Διαβάζοντας το μικρό βιβλίο της Άντρης Αντωνίου «Στον δρόμο για το σπίτι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, αντιλαμβάνεσαι τις πληγές που άφησε πίσω της η εισβολή στην Κύπρο και η συνεχιζόμενη Κατοχή. Τραύματα που περνούν από γενιά σε γενιά και δυστυχώς συχνά χάνονται στη σιωπή. Πνίγονται όπως ένας λυγμός.
Λέξεις όπως αγνοούμενοι, προσφυγιά, εγκλωβισμένοι, οδοφράγματα, συρματοπλέγματα, αποκτούν μια άλλη σημασία όταν οδηγούν εκεί οι μνήμες των ανθρώπων που ακόμη και σήμερα ζουν μακριά από τον τόπο τους.
Η συγγραφέας δημιούργησε ένα βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί από μικρούς και μεγάλους. Με τρόπο λιτό και ευαίσθητο «βάζει το δάκτυλο να δει την πληγή».
Δυστυχώς σήμερα, πενήντα χρόνια μετά την εισβολή, θα περίμενε κανείς να γίνονται στα σχολεία της χώρας συζητήσεις, να διαβάζονται βιβλία, να προβάλλονται ίσως ντοκιμαντέρ, να έχουν ήδη εκπονηθεί εκπαιδευτικά προγράμματα για την Κύπρο.
Όμως για τους ιθύνοντες φαίνεται πως «η Κύπρος κείται μακράν», και προτιμούν τη λήθη από τη μνήμη. Αλλιώς πώς να δικαιολογήσουν τα όσα πράττουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Θέλουν να ξεχάσουν πως η γειτονική μας χώρα είναι μια κατοχική δύναμη…
Ευτυχώς, βιβλία σαν κι αυτό μας το θυμίζουν. Χωρίς ψευδοπατριωτισμούς και μεγάλα λόγια. Ελπίζω φωτισμένοι εκπαιδευτικοί και γονείς να αξιοποιήσουν βιβλία σαν κι αυτό για να προσεγγίσουμε την Ιστορία μας…
Γιατί αυτό το βιβλίο σήμερα; Έπαιξε ρόλο η επέτειος των 50 χρόνων από την εισβολή;
Όχι, όταν ξεκίνησα να το γράφω ήταν Φλεβάρης του 2022 και ένιωθα συγκλονισμένη από τις εικόνες στα ΜΜΕ από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Έβλεπα και πόσο είχε επηρεάσει τους δικούς μου ανθρώπους το γεγονός αυτό. Τους ξυπνούσε το τραύμα της δικής τους προσφυγιάς. Η συναισθηματική φόρτισή μου βρήκε για άλλη μια φορά διέξοδο στις λέξεις. Έγραφα σκόρπια μικρά κείμενα σε ένα σημειωματάριο για να αποφορτιστώ. Αναμνήσεις από τις εμπειρίες μου ως παιδί που γεννήθηκε μερικά χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Ύστερα, η αφήγηση προχώρησε μέχρι το σήμερα, τους πολέμους σε τόσες μεριές του πλανήτη, την προσφυγοποίηση χιλιάδων ανθρώπων. Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που έγραφα αρχικά. Στην πορεία ξεκίνησε να μοιάζει με μια ιστορία –ή καλύτερα με πολλές μικρές ιστορίες– που θα ήθελα να αφηγηθώ στις νέες γενιές παιδιών στην Κύπρο και στην Ελλάδα.
«Μέσα της παραμένει το κορίτσι του συνοικισμού, το παιδί και το εγγόνι προσφύγων», γράφεις. Τι σημαίνει αυτό για σένα;
Νομίζω πως η παιδική μας ηλικία καταγράφεται έντονα στην ψυχή μας και σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνει την μετέπειτα πορεία μας. Η παιδική ηλικία πολλών ανθρώπων της γενιάς μου διαμορφώθηκε από τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής. Πράγμα που σήμαινε αρκετές δυσκολίες, τόσο από οικονομικής πλευράς όσο και από συναισθηματικής, γιατί ήταν έντονο το ψυχικό φορτίο των γονιών, των παππούδων και των δασκάλων μας. Νομίζω πως μέσα σε όλους μας υπάρχει το παιδί που υπήρξαμε, έστω κι αν το απέξω μας μοιάζει με ενήλικα. Ευγνωμονώ όμως και τα χρόνια αυτά, γιατί με δυνάμωσαν και με έκαναν πιο ανθεκτική στις μετέπειτα δυσκολίες της ζωής.
Ποιες μνήμες των γονιών και των παππούδων σου μένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη σου;
Σίγουρα τα βουρκωμένα μάτια των παππούδων, όποτε ανοιγόταν συζήτηση για την κατεχόμενη γη. Και ήταν σε κάθε συναναστροφή και με κάθε ευκαιρία που ανοιγόταν μια τέτοια συζήτηση. Το ότι δεν ένιωσαν ποτέ άνετα στο σπίτι που χρειάστηκε να ζήσουν μετά το 1974, γιατί πολύ απλά δεν ήταν το σπίτι τους. Το ότι πίστευαν πως μια μέρα θα γυρίσουν πίσω, αλλά πέθαναν με τον καημό της επιστροφής. Το πόσο δύσκολο ήταν για τους γονείς μου να ζήσουν μέσα σε αντίσκηνα και παράγκες στα χρόνια της πρώτης τους νιότης. Το ότι χρειάστηκε να αναθρέψουν μια οικογένεια με πολλές αντιξοότητες σε μια Κύπρο που τότε βίωνε έντονα το τραύμα της εισβολής. Την άσχημη συναισθηματική τους κατάσταση, όταν το 2003, που άνοιξαν τα οδοφράγματα, πήγαν και είδαν την κατάντια της γης που τους γέννησε. Το ότι κουβαλούν για πενήντα χρόνια αυτήν τη μεγάλη πληγή.
Η λογοτεχνία είναι μια προσομοίωση της ζωής, και είναι καλύτερα να μάθεις να διαχειρίζεσαι κάτι δύσκολο μέσα από μια ιστορία παρά μέσα από μια αληθινή εμπειρία
Τι σκέφτεσαι όταν ακούς από Ελλαδίτες ότι «η Κύπρος κείται μακράν»;
Πιστεύω πως σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης η Ελλάδα θα είναι στο πλευρό της Κύπρου. Ξέρω, βέβαια, πως οι πολιτικές αποφάσεις δεν είναι τόσο απλές, πως κάθε απόφαση έχει κόστος για τη χώρα που την παίρνει. Όμως η ύπαρξη της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κάνει να νιώθω ασφάλεια πως η Κύπρος δεν θα αφεθεί στη μοίρα της, αν υπάρξει πρόβλημα.
Είσαι από τους συγγραφείς που δεν διστάζουν να μιλήσουν για «δύσκολα» θέματα στα παιδιά. Πώς αντιδρούν απέναντι στα βιβλία σου; Πώς διάβασαν τον «Δρόμο για το σπίτι»;
Μιλώ για αυτά τα θέματα επειδή η λογοτεχνία είναι ένας χώρος ανακούφισης και ελπίδας. Τα παιδιά είναι ανοιχτόμυαλα και ακούνε κάθε ιστορία σαν μια ακόμα ιστορία. Πιο πολύ μάλλον τις «φοβούνται» οι μεγάλοι. Όμως η λογοτεχνία είναι μια προσομοίωση της ζωής, και είναι καλύτερα να μάθεις να διαχειρίζεσαι κάτι δύσκολο μέσα από μια ιστορία παρά μέσα από μια αληθινή εμπειρία.
Καθώς έγραφα το «Στον δρόμο για το σπίτι», το διάβαζα σε μία Ε΄ τάξη στο σχολείο που δούλευα. Ήταν παιδιά που υπήρξαν σε μικρότερη ηλικία μαθητές μου. Ένιωθα λίγο άβολα για το βιβλίο αυτό στην αρχή, επειδή ήταν ιδιαίτερα προσωπικό και διαφορετικό από τα προηγούμενά μου βιβλία. Το ότι όμως τα παιδιά το άκουγαν με προσοχή κι έγινε αφορμή να κάνουμε συγκινητικές συζητήσεις, με βοήθησε να νιώσω πιο άνετα και να ενθαρρυνθώ να το ολοκληρώσω.