Ο χώρος του προλόγου είναι μικρός αλλά δεν πειράζει. Δεν έχουμε, άλλωστε, να πούμε πολλά. Ν’ ακούσουμε θέλουμε σκέψεις, ιδέες και προτάσεις που θα… ξελασπώνουν το παρόν

Απευθυνθήκαμε σε μια πλειάδα ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων ζητώντας τους να συνδράμουν την αγωνία αλλά και τον αγώνα της ελληνικής κοινωνίας να σπάσει τη σιωπή, να ξεφύγει από το σοκ αλλά και το παρατεταμένο πένθος που συνεπάγεται η κοινωνική καταστροφή. Τους ευχαριστούμε θερμά κι απ’ αυτή τη θέση για την πρόθυμη συμμετοχή τους.

Αντώνης Ζέρβας: Πικρές σκέψεις σε πικρές εποχές

Η πιο παράδοξη φράση που άκουσα φέτος είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής του Χάρη Βλαβιανού Διακοπές στην πραγματικότητα. Μου είχε προσφέρει, ευγενικά, το βιβλίο του στην Αθήνα κι έμεινε εκεί, όπως μένει πίσω κάθε γκαρδιακή στιγμή ενός απόδημου.
Δεν το έχω, λοιπόν, κοντά μου να το φυλλομετρήσω, να δω πώς φωτίζεται το νόημά του από τα ποιήματα και πώς τα φωτίζει. Αλλά ο ειρωνικός τόνος αυτού του σημασιολογικού παραλογισμού τριβελίζει συνεχώς το μυαλό μου, θυμίζοντας κάτι από τα νιάτα μου. Τότε που η θελκτήρια σολομωνική του Μαλαρμέ μ’ έμπαζε στο πνεύμα του, έστω κι αν το νόημα θα χρειαζόταν χρόνια για να κατακτηθεί.
Αν κάνουμε διακοπές στην πραγματικότητα, τότε πού ζούμε μονίμως; Μπορεί ποτέ να είναι τουριστικός προορισμός η πραγματικότητα; Για τον προσκυνητή των ιερών τόπων, λόγου χάρη, το νόημα είναι προφανές: Η πραγματικότητα φανερώνεται μόνο εκεί που ζει το ιερό. Αλλά τότε δεν μιλάμε για διακοπές, παρά για προσκύνημα. Κάνεις διακοπές για να ξεφύγεις και όχι για να επισκεφθείς την πραγματικότητα.
Και όμως, επί δεκαετίες τώρα ήταν σαν να κάναμε διακοπές στα μέρη της πραγματικότητας. Τη ζούσαμε σαν τουρίστες, σαν να μη μας αφορούσε, σαν να ήταν τόπος αναψυχής. «Μένουμε Ελλάδα», όπως ήθελε η ανεκδιήγητη, πλην τόσο λαοφιλής, εκπομπή. Έως ότου μας πλάκωσε το τσουνάμι που βλέπαμε στις ειδήσεις.
Όταν οι Γάλλοι της προπολεμικής Γαλλίας αποκτούσαν το καθολικό δικαίωμα των έμμισθων διακοπών, ο απερίφραστος Σελίν στη μνήμη του οποίου αφιερώνεται παραδόξως η νέα σελίδα του Δρόμου της Αριστεράς, παρατηρούσε πικρόχολα: «Δώσε τους διακοπές και πάρε τους την ψυχή». Με την αφιλάρεσκη ματιά του έβλεπε ακριβώς ό,τι είχαν δει πολλοί άλλοι νωρίτερα και αναλύσει «επιστημονικώς». Δηλαδή, ότι το σύγχρονο κράτος θα καταντήσει ένα είδος υπερεπιχείρησης, όπου δεν θα υπάρχει καμία ανάγκη πολιτικής απόφασης. Θα είναι, απλώς, ένας απρόσωπος γραφειοκρατικός μηχανισμός που θα λειτουργεί απρόσκοπτα βάσει μιας προσυνειλημμένης λογικής, ανεξαρτήτως περιεχομένου.
Και πράγματι, είτε από αριστερή, είτε από φιλελεύθερη γωνιά και να κοιτάξεις, η προβολή του πράγματος δεν παρουσιάζει και μεγάλες διαφορές. Όλα τείνουν προς μία τεχνοκρατική κοινωνία που λειτουργεί ερήμην των προσώπων, στη βάση της παραγωγής και της κατανάλωσης. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρευσε λόγω αδυναμίας κατανάλωσης∙ ο φιλελευθερισμός καθιστά τα πάντα κατανάλωση.
Πώς τώρα η αμέριστη πίστη στην πρόοδο θα οδηγούσε, τελικώς, στο μηχανοποιημένο άτομο της παραγωγής και κατανάλωσης που ζει με το όνειρο των διακοπών, είναι όλη η ιστορία της νεότερου πνεύματος, στο οποίο συμμετείχαμε κι εμείς – πλην μόνο ως τουρίστες.
Ο Σελίν διακατέχεται από μία ριζικώς απαισιόδοξη αντίληψη για τον άνθρωπο και κατά συνέπεια αρνείται παντελώς την ιδεολογία της προόδου. Η τεχνική μπορεί μεν να βελτιώνει τις υλικές συνθήκες διαβίωσης, είναι σύμφυτη όμως με μια υπόγεια διεργασία «απανθρώπισης». Η νομική ή «συνταγματική» πρόοδος των κοινωνιών δεν ισοδυναμεί ποτέ με «ηθική» πρόοδο. Καμιά πρόοδος δεν σκεπάζει για πολύ την αποφορά του ανθρώπου. Η καλύτερη λύση είναι να καταργηθεί ο άνθρωπος. Προς αυτή την κατεύθυνση οδεύει, άλλωστε, και η ελεύθερη τεχνοκρατία.
Ο Σελίν είναι «απολιτικός». Δεν τον αγγίζει κανένα είδος θρησκευτικού ή εκκοσμικευμένου μεσσιανισμού. Τάσσεται υπέρ μιας ήπιας τυραννίας που θα διασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη, προστατεύοντας τους πολλούς και απαιτώντας, σε αντάλλαγμα, την υπακοή τους. Διότι στο όνομα του μπολσεβίκου ή φιλελεύθερου «Ολακαλαπηγαίνοβιτς», δηλ. του τελειοποιήσιμου ανθρώπου, θυσιάζονται μοιραία και οι μόνες αληθινές παραμυθίες της ζωής, όπως ο έρως και η ομορφιά. «Ο κόσμος των εραστών, έγραφε την ίδια εποχή ο Μπατάιγ, δεν είναι λιγότερο αληθινός από τον κόσμο της πολιτικής. Μπορεί μάλιστα να απορροφήσει την ολότητα της ύπαρξης, πράγμα που δεν μπορεί να το κάνει η πολιτική». Ο Καβάφης δεν θα είχε αντίρρηση επ’ αυτού. Και οι τρεις, καθένας με τον τρόπο του, απεχθάνονταν τους αναμορφωτές.
Ιδού, όμως, που η πολιτική μας βρίσκει κατακούτελα. Ενώ μας είχαν υποσχεθεί ότι ο καλύτερος τρόπος αποφυγής της πολιτικής ευθύνης ήταν η ένταξη στην Ευρώπη και στο ευρώ∙ ενώ είχαμε πιστέψει πως τελικός σκοπός των δημοκρατιών είναι ο πλουτισμός και πως κάθε καινοτομία δεν μπορούσε παρά να τον ευνοεί, η χώρα πτωχεύει, ενσκήπτει φτώχεια, καταρρέει το κράτος. Πώς να απαιτήσεις την υπακοή των πολιτών, όταν δεν μπορείς καν να τους προστατεύσεις; Ποια ελπίδα να τους εμφυσήσεις, όταν οι ίδιες οι κυβερνητικές αποφάσεις στρέφονται εναντίον τους; Και ποιό μπορεί να είναι τέλος-τέλος το πολυθρύλητο αναπτυξιακό μέλλον της Ελλάδος εκτός από την ολοκλήρωσή της σε έναν υπερσύγχρονο τουριστικό οργανισμό της Ευρώπης;
Σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, είναι λογικό να επανεργοποιούνται τα ερωτήματα της συλλογικότητας και να ξανανοίγουν οι σελίδες της υπερβατικής φιλολογίας τους. Κι αν η μόνη, συνετή λύση θα ήταν ευθύς εξαρχής μια εθνική απόφαση έκτακτης ανάγκης; Να καταρτιζόταν, δηλαδή, ένα εθνικό μνημόνιο λιτότητας και αυστηρής πειθαρχίας για την ανόρθωση του τόπου με τη συμμετοχή του λαού σύσσωμου επί ίσοις όροις. Μία παρόμοια πολιτική απόφαση θα προϋπόθετε σοβαρή εθνική ηγεσία, πολιτικούς με βαθειά ιστορική συνείδηση του κινδύνου. Θα προϋπόθετε, δηλαδή, συγκεκριμένο ελληνικό νόημα και ανάλογη κινητοποίηση. Θα ήταν μία απάντηση στο κρισιμότατο ερώτημα γιατί υπάρχει το ελληνικό κράτος, γιατί χρειάζεται η εθνική ανεξαρτησία, γιατί τέλος πάντων πρέπει να μιλάμε ελληνικά. Χωρίς τοπικό νόημα, καμία καθολικότητα δεν ενδιαφέρει. Χωρίς αίμα και σάρκα, οι ιδέες δεν έχουν κανένα αντίκρισμα.
Αντί των «παρωχημένων» αυτών ερωτημάτων αλλά και μπροστά στην απόλυτη αδυναμία λήψεως αποφάσεων εκτός Μνημονίου, η εύκολη συνταγή. Ανακαλείται το φάσμα του φασισμού, η καταπολέμηση του οποίου νομιμοποιεί κάθε δυνατό μέσο. Η μεν κυβέρνηση πολλαπλασιάζει τις πραξικοπηματικές της ενέργειες, όπως έκανε με την διακοπή λειτουργίας της Δημόσιας Τηλεόρασης, προσάγοντας βίαια ενώπιον της Δικαιοσύνης εκλεγμένους αντιπροσώπους του Κοινοβουλίου, χωρίς καν να έχει τεθεί εκτός νόμου το εν λόγω κόμμα. Τα δε κόμματα της αντιπολίτευσης, που ξέρουν να εκμεταλλεύονται τους παραδοσιακούς αταβισμούς, επαφίενται πλέον στην ανεξάρτητη Δικαιοσύνη για να επιτελέσει γαλήνια το έργο της εναντίον «των μαχαιροβγαλτών και του υποκόσμου». Με τους ίδιους χαρακτηρισμούς καταδιώκονταν κάποτε και οι κομμουνιστές.
Η Χ.Α. ασφαλώς είναι απαράδεκτη. Δεν μπορεί να πείσει ούτε ιδεολογικώς, ούτε αισθητικώς. Είναι, μάλιστα, προορισμένη να εξαφανισθεί, διότι δεν υφίσταται ελληνική «φασιστική» παράδοση, παρά μόνο δάνειες και συγκυριακές αντιδράσεις. Εξού και οι απεγνωσμένες προσπάθειές της για να ενεργοποιήσει την αδρανούσα εθνικιστική συνείδηση, η οποία όμως δεν έχει καμία σχέση με το φασισμό ως ιστορικά καθορισμένη πολιτική έννοια. Μολαταύτα, η ανταπόκριση της στην κοινωνία είναι ανάλογη προς τη δριμύτητα της κριτικής της έναντι του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του. Γι’ αυτό και ο τρόπος με τον οποίο επιδιώκεται η εξουδετέρωσή της δεν δείχνει απλώς την τρομερή αμηχανία μπροστά στο πολιτικό κενό της χώρας. Ευνοεί υπογείως δυσάρεστες προοπτικές αισθητικής και ιδεολογικής μετάλλαξης των απροστάτευτων. Οι διακοπές, στην πραγματικότητα, τέλειωσαν οριστικά, θα έλεγε ο ποιητής!

* O Aντώνης Ζέρβας είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο: Μερησαήρ, Μερησαήρ. Ειρμοί νεκρώσιμοι – Εκδόσεις Μελάνι 2013

Το επόμενο Σάββατο γράφει ο Δημήτρης Αρμάος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!