Ποια είναι η καρδιά του βιβλίου; Η ανειρήνευτη σύγκρουση δυο διαφορετικών νοηματοδοτήσεων του βίου. Η Αντιγόνη εκπροσωπεί αυτό που εκπηγάζει από τη φύση και εκδηλώνεται ως ζωή και ως θάνατος -κοινά σε όλους- και πάνω στο οποίο συντίθενται πολιτισμός, κοινωνικοί δεσμοί, φροντίδα για ζωντανούς και νεκρούς, «ζωή ανθρώπων κι όχι αλληλοσπαρασσόμενων άγριων θηρίων» (σ. 15). Από την άλλη, ο Κρέοντας εκπροσωπεί τη συγκρότηση της κρατικής εξουσίας σε μια κοινωνία με αποκλεισμούς, ταξική δόμηση και σύμφυτες ανελέητες συγκρούσεις. […]
Πρώτα απ’ όλα, η Αντι-γόνη είναι γόνος αντ-άξια του γένους της, καθόσον «δεν έμαθε να υποχωρεί στα κακά» (σ. 31), όπως κι ο σπαραχτικός πατέρας της Οιδίποδας. Ταυτόχρονα όμως η Αντιγόνη (είπαμε ότι τα «αντί» είναι αμφίσημα) ξεπερνά το αιματηρό δούναι και λαβείν του γένους της. Οδηγείται σε τάφο, αλλά ζώσα. Γίνεται μεθόριος ζωής και θανάτου, αυτή που επέμενε στην αδιάκριτη φροντίδα ζωντανών και νεκρών.
Δεύτερο, η Αντιγόνη είναι αμφίσημα αντί-θεος. Δρα δηλαδή, κατά τον Χέλντερλιν, σε συμφωνία με τον θεό, μα ταυτόχρονα αμφισβητεί κάθε νόμο διαμεσολάβησης μαζί του, κι έτσι, με αυτή τη «βλασφημία» γίνεται αντ-άξια του θεού και σηκώνει η ίδια το βάρος της σύγκρουσης με το άδικο. […]
Τρίτο, η Αντιγόνη είναι αντι-τύραννος, καθώς αντιτίθεται όχι μόνο στην τυραννική άσκηση της κρατικής εξουσίας, αλλά, όπως είπαμε, στο καθαυτό Κράτος. Η ανάδυση του Κράτους βέβαια σημαίνει την προτεραιότητα του πολιτικού επί των συγγενικών σχέσεων και των μυθικών θεμελίων τους. Ωστόσο συνοδεύεται από το ταξικό άδικο, την πατριαρχία και τον διαβρωτικό ρόλο του χρήματος. […]
Η στάση της Αντιγόνης μπορεί να θεωρηθεί νοσταλγία της αρχαϊκής κοινότητας της θεμελιωμένης στη φύση και στους δεσμούς αίματος, σε αντίθεση με τις πολιτικές σχέσεις που συγκροτούν το Κράτος χωρίς να πηγάζουν από τη συγγένεια (σ. 37, 47). Το να αφουγκραστεί κανείς σεβαστικά τη φύση είναι σπουδαίο ζήτημα. Αλλά δεν αρκεί. Τι υποβόσκει σε όλο τον αρχαίο κόσμο, και ειδικά στη φυσιοκρατία της Αντιγόνης; Υποβόσκει η αντίληψη περί κυκλικής πορείας της ιστορίας, δηλαδή η πεποίθηση ότι ο τρόπος ύπαρξης του κόσμου παραμένει αιωνίως ο ίδιος.
Οι όποιες αλλαγές δεν θίγουν το μοτίβο του πνιγηρού κύκλου, πράγμα που σημαίνει ότι για τον αρχαίο άνθρωπο η ανάδυση του ριζικά νέου, ενός κόσμου πραγματικά αλλιώτικου ήταν κάτι αδιανόητο. Το σπάσιμο του κύκλου και την εννόηση της ιστορίας ως σπειροειδούς πορείας που κινείται προς ένα μέλλον το οποίο δεν έχει ξαναϋπάρξει, τα κόμισε στην ανθρωπότητα η Βιβλική σκέψη. Φρονώ ότι ο Μιχαήλ τα προϋποθέτει αυτά αρρήτως, και γι’ αυτό λέει: «Το Μεσσιανικό και η Ενσάρκωση μέσα στην Ιστορία είναι αδιανόητα στον παγανιστικό κόσμο της Αντιγόνης» (σ. 28).
Ταυτόχρονα όμως ο παθιασμένος με την απελευθέρωση Μιχαήλ διαβάζει έτσι την Αντιγόνη ώστε να αλιεύσει από τα μύχιά της το μη-προφανές πολύτιμο: όχι την επιθυμία της για παλινόρθωση, αλλά την ανομολόγητη στον κόσμο της δίψα για το άλμα στο μέλλον, για το τάνυσμα προς έναν νέο κόσμο. Αλλά η ανατολή του νέου κόσμου δεν είναι κάτι που θα έρθει μηχανιστικά, σαν φυσικό φαινόμενο, με τον άνθρωπο απλώς σε στάση αναμονής/υπομονής. Ο νέος κόσμος θα ανατείλει με τη διαμεσολάβηση της ανθρώπινης πράξης, και στη μαρξιστική οπτική η πράξη που θα κάνει μπορετό το σπάσιμο του κύκλου είναι η επανάσταση (πρβλ. σ. 26-30).
Η ονειρεμένη συμφιλίωση των αντιθέσεων δεν σημαίνει την καταλλαγή εντός του παλιού κόσμου, αλλά τη ρήξη μαζί του. Ο κόσμος του συμφιλείν είναι αυτός που θα ανατείλει. Τα τανύσματα προς αυτόν σηματοδοτούν την «άγια δυνατότητα ενός Κόσμου Άλλου» (σ. 33), «το πανάρχαιο όνειρο της συμφιλίωσης μιας νέας Κοινότητας των ίσων ανθρώπων και της Φύσης» (σ. 53), μιας κοινότητας με βασική αρετή την ανύστακτη έγνοια να μην απιστήσει στην ελευθερία.
Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Δρ Θεολογίας και διευθυντής του περιοδικού «Σύναξη», γράφει για το βιβλίο του Σάββα Μιχαήλ «Αντι-γόνη, Αντί-θεος, Αντι-Τύραννος» (εκδ. Άγρα, Αθήνα 2020). Ολόκληρη η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε στην Εφ.Συν. στις 13 Σεπτέμβρη.