζεται η αρχική τοποθέτηση ενός προβλήματος, στην οικονομική και πολιτική του διάσταση, και η χρήση της απλής μεθόδου των τριών για τη σύντομη και ολιγοσέλιδη απόδειξη των ψευδών που μας περιβάλλουν ως προς αυτό. Τηρουμένων των αναλογιών, θα λέγαμε πως σε όλη τη διαδρομή, απ’ όπου κι αν διέρχεται αυτή, ο συγγραφέας δεν ξεχνάει βασικές αρχές της διαλεκτικής, τις οποίες συμπυκνώνει σε ό,τι ονομάσαμε καταχρηστικά απλή μέθοδο των τριών. Στην παράθεση αριθμών και στατιστικών στοιχείων επιλέγεται η χρήση επισήμων πινάκων, έτσι ώστε το ίδιο το σύστημα παραγωγής και προβολής κίβδηλων συμπερασμάτων να αναγνωρίζει τον εαυτό του.
Σε όλα τα προηγούμενα, το κυριότερο στοιχείο αποτελεί η αναγωγή των μεγεθών και των συγκρίσεων στην ελληνική αγορά, στην εγχώρια εργασία. Βέβαια, η παραγωγικότητα, μόνιμο ζητούμενου του τόπου, σχετίζεται με απροσδιόριστες παραμέτρους, που όπως ο ίδιος ο συγγραφέας θα ομολογούσε δεν υπακούει πάντα στους αριθμούς, κάτι που εύκολα θα διαπιστωνόταν στην αποτυχία της στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αλλά ο πληθωρισμός, που βασανίζει την ελληνική κοινωνία και ο οποίος σφόδρα απασχολεί τα «μαθήματα», είναι γεμάτος με λανθασμένες αναγνώσεις εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, όπως εύκολα και συστηματικά αποδεικνύεται. Αυτό, μάλιστα, αποτελεί, όπου εμφανίζεται, και το πλέον ενδιαφέρον θέμα του πονήματος, το σημείο όπου οι απαντήσεις κάνουν αντιληπτούς τους λόγους για τους οποίους η κυβερνητική πολιτική οδηγεί τις τσέπες στα βράχια.
Όντας τόσο σύντομα και ευσύνοπτα τα επί μέρους κεφάλαια, υπάρχουν φορές που και απορίες ξεπετάγονται και ενδεχόμενα κενά, όπως, λόγου χάριν, η αντιπαραβολή της εργασιακής προσφοράς ενός Σουηδού κι ενός Ινδού οδηγού και της αντιμισθίας της, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται η αγοραστική δύναμη του μισθού, όπως συμβαίνει σε παρακάτω «μαθήματα»-κεφάλαια. Έτσι κι αλλιώς, είναι εξ αρχής δεδομένο ότι πρόκειται για μια επανατοποθέτηση των διαπραγματευόμενων ζητημάτων, κι από εκεί και πέρα να διαμορφωθεί ένας υποψιασμένος αναγνώστης-θεατής της οικονομικής καθημερινότητας. Και κύριο πρόταγμα, πλέον, αυτής της αμφισβήτησης είναι η αναπτυσσόμενη σχέση με την τεχνολογία και τους μύθους που αυτή κουβαλάει, όσο να φτάσει κι αυτή στην εκμετάλλευση και στην ψευδολογία, στον τρόπο που μας δίνει χειραψία γνωριμίας. Είναι μια υπόσχεση του συγγραφέα η εκτενέστερη επανάκαμψη στο συγκεκριμένο θέμα, κάτι που με ενδιαφέρον θα περιμένουμε.