Ήταν τέτοιες γιορτινές μέρες, παραμονές Πρωτοχρονιάς του ’60 στη Μυτιλήνη.

Τα σχολειά κλειστά κι’ εγώ έψηνα το Μυρσινελ’ για καμιά βόλτα στα Τσαμάκια.

Βάζει όμως την ουρά του ένας ανέραστος κατά πως φαίνεται διάβολος και αρχίζει να ρίχνει βροχή με το τουλούμι.

Πάνε οι βόλτες…

Και σαν να μην έφτανε αυτό, κατεβαίνει η βροχή ποτάμι στο κτήμα μας στο Καγιάνι και παίρνει παραμάσχαλα πεζούλια και μπασιές.

Ο πατέρας μου πάει να σκάσει.

– Άντε, σήκω απ’ τον καναπέ και πάμε να δούμε τι θα κάνουμε…

Εγώ το δίχτυ με το προσφάγι, ο πατέρας την τσάπα και το φτυάρι και αξημέρωτα με το πόδι μέσα στη βροχή για το κτήμα.

Ίσωμα τα πάντα.

Άντε από την αρχή, περάσματα, δρομάκια, σέτια, αυλάκια, πεζούλια.

Και το λιομάζωμα να μην έχει τελειώσει ακόμα.

Έβριζα, χτυπιόμουν, καταριόμουν, τα έβαζα με θεούς και δαίμονες.

– Δεν θα ξαναγίνουν με τα λόγια, μου λέει ο πατέρας μου. Εμείς θα τα ξαναφτιάξουμε.

Ούτε ο Θεός, ούτε ο θυμός.

Άσε, λοιπόν, τις κουβέντες και πιάσε την τσάπα.

Μέχρι αργά το βράδυ μας πήρε για να τελειώσουμε κι’ αν δεν ήταν οι γειτόνοι, δεν θα τα καταφέρναμε.

Έβρεχε πάλι πολύ, εκείνη τη μέρα που άκουσα τον Μανώλη Γλέζο στο Resistance Festival, να λέει: «Θα σκάψουμε τον δρόμο που θα διαβούμε. Δεν έχουμε έτοιμο δρόμο. Εμείς θα φτιάξουμε τον δρόμο που θα διαβούμε…».

Συμφωνώ, έτσι είναι.

Όμως…

Όμως δε βλέπω «σκαφτιάδες και σκαψίματα».

Ίσως εγώ να μην τα βλέπω, και τότε λίγο το κακό.

Ίσως όντως να μην υπάρχουν και τότε το «κακό» είναι μεγάλο.

Θα χάσουμε το «λιομάζωμα», θα πάει κατά διαβόλου και η «σοδειά».

Κάτι φταίει.

Μπορεί να μας λείπουν τα φτυάρια και οι τσάπες, τα «εργαλεία» για το σκάψιμο.

Και άμα δεν τα έχεις, δεν γίνεται δουλειά.

Και δεν είναι «εργαλείο», η επένδυση στην αγανάκτηση και η επανάπαυση σε «υπόγεια κοινωνικά ρεύματα». Καμιά φορά, τούτα όλα μπορεί να γίνουν εμπόδια.

Εργαλείο μπορεί να είναι η απόφαση, το σχέδιο, το όραμα, η πολιτική οργάνωση.

Λέω εγώ…

Μπορεί το χώμα να είναι σκληρό, πετραδιασμένο, γιατί δεν το φροντίσαμε τόσα χρόνια και το αφήσαμε σε κακά αφεντικά.

Και δυστυχώς δεν μαλακώνει από τα λάθη του «αντίπαλου».

Θέλει «πότισμα» και με ιδέες και με δράση και με το προσωπικό παράδειγμα.

Άμα δεν αφρατέψει το «χώμα», πώς να σκάψεις το δρόμο σου;

Μπορεί να μην υπάρχουν «εργάτες», ίσως και οι «μάστοροι» να μην είναι οι κατάλληλοι.

Και τούτη η έλλειψη, δε σώνεται με όμορφα συνθήματα και επαναστατικές προτροπές.

Θέλει έμπνευση και πίστη στο όνειρο και στις ανάγκες.

Θέλει εμπιστοσύνη στους εργάτες και μαστόρους άξιους.

Μπορεί να πιστέψαμε όλους αυτούς που φοβισμένοι μας καθησυχάζουν:

– Πάντα έτσι γίνεται. Μπόρα είναι, θα περάσει. Ζήσαμε και χειρότερα.

Και χρόνια τώρα, πολλά χρόνια τώρα, ζούμε τα χειρότερα ξέροντας πως θα τα ξαναζήσουμε.

Το κισμέτ τη εξαθλίωσής μας!

Με μόνη μας ελπίδα, ο επόμενος βιαστής μας να είναι πιο καλός από τον προηγούμενο.

Υπάρχουν πολλά «μπορεί», πολλές αιτίες και εξηγήσεις που μπορεί να σε κάνουν να χαθείς ψάχνοντας και αναλύοντας.

Να σε κάνουν να ξεχάσεις πως εσύ θέλεις ένα «δρόμο».

Και δυστυχώς, τούτον το δρόμο μόνο ένας τρόπος υπάρχει να τον βρεις.

Να αποφασίσεις να τον φτιάξεις.

Όχι μόνος σου.

Και άμα τα καταφέρεις και τον φτιάξεις, να αποφασίσεις να τον διαβείς.

Όχι μόνος σου.

Κι άμα ο καιρός χαλάσει και δυσκολέψουν τα πράγματα και η νεροποντή τα κάνει όλα ίσωμα, όπως τότε το ’60 στο κτήμα μας, να πάρεις φτυάρια και γκασμάδες και να τον ξανανοίξεις.

Όχι μόνος σου.

Με τους γειτόνους.

Γιατί το λιομάζωμα δεν τέλειωσε ακόμα.

Και η σοδειά μπορεί να σωθεί.

Καλή χρονιά και καλά μυαλά να έχουμε…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!