Για άλλη μια χρονιά, το 23ο Φεστιβαλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονικής προβάλλεται διαδικτυακά, αυτή τη φορά όμως επί πληρωμή και δίχως τα διαγωνιστικά τμήματα, που προγραμματίστηκαν να προβληθούν τον Ιούνιο, τόσο στις κινηματογραφικές αίθουσες, όσο και σε ονλάιν προβολές.

Στο πρωτότυπο αφιέρωμα «Προορισμός Ταξίδι» προβλήθηκε το αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ-δοκίμιο «Αν είχα τέσσερις καμήλες» (1966) του σπουδαίου Γάλλου κινηματογραφιστή Κρις Μαρκέρ (1921-2012), με πρώτη ύλη τις εξαιρετικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τα ταξίδια του, που σε επεξεργασμένη διαδοχική παράθεση συναντούν τους εκτός κάδρου εμπεριστατωμένους φιλοσοφικούς και πολιτικούς στοχασμούς του. Η στραμμένη στην ουτοπία πολιτική ματιά του Μαρκέρ αναζητά την ουσία του σοσιαλισμού, αντιπαραθέτοντας με κριτικό πνεύμα μερικές από τις τελευταίες αγνές εικόνες των σοσιαλιστικών χωρών που δίψαγαν για τα κομφόρ της Δύσης. Με υποθετική συνθήκη πως ένας ερασιτέχνης φωτογράφος και δυο φίλοι του σχολιάζουν φωτογραφίες από διάφορα μέρη του κόσμου, η κάμερα εστιάζει σε λεπτομέρειες, ενώ σε αντίστροφη κίνηση, το κάδρο ανοίγεται από μια λεπτομέρεια στην πλήρη εικόνα, αποκαλύπτοντας ενδεχομένως διαφορετικό περιεχόμενο, σε πλάνα πότε με σταθερό, πότε με γρηγορότερο ρυθμό συρραφής, συνοδεία πιανιστικών κομματιών, ασιατικών κρουστών, τζαζέ πρωτοποριακών αυτοσχεδιασμών και επεξεργασμένων ήχων.

Με αφετηρία πως «Η φωτογραφία είναι κυνήγι», αλλά χωρίς την επιθυμία να σκοτώσεις, οπότε «με τη φωτογραφία δεν τερματίζεις μια ζωή, χαρίζεις την αθανασία», ο Μαρκέρ παίζει συνειρμικά με νοήματα και σχήματα, φορτίζοντας την εικόνα με βαθυστόχαστο γνήσιο καταστασιακό στοχασμό, πλάι στα πρωτοποριακά καπρίτσια της νουβέλ βαγκ, λίγο πριν ριζοσπαστικοποιηθούν τα νεολαιϊστικα κινήματα στη Δύση.

Επικεντρώνοντας αρχικά σε παρόμοιες θεματικές από διαφορετικές χώρες, συνδέει εικόνες από κομμωτήρια στην Κορέα και πλανόδιους κωμμοτές στην Κούβα, εκχιονιστικά τρένα στην Λαπωνία και το πιο γρήγορο τρένο του κόσμου στο Τόκυο, αναδεικνύοντας πολλαπλές αντιπαραθετικές συγκλίσεις μεταξύ διαφορετικών χωρών, πόλεων, πολιτευμάτων και νοοτροπιών.

Ο Μαρκέρ περιδιάβηκε στην ΕΣΣΔ όταν ήταν ακόμα η εποχή του «διπλού τάφου», όπως αναφέρει, σχολιάζοντας τη φωτογραφία της πύλης του μαυσολείου, με την επιγραφή «Λένιν-Στάλιν». «Τότε, κατέβαινες τον Βόλγα μέσα σε ένα πλοίο που όταν έφευγε από το Λένινγκραντ λεγόταν Μολότοφ και όταν επέστρεφε Μπαλτίκα…», ενώ στην εκτεταμένη του αναφορά στην ΕΣΣΔ, αναφέρεται στα «πλανητικά συστήματα» που συναντούσε στους δρόμους, με κάποιο ξένο στο κέντρο περίεργων Μοσχοβιτών. Στιγματίζει επίσης την πρώτη φορά που ξεδιπλώθηκε μεταπολεμικά στη Μόσχα η αμερικάνικη σημαία, για να επιστρέψει λιγότερο αθώα στην αμερικάνικη έκθεση του ’50, που ονομάζει «μεγάλη επιχείρηση αποπλάνησης» σχολιάζοντας καυστικά «ο Αβραάμ Λίνκολν παντρεύτηκε την Μέριλυν Μονρόε και γέννησαν πολλά μικρά ψυγεία». Παράλληλα εμμένει στην αποδοκιμασία των Μοσχοβιτών απέναντι στην έκθεση Σύγχρονης Τέχνης, με φωτογραφίες από τις αμήχανες αντιδράσεις τους μπροστά σε πίνακες και γλυπτά, που αντιπαραθέτει σε εξιδανικευμένα πορτραίτα του Λένιν, απαξιώνοντας πανυγηρικά την αισθητική του σοβιετικού ακαδημαϊσμού, πλάι σε φωτογραφίες της μοσχοβίτικης εκδοχής της βέσπας και μιας τζαζ μπάντας στα βάθη της Σιβηρίας, με τεράστια τρίγωνη μπαλαλάικα, αντί κοντραμπάσου.

Επικριτικός αλλά όχι άδικος, παραλληλίζει με το λιώσιμο των πάγων τη βελτίωση του επιπέδου ζωής και τον φιλελευθερισμό, στιγματίζοντας ωστόσο την άνεση της στροφής προς τον καταναλωτισμό, ενώ επισημαίνει με πίκρα τη μεγάλη προθυμία της νεότερης ρομαντικής γενιάς, που παρέκαμψε το σταλινισμό και ονειρεύτηκε το 1917 ανάμεσα στους Ρώσους, «που κέρδισαν το δικαίωμα να αναπνεύσουν λίγο» και τους Κινέζους. Με ένα ρώσικο μοναστήρι δίνεται πάσα στο ελληνικό Άγιο Όρος, όπου βρέθηκε ο Μαρκέρ αρχές του ’50, αποτυπώνοντας μακριά από κάθε εξιδανίκευση, φτώχεια και εγκατάλειψη στα ελληνικά ερειπωμένα μοναστήρια, με εικόνες από καταρρακωμένους γενειοφόρους μοναχούς πάνω σε γαϊδουράκια, ενώ ο φακός του αιχμαλωτίζει μια τοιχογραφία ναϊφ πλάι στο πορτρέτο του «φασίστα δικτάτορα» Μεταξά, αλλά και μια θηλυκή γατούλα, που καταστρατήγησε τους κανόνες του άβατου. Μεταφερόμενος στην Κούβα του Φιντέλ Κάστρο φωτογραφίζει το σύνθημα στον τοίχο «Όταν προδίδεις τους φτωχούς, προδίδεις τον Χριστό», σχολιάζοντας πως «Υπάρχει κάτι χειρότερο από την τυραννία και είναι η σιωπή: η απόσταση ανάμεσα σε εκείνους που έχουν την εξουσία και εκείνους που δεν την έχουν», στιγματίζοντας τη μέρα που είδε φτωχούς ευτυχισμένους, στις 3/7/1962, πρώτη μέρα της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, όπου ο Μαρκέρ βρέθηκε στη φτωχογειτονιά της Ναντέρ, για να φωτογραφίσει αντιδράσεις, χαμόγελα και γλέντια του αραβικού πληθυσμού, στα παραπήγματα του αποκεντρωμένου νεοσύστατου γκέτο, απαθανατίζοντας «μια στιγμή ευτυχίας που την πλήρωσαν με επτά χρόνια πολέμου». Υπέροχοι συνειρμοί ξεπηδούν με πινακίδες για πύργους και κήπους, το όχημα μιας ταξικής παραβολής του σκηνοθέτη με έξυπνες και διασκεδαστικές φωτογραφίες από ζωάκια και παιδάκια, πλάι σε εικόνες από κινέζικες φάμπρικες και ντροπαλές βορειοκορεάτισσες με στρατιωτική αμφίεση, πλεξούδες και κασκέτο. Η πίκρα ξεχειλίζει, μιλώντας για την ένδοξη «μοναδική γενιά της οποίας η ζωή είχε συμβαδίσει με την Επανάσταση, που μια μέρα ωστόσο αναγκάστηκε να δει κατάματα τα εγκλήματα του Στάλιν και το σχίσμα του Μάο, όταν ο σοσιαλιστικός κόσμος έπαψε να είναι τόπος ενιαίας πίστης και ενιαίας αδελφότητας».

Στο ίδιο Τμήμα ξεχώρισε το ντοκιμαντέρ «Στα βήματα του Μπρούς Τσάτουιν» (2019), του Βέρνερ Χέρτζογκ, που ακολουθεί τις διαδρομές του θρυλικού εξερευνητή-συγγραφέα και καρδιακού φίλου του, Μπρους Τσάτουιν (1940-1989), που πέθανε πρόωρα από AIDS. Το δρομολόγιο ταξιδιών του Τσάτουιν, από περιγραφές και χαρακτήρες των βιβλίων του, ξετυλίγεται στο ντοκιμαντέρ του Χέρτζογκ σε 8 κεφάλαια, όπου ανιχνεύεται η ουσία του έργου με βασικούς άξονες τα ταξίδια, τα τοπία και την εναλλακτική θεωρία του νομαδισμού, κοσμοθεωρία που απαρνήθηκε τη μεταπολεμική κοινωνία της ευμάρειας, αναζητώντας τη χαμένη πνευματική αγνότητα στις ρίζες της ανθρωπότητας, τους πρωτόγονους πολιτισμούς και τις παγανιστικές λατρείες, σε παράλληλη στροφή με τη χίπικη «επιστροφή στη φύση». Ο Χέρτζογκ δημιουργεί υπερβατικές εικόνες κινηματογραφώντας τα τοπία του Τσάτουιν υπό τους ήχους της μουσικής του Ολλανδού τσελίστα Έρνστ Ρέιζσέγκερ και τις φωνές του φωνητικού συνόλου από τη Σαρδηνία Tenore e Cuncordu de Orosei, ενώ ξεπηδούν και ιστορίες της επίδρασης στον σκηνοθέτη της χαρισματικής προσωπικότητας του συγγραφέα, που «μετέτρεπε παραμύθια και θρύλους σε ταξίδια του νου».

Ο Νίκολας Σαίξπηρ, βιογράφος του συγγραφέα, αναφέρεται στην καθοριστική επίδραση που είχε στον Τσάτουιν μια βιτρίνα στο σπίτι του, με περίεργα αντικείμενα από ταξίδια του ναυτικού ξαδέρφου της μητέρας του. Στα περίφημα σημειωματάρια του Τσάτουιν αποδεικνύεται πως «τροποποιούσε τα στοιχεία που κατέγραφε, ώστε να γίνουν πιο πραγματικά και από την ίδια την πραγματικότητα». Παρομοιάζοντας το στυλ αφήγησης του Τσάτουιν με σφαίρα φωτός στα σκοτεινά μέρη της γνώσης, ο βιογράφος του ισχυρίζεται πως έδρασε σαν προάγγελος του διαδικτύου, εννώνοντας φαινομενικά ασύνδετα στοιχεία από φιλοσοφία, αρχαία λογοτεχνία και μυθολογία πολιτισμών, με απίθανες καταστάσεις.

Με εκκίνηση το πρώτο του βιβλίο «Παταγονία» (1977), διερευνάται πώς ένα περίεργο κομμάτι δέρματος προϊστορικού ζώου έγινε το έναυσμα να αναζητήσει ένα ναυάγιο στην Πούντα Αρένας στη Νότια Αμερική, αλλά και το

πραγματικό σπήλαιο, όπου το 1895 ανακαλύφθηκε το περίφημο εκείνο απομεινάρι, δέρμα μυλόδοντα, που εξαφανίστηκε πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια.

Σαν άλλος Ιντιάνα Τζόουνς, ο Τσάτουιν με σπουδές στην αρχαιολογία στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, που εγκατέλειψε για να γίνει ταξιδευτής-νομάς, παθιαζόταν με την προιστορία και την πρώιμη εξελιξη του ανθρώπινου είδους, όπως διαφαίνεται σε μια φωτογραφία του, από παλαιοντολογική ανασκαφή στην Κένυα, τη μέρα που ανακαλύφθηκε το κρανίο ενός ανθρωπίδα, ηλικίας 1,5 εκατομμυρίου ετών.

Σε εναέριες πανοραμικές λήψεις καταγράφεται η πράσινη κοιλάδα του λόφου Σίλμπερι, τμήμα του μεγαλύτερου στον κόσμο νεολιθικού συμπλέγματος στο Έιβμπερι Γουίσλιρ, «μυθικού τόπου προέλευσης» του Τσάτουιν, που επισκεπτόταν με το ποδήλατό του σε σχολική ηλικία.

Ο σκηνοθέτης επιλέγει απόσπασμα από την πρώτη ασπρόμαυρη ταινία του «Σημάδια ζωής» (1968), που γυρίστηκε στην Κω, με τη χαρακτηριστική σκηνή που άρεσε πολύ στον Τσάτουιν και την περιέγραφε ως «τρελό τοπίο», επειδή ένας Γερμανός στρατιώτης αντικρίζει μια κοιλάδα με δέκα χιλιάδες ανεμόμυλους και τρελένεται. Ο Τσάτουιν στο τέλος της ζωής του ασπάστηκε το ορθόδοξο δόγμα και οι στάχτες του σκορπίστηκαν σε παραθαλάσσιο ξωκλήσι στη Μάνη.

Ο Χέρτζογκ ακολουθει τα χνάρια του Τσάτουιν στην Αυστραλία, εκεί όπου τον πρωτοσυνάντησε το 1983, όταν ο σκηνοθέτης προετοίμαζε την ταινία του «Εκεί που ονειρεύονται τα πράσινα μυρμήγκια» (1984) και ο συγγραφέας έγραφε το βιβλίο του «Τα μονοπάτια των τραγουδιών» (1987), εποχή που ήταν και οι δυο ενθουσιασμένοι με τη μυθολογία των Αβοριγίνων. Ο Τσατουιν επινόησε τον τίτλο του βιβλίου εντυπωσιασμένος από το σύστημα πλοήγησης των Αβοριγίνων, που ταξίδευαν στα ξεροτόπια μέσω μνήμης, ποίησης και αφήγησης. Επιστρέφοντας στην Παταγονία, όπου ο Τσάτουιν έγραψε «η ιστορία φιλοδοξεί να αποκτήσει τη συμμετρία του μύθου», παραθέτονται ασπρόμαυρες φωτογραφίες που είχε δει, των τελευταίων νομάδων της Γης του Πυρός πριν έναν αιώνα, τυλιγμένους σε προβιές και σε μυστηριακές εμφανίσεις με ζωγραφισμένα πρόσωπα και σώματα, εικόνες που συνδυάζονται με προϊστορικές ζωγραφιές σε βράχους. Το ντοκιμαντέρ κλείνει με συνδέσεις της έμπνευσης του Χέρτζογκ μέσα από την παρουσία του Τσάτουιν σε δυο ταινίες του, στο «Κόμπρα Βέρντε» (1987) και στην «Κραυγή της Πέτρας» (1991). Στην πρώτη, που βασίστηκε στο διήγημά του «Ο αντιβασιλέας της Ουίντα» (1980), αναφέρεται πως ο συγγραφέας παρότι ήταν άρρωστος, ταξίδεψε και παρακολούθησε μέρος των γυρισμάτων με μεγάλο ενθουσιασμό. Στη δεύτερη, που αποτελεί φόρο τιμής στον αδικοχαμένο Τσάτουιν, ο Χέρτζογκ αναφέρει πως ο πρωταγωνιστής είναι νομάς και κουβαλάει το δερμάτινο σακίδιο του συγγραφέα, που είχε χαρίσει στον Χέρτζογκ πριν το θάνατό του.

Στο Τμήμα «Top Docs» προβλήθηκε το ντοκμαντέρ «Καετάνο Βελόζο: μέρες χωρίς μουσική» (2020) των Ρενάτο Τέρα και Ρικάρντο Καλίλ. Στα χνάρια των επαναστατικών πολιτιστικών ρευμάτων της δεκαετίας του ’60, το πρωτοποριακό βραζιλιάνικο πολιτιστικό κίνημα «τροπικαλίσμο», με μουσικούς εκπροσώπους τους Καετάνο Βελόζο και Ζιλμπέρτο Ζιλ, αποτέλεσε ένα ισχυρό αισθητικό και ιδεολογικό μανιφέστο, συνδεδεμένο με τον διεθνιστικό σοσιαλισμό, που κυνηγήθηκε άγρια από τη στρατιωτική δικτατορία της Βραζιλίας του 1964, που κράτησε 21 χρόνια, με εκτελέσεις, φυλακίσεις και βασανιστήρια. Στο ντοκιμαντέρ παρουσιάζεται η η μαρτυρία της σύλληψης του Βελόζο. Κινηματογραφημένος μετωπικά, πότε σε κοντινά πλάνα και πότε σε μακρινά, καθισμένος οκλαδόν στην καρέκλα, μπρος από ένα μινιμαλιστικής αισθητικής τσιμεντένιο τοίχο, ο Καετάνο Βελόζο εμφανίζεται με λευκά πλέον μαλλιά και γυαλιά, αλλά πάντα γοητευτικός και εξαιρετικά εκφραστικός. Με παραστατικό τρόπο περιγράφει την ισχυρή ψυχολογική βία που υπέστη σε μια πολυήμερη απομόνωση και την επώδυνη εμπειρία του δίμηνου εγκλεισμού του. Το σπάσιμο της φωνής σε συγκεκριμένες στιγμές και οι παύσεις προδίδουν τον τρόμο που ακόμα νιώθει, μετά από τόσες δεκαετίες. Ανακαλούνται εξομολογήσεις και δυσάρεστες μνήμες, αποκαλύπτοντας πώς μπορεί να μετατραπεί σε δημιουργική διαδικασία η ψυχολογική διεργασία φόβου, επιβίωσης και μνήμης. Από την αρχή της αφήγησής του, ο Βελόζο επισημαίνει την ισχυρή επίδραση, σε βαθμό εμμονής, των τραγουδιών που τραγούδισε με φίλους, την προηγούμενη νύχτα από τη σύλληψή του. Όλα άρχισαν όταν ένας παλιός κομμουνιστής στο διπλανό κελί, του ζήτησε να τραγουδήσει ένα τραγούδι που κατά σύμπτωση είχε τραγουδήσει ο Βελόζο πριν τη σύλληψή του. Φόβος, μοναξιά και παραίτηση που κόντεψαν να τον τρελάνουν στην απομόνωση, καταλάγιασαν μόλις ένας φίλος συγκρατούμενος κατάφερε να του στείλει δυο βιλβία, «Το μωρό της Ρόζμαρι» και τον «Ξένο» του Καμύ, όπου ο Βελόζο υπογραμμίζει άλλη μια σύμπτωση, στο κομμάτι παλιάς εφημερίδας στο πάτωμα που διαβάζε ο πρωταγωνιστής στη φυλακή, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο ίδιος. Μετά και από αυτό, ο Βελόζο έγινε ιδιαίτερα προληπτικός και τα τραγούδια που είχε τραγουδήσει πριν τον συλλάβουν, στο μυαλό του έγιναν οιωνοί καλών ή κακών μαντάτων, ανάλογα με το πόσες φορές τα άκουγε στο ραφιόφωνο των στρατιωτών, όπως το «Hey Jude» των Μπητλς, που είχε θετική επίδραση και το τραγουδάει ζωντανά συνοδεία κιθάρας, με τον χαρακτηριστικό ευαίσθητο ψιθυρισμό του.

Στην απομόνωση, ο Βελόζο αναφέρει πως «κάτι άλλαξε μέσα του». Εξομολογείται πως από τότε έχει δυσκολία στον ύπνο, ενώ αναφέρεται και στην υπνηλία, που τον έπιανε στον ά-χρονο τόπο της απομόνωσης, όταν όλα έσβηναν σαν σε όνειρο.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες διαφαίνονται οι παρατηρήσεις του πως είδε ξανά τον εαυτό του στον καθρέφτη μόνο όταν αφέθηκε ελεύθερος, ενώ τονίζει με θέρμη την απώλεια σεξουαλικής του επιθυμίας, στην ηλικία των 26 ετών, τότε, που όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «στέρεψε τόσο σε εκσπερμάτωση, όσο και σε δάκρυα», ενδεικτικά στοιχεία της καταρράκωσης την οποία επεδίωκε η χούντα με τον εγκλεισμό ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης, χρησιμοποιώντας ψυχολογικές μεθόδους εξόντωσης.

Η τολμηρή αναφορά στο σεξουαλικό θέμα-ταμπού που θίγει ο Βελόζο, ίσως αποτελεί και στοιχείο του ελευθεριακού ερωτισμού της γενιάς της αμφισβήτησης του ’60, με το εμβληματικό «κάντε έρωτα, όχι πόλεμο».

Όταν βρέθηκε σε κελί με άλλους συγκρατούμενους, το αρχικό αίσθημα ενθουσιασμού στο πρόσωπό του μένει μετέωρο, παύση που μαρτυρά ένα ανεπούλωτο τραύμα, πριν αναφέρει με σκοτεινιασμένο βλέμμα, πως εκεί, κάποια βράδια ξυπνούσε από τις κραυγές αυτών που βασάνιζαν. Αν δεν ήταν πολιτικοί κρατούμενοι, ήταν φτωχοί από τις φαβέλες, ταξική αντιμετώπιση που επιβιώνει στη Βραζιλία ως σήμερα και αποτελεί για τον Βελόζο μια «επαναβεβαίωση της δουλείας, την οποία καλούνται όλοι να καταργήσουν για δεύτερη φορά.» Αργότερα, αναφέρεται σε στιγμές στη φυλακή που ενέπνευσαν συγκεκριμένα τραγούδια, όπως όταν η γυναίκα του, του είχε φέρει ένα περιοδικό με τις πρώτες φωτογραφίες της γης από το διάστημα, καθώς και με την ανάμνηση του ωραίου γέλιου της μικρότερης αδερφής του.

Διαβάζοντας και σχολιάζοντας στην κάμερα τις κατηγορίες, όσο και τις καταθέσεις του, υλικό που πρόσφατα έγινε διαθέσιμο, κάνει αναφορά στο περιστατικό με τον λοχαγό που είχε εκπαιδευτεί στις ΗΠΑ, που αφού του μίλησε για «Τροπικαλισμό» και «Μαρκούζε», τόνισε πως αυτό που κάνει με τα τραγούδια του, είναι πολύ πιο υπονομευτικό από τα τραγούδια διαμαρτυρίας, γιατί αυτός επιτίθεται εκ των έσω. Ο Βελόζο αναφέρεται ακόμα έκπληκτος στις κατηγορίες για διαμαρτυρία με τη μορφή «πολιτιστικής τρομοκρατίας» και κλείνει με την ρήση του εικαστικού πρώην πολιτικού κρατούμενου Ροζέριο Ντουάρτε «όταν σε φυλακίζουν, σε φυλακίζουν για πάντα».

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

INFO
Ξεκινούν οι διαδικτυακές προβολές του ντοκιμαντέρ «Παρόντες» του Γιώργου Αυγερόπουλου, ανοιχτές στο κοινό στο parontes.imedd.org από Παρασκευή 12/3/2021 στις 21:00 και καθημερινά από 13/3/2021, Σάββατο-Κυριακή: 17:00, 20:00, 23:00 και Δευτέρα-Παρασκευή: 19:00, 21:00, 23:00.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!