Αυτό που έλειπε δεν ήταν μια «νέα σοσιαλδημοκρατία»…
Σε μια πρώτη ανάγνωση, τα αποτελέσματα των πρόωρων γενικών εκλογών της περασμένης Κυριακής στο ισπανικό κράτος αφήνουν πικρή γεύση. Και την αίσθηση ότι χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία. Από τις ισπανικές πολιτικές δυνάμεις (εξαιρουμένων δηλαδή των «περιφερειακών» αυτονομιστικών σχηματισμών), το δεξιό Λαϊκό Κόμμα του Ραχόι είναι το μοναδικό που έχει λόγους να πανηγυρίζει – τουλάχιστον σε σχέση με τις «ατελέσφορες» εκλογές του περασμένου Δεκεμβρίου, όταν πήρε το χαμηλότερο ποσοστό στην ιστορία του. Επαναπατρίζοντας, μεταξύ άλλων, και περίπου 400.000 από τους ψηφοφόρους του που στις εκλογές του 2015 είχαν κατευθυνθεί στους «μοντέρνους νεοφιλελεύθερους» Ciudadanos (οι οποίοι υπέστησαν και νέα ήττα), αναδείχθηκε με διαφορά πρώτη δύναμη και εξέλεξε 14 επιπλέον βουλευτές.
Πατώντας πάνω στον «κίνδυνο περαιτέρω ακυβερνησίας σε κρίσιμες στιγμές» μετά από ένα εξάμηνο πολιτικού αδιεξόδου, το Λαϊκό Κόμμα κατάφερε να επανασυσπειρώσει μεγάλο μέρος της παραδοσιακής βάσης του και τώρα διεκδικεί εκ νέου να είναι η βασική δύναμη ενός νέου κυβερνητικού συνασπισμού. Φυσικά, ακόμη και με τους 137 βουλευτές που έχει πλέον, απέχει πολύ από την απαιτούμενη αυτοδυναμία των 176 εδρών, και η πολιτική αβεβαιότητα που πυροδοτήθηκε από τα αποτελέσματα των προηγούμενων εκλογών κάθε άλλο παρά έχει μειωθεί. Όμως οι υπόλοιπες συστημικές δυνάμεις, πρώτα-πρώτα το «σοσιαλιστικό» κόμμα του Σάντσες και οι Ciudadanos του Ριβέρα, νιώθουν αυξημένη πίεση να συναινέσουν σε μια κυβέρνηση με βασικό κορμό τη Δεξιά – είτε συμμετάσχουν σε αυτήν είτε της προσφέρουν την ανοχή τους.
Παρόλο που κράτησαν τα ποσοστά του 2015 (χάρη στην αυξημένη αποχή) αν και έχασαν μαζί πάνω από 500.000 ψήφους, οι «σοσιαλιστές» και οι Ciudadanos απώλεσαν συνολικά 13 έδρες. Έτσι, τώρα είναι πιο ευεπίφοροι στις πιέσεις που ασκούν πάνω τους το Βερολίνο, οι Βρυξέλλες και άλλοι δυναμικοί παράγοντες ώστε «να συμβάλουν στην επιστροφή της πολιτικής σταθερότητας». Μέχρι στιγμής ιδίως οι «σοσιαλιστές» απεύχονταν και απέφευγαν μια τέτοια συνεργασία με τη Δεξιά, επειδή γνωρίζουν καλά ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι οι πρώτοι που θα πληρώσουν τη νύφη, δηλαδή τη λαϊκή δυσαρέσκεια, και μάλιστα σύντομα. Τις επόμενες εβδομάδες θα δούμε αν θα «αυτοθυσιαστούν» ώστε να δώσουν ανάσα, έστω και προσωρινή, στο πολιτικό σύστημα της Μαδρίτης και στον ξένο παράγοντα.
Η χαμένη ευκαιρία
Η πικρή γεύση επιτείνεται από τη χαμένη ευκαιρία της ελπίδας που ονομαζόταν Podemos. Όταν πρωτοεμφανίστηκε αυτή η νέα πολιτική δύναμη με επικεφαλής το χαρισματικό Πάμπλο Ιγκλέσιας, ολόκληρο το παλιό και διεφθαρμένο ισπανικό πολιτικό σύστημα ταρακουνήθηκε. Και ταυτόχρονα εκατομμύρια άνθρωποι είδαν στους Podemos, οι οποίοι υπόσχονταν να φέρουν τα πάνω κάτω στο ισπανικό κράτος, μια ρεαλιστική διέξοδο από τον ατελείωτο κύκλο δεκαετιών καταπίεσης και λιτότητας, που κορυφώθηκε μετά την είσοδο της Ισπανίας στην εποχή των μνημονίων. Όμως η σταδιακή «υπευθυνοποίηση» και προσαρμογή των Podemos σιγά-σιγά πάγωσε τον αρχικό ενθουσιασμό, για να καταλήξει την περασμένη Κυριακή σε μια ψυχρολουσία για την ηγετική ομάδα τους.
Παρά την εκλογική συνεργασία με την Ενωμένη Αριστερά, και παρά τη στήριξή τους από τρεις αυτόνομες «περιφερειακές» συμμαχίες στην Καταλονία, τη Βαλένθια και τη Γαλικία, οι Podemos δεν πέτυχαν το στόχο να ξεπεράσουν τους «σοσιαλιστές» και να αναδειχθούν σε δεύτερη πολιτική δύναμη. Ο αριθμός των βουλευτών που εξέλεξε ο συνασπισμός Unidos Podemos «κόλλησε» στο 71. Αλλά η ζημιά γίνεται φανερή όταν συγκριθούν οι ψήφοι του 2015 και του 2016: οι 6.140.000 πολίτες που επέλεξαν τα ψηφοδέλτια των Podemos και της Ενωμένης Αριστεράς πριν ένα εξάμηνο, τώρα περιορίστηκαν σε 5.050.000. Δηλαδή πάνω από ένα εκατομμύριο ψήφων χάθηκε… Και είναι φανερό πού πήγε: όχι σε κάποιο άλλο ισπανικό κόμμα, αλλά σχεδόν ολόκληρο στην αυξημένη αποχή.
Οι διακηρύξεις του Πάμπλο Ιγκλέσιας ότι «αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι μια νέα σοσιαλδημοκρατία» και τα συνακόλουθα «μέτρα» που λήφθηκαν με την ψευδαίσθηση ότι θα επιτρέψουν την προσέλκυση μετριοπαθών ψηφοφόρων (μεταξύ των οποίων η… απαγόρευση κόκκινων σημαιών στις προεκλογικές συγκεντρώσεις!) έκαναν μια τρύπα στο νερό. Δεν έφεραν νέους ψηφοφόρους, πράγμα που έπρεπε να είναι αναμενόμενο, αφού οι μετριοπαθείς ήταν ανήσυχοι από την παρατεταμένη αδυναμία σχηματισμού σταθερής κυβέρνησης. Και ταυτόχρονα απογοήτευσαν το πιο ριζοσπαστικοποιημένο κομμάτι της κοινωνίας, που επέστρεψε στην αποχή (αυτή τη φορά ψήφισαν 1,3 εκατομμύρια ψηφοφόροι λιγότεροι σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2015…).
Το πρόβλημα της Μαδρίτης παραμένει οξύ
Αυτή η εξέλιξη δεν είναι παράλογη: σε περίοδο βαθιάς κρίσης και μεγάλης λαϊκής δυσαρέσκειας, δεν είναι μια «νέα σοσιαλδημοκρατία» αυτό που λείπει… Ιδίως όταν τα παραδείγματα της «κεντροαριστερής» διαχείρισης, είτε νέου (Ελλάδα) είτε παλιού τύπου (Ιταλία), κάθε άλλο παρά εμπνέουν τους δυσαρεστημένους να επενδύσουν με ενθουσιασμό σε αντίστοιχα εγχειρήματα. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το πρόβλημα του διαπλεκόμενου και σάπιου συστήματος της Μαδρίτης παραμένει οξύ: πρέπει να επιβάλλει σύντομα μια συμμαχία συστημικών κομμάτων η οποία θα είναι εκ γενετής εύθραυστη και θα έχει να διαχειριστεί δύο μεγάλα αγκάθια. Πρώτον, την κοινωνική δυσαρέσκεια που παραμένει ισχυρή εξαιτίας της απάνθρωπης πολιτικής που ακολουθείται. Και δεύτερον, τη βαθιά κρίση του ισπανικού κράτους, το οποίο απεχθάνονται εκατομμύρια υπηκόων του στην Καταλονία και αλλού, αποζητώντας την ανεξαρτητοποίησή τους από τη Μαδρίτη.
Ο αυτοχειριασμός των Podemos (μόνιμος ή προσωρινός, αυτό θα εξαρτηθεί και από τις εξελίξεις στο εσωτερικό αυτού του νεαρού, ακόμη, πολιτικού σχηματισμού) δεν θα αρκέσει για να διασωθεί και να ξαναβρεί τη σταθερότητά του το σύστημα της Μαδρίτης. Πόσο μάλλον που όλα αυτά συμβαίνουν στο φόντο μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία έχει μπει και επίσημα πλέον, μετά το Brexit, στη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της, και βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τεράστια, γενικευμένη και… εύλογη απέχθεια των «υπηκόων» της.
Ερρίκος Φινάλης