Μετά, στην εφηβεία, ήρθαν οι Μπιτλς, ο Έλβις και οι Ρόλινγκ Στόουνς, και προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, προστέθηκαν ο Μπομπ Ντίλαν με τα αντιπολεμικά του τραγούδια και ο Διονύσης Σαββόπουλος με το αντισυμβατικό του στιλ.
Γραφτό μου ήτανε, επίσης, η Μπέλλου να επιστρέψει, και μάλιστα δριμύτερη και εγγύτερη, στη ζωή μου. Το ’72, που έπιασα δουλειά στη Λύρα, φοιτητής της Νομικής ακόμα, ένα από τα πρώτα μυθικά πρόσωπα που συνάντησα ήταν η Σωτηρία. Έτσι την προσφωνούσαν οι μεγαλύτεροι στην εταιρία όπου είχε πολυετές συμβόλαιο συνεργασίας και ηχογραφούσε πολλά τραγούδια, καινούρια, π.χ. του Θόδωρου Δερβενιώτη και παλιά, όλων των κλασικών, με νέες ενορχηστρώσεις του Στέλιου Ζαφειρίου και του Νίκου Μαμαγκάκη. Το μέταλλο της φωνής της παρέμενε δυνατό και καλογυαλισμένο. Τραγουδούσε όπως περπατούσε, βαριά και σταθερά. Ήταν τεράστιο το προνόμιο που είχα να την ακούω, να τραγουδάει στο στούντιο, από απόσταση αναπνοής. Κι όταν συναντιόμασταν στο γραφείο, κάτι που συνέβαινε συχνά γιατί πάντα χρειαζόταν λεφτά κι ερχόταν για μικρές προκαταβολές έναντι των δικαιωμάτων της, μαλάκωνε όταν τη ρωτούσα για τη διαδρομή της στο τραγούδι, ενώ όταν αργούσαν να την εξυπηρετήσουν άρχιζε τα «γαλλικά» κάνοντας το νεοκλασικό της οδού Κριεζώτου να τρίζει συθέμελα, μ’ αυτή τη φωνάρα στη διαπασών.
Για μένα, η Σωτηρία συμβόλιζε δισκογραφικά την έξοδό μας από την Πόλη. Γι’ αυτό, κόντρα στις αναστολές μου, στάθηκα δίπλα της για μία φωτογραφία στο στούντιο της Κολούμπια. Γενικώς, απέφευγα να βγάζω φωτογραφίες με καλλιτέχνες, γιατί το θεωρούσα ναρκισσιστικό και πολύ παιδικό. Αργότερα, στα φλεγόμενα χρόνια της μεταπολίτευσης, το απέφευγα και για λόγους πολιτικούς. Τώρα, μετανιώνω που δεν έβγαλα περισσότερες με τους καλλιτέχνες που συνεργάστηκα, σαν ιστορικό ντοκουμέντο και σουβενίρ από εποχές δημιουργίας.
Πάπυρος
Το 1973, όταν ηχογραφούσαμε τα τραγούδια του δίσκου «Δεν περισσεύει υπομονή» του συνθέτη Αργύρη Κουνάδη, που έφυγε φέτος από τη ζωή, της εκμυστηρευθήκαμε ότι οι στίχοι του Βαγγέλη Γκούφα ήταν αλληγορικοί με πολιτικά νοήματα και μπορεί να είχε κι αυτή μπλεξίματα με τη χούντα. Η Σωτηρία συνοφρυώθηκε κάπως, αλλά δεν υπαναχώρησε. Πιο πολύ την απασχολούσε το είδος των τραγουδιών που έπρεπε να ερμηνεύσει! Ήξερε ότι αρκετοί συνάδελφοί της είχαν περάσει με επιτυχία αυτό το τεστ, με τραγούδια που έγραφαν οι συνθέτες που είχαν βγάλει ωδεία, και είχε εμπιστοσύνη στις δυνατότητές της, αλλά αυτά τα χωράφια δεν ήτανε δικά της. Τελικά, με την καθοδήγηση του Κουνάδη, ο δίσκος ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε μέσα σε ένα εντυπωσιακό εξώφυλλο με χαρακτικό του Α. Τάσσου σε κόκκινο φόντο.
Με τον ίδιο θαυμασμό, ενδιαφέρθηκε για τη Σωτηρία και ο Σαββόπουλος. Μάλιστα, όταν έριξε στη Λύρα την ιδέα για συνεργασία, οι επιφυλάξεις ήταν πολλές. Πώς θα το πάρει ο κόσμος που ακούει Σαββόπουλο; Και πώς θα το πάρει ο κόσμος που ακούει λαϊκά; Φαινόταν τραβηγμένο. Η Μπέλλου, η ρεμπέτισσα, να τραγουδάει Σαββόπουλο, που άλλοι τον θεωρούσαν ροκά, άλλοι δυσνόητο κι άλλοι μάλλον τρελό. Κι όμως, η ερμηνεία της Μπέλλου στο ζεϊμπέκικο που έγινε γνωστό με τον τίτλο «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια» είναι κάτι σαν αρχαίος πάπυρος, μια αιώνιας αξίας γραφή.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, την έβλεπα και την άκουγα στο Χάραμα. Πήγαινα συχνά στην Καισαριανή γιατί συνεργαζόμουν με τον Τσιτσάνη, με τον οποίο είχαμε γίνει φίλοι. Και απολάμβανα όχι μόνο τις ερμηνείες της, αλλά και τους ατελείωτους καβγάδες της με τον Τσιτσάνη. Κατά κανόνα, για ασήμαντες αφορμές, σαν αντίζηλοι. Για παράδειγμα, τσακώνονταν μονίμως για τη μικροφωνική, γιατί ο Τσιτσάνης ήθελε περισσότερα πρίμα επειδή δεν άκουγε καλά την τσιριχτή φωνή του, ενώ η Σωτηρία ήθελε περισσότερα μπάσα για να τονίζονται οι χαμηλές της.
Τελευταία, επισκεπτόμουν τη Σωτηρία στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου της είχαν παραχωρήσει ένα μικρό δωμάτιο, που το είχε μετατρέψει σε γκαρσονιέρα και το προτιμούσε από το σπίτι της γιατί εκεί αισθανόταν ασφάλεια. Αριστερή ήταν, αλλά το είχε γεμίσει εικονίσματα. Έμεινε εκεί για πολύ καιρό, χωρίς αυτό να είναι ιατρικά απαραίτητο, αφού κανένας δεν σκεφτόταν να της δώσει εξιτήριο ξέροντας ότι τύγχανε της υψηλής προστασίας του Αντρέα Παπανδρέου που ήταν μεγάλος θαυμαστής της.
Ανοξείδωτη
Η Μπέλλου είχε ψηθεί πολύ στο περιθώριο, και ανέβηκε στο πάλκο από τις πρώτες. Πριν ακόμα αρχίσουν να πηγαίνουν οι καθωσπρέπει γυναίκες στα κέντρα για να διασκεδάσουν. Το ’λεγε η ψυχή της και ήταν χειραφετημένη πριν γίνει κίνημα και αργότερα μόδα η γυναικεία χειραφέτηση. Σε εποχές που ήταν πιο εύκολο για γυναίκες από αστικές οικογένειες, σαν τη Μελίνα Μερκούρη, να είναι φεμινίστριες, παρά για γυναίκες από λαϊκά και μικροαστικά στρώματα. Η Σωτηρία άνοιξε δρόμους με τη μαγκιά και τον τσαγανό της. Και της χρωστάμε όχι μόνο γιατί μας συνοδεύει με τις ανεπανάληπτες ερμηνείες της στα «ταξίδια» μας, αλλά και γιατί με τις ερμηνείες της έδωσε μία πρόσθετη διάσταση σ’ αυτά τα υπέροχα τραγούδια που έπιασε στο στόμα της.
Ευτυχώς, που έχουμε τη Μπέλλου, να την ακούμε. Όπως και όλους αυτούς τους σπουδαίους καλλιτέχνες του λαϊκού μας τραγουδιού.
Ειδικά, τώρα, που όλα ξεφτιλίζονται και ξεπουλιούνται, εμείς, μαζί με την Ακρόπολη και τον Μακρυγιάννη, κρατάμε, χάρη σ’ αυτές τις φωνές, τα υπέροχα λαϊκά μας τραγούδια σαν θερμοφόρες για να μας ζεσταίνουν σ’ αυτές τις κρύες και βάρβαρες εποχές.
Αυτά, επειδή είναι φτιαγμένα από ανοξείδωτα υλικά, σαν τη φωνή της Σωτηρίας, αντέχουν και τον Παπανδρέου, και τον Σαμαρά, και τον Καρατζαφέρη, και τον Παπαδήμο. Έτσι κι αλλιώς, αυτοί αργά ή γρήγορα θα φύγουν, δεν ξέρω πώς, αλλά σίγουρα θα φύγουν, ενώ βραδιές για την Μπέλλου και τον Τσιτσάνη, με αληθινή αγάπη και ευγνωμοσύνη, είμαι σίγουρος ότι θα κάνουνε και τα παιδιά που μεγαλώνουν σήμερα, σε 20 χρόνια, και τα παιδιά και τα εγγόνια τους σε 40, 60 και 80!
Και γι’ αυτούς που πραγματικά φταίνε, αυτούς που πραγματικά τα φάγανε ή τα φυγαδεύσανε έξω, και γι’ αυτούς που μας δουλεύουνε ψιλό γαζί από τα τηλεπαράθυρα και γι’ αυτούς που κυβερνάνε τον τόπο όχι για λογαριασμό μας, αλλά για λογαριασμό των ξένων τοκογλύφων, θα θυμηθώ τη Σωτηρία, που όταν τα έπαιρνε στο κρανίο με τους ανεπιθύμητους, σηκωνόταν όρθια και φώναζε, ουστ αποδώ, παλιοχαμούρες!
(Κείμενο που προέκυψε από ομιλία σε εκδήλωση για την Μπέλλου που οργάνωσε το Πολιτιστικό Κέντρο των εργαζομένων του ΟΤΕ.)