του Ιάσονα Κωστόπουλου

Τις τελευταίες εβδομάδες, η εφαρμογή μιας νέας καραντίνας, ειδικά για την περιοχή της Αττικής, έχει αρχίσει να θεωρείται από τους περισσότερους λίγο-πολύ δεδομένη, ως έσχατη ή και μοναδική αποτελεσματική λύση για την αναχαίτιση του νέου κύματος της πανδημίας. Και ενόσω είμαστε όλοι εν αναμονή της ανακοίνωσης, παρακολουθώντας κάθε απόγευμα την αύξηση των κρουσμάτων, έχει αρχίσει στο δημόσιο διάλογο να κυριαρχεί η συζήτηση για την αποτελεσματικότητα των όποιων μέτρων, με τον κάθε διαδικτυακό ή μη δημοσιολόγο να έχει πληθώρα εναλλακτικών προτάσεων για το τι θα έπρεπε να περιοριστεί, να κυνηγηθεί ή να απαγορευθεί.

Μέτρα για όλα τα γούστα

Παράλληλα, η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην κυβέρνηση έχει ακολουθήσει φθίνουσα πορεία. Θες ως απότοκο του όχι και τόσο θεαματικού –από οικονομικής απόψεως– ανοίγματος στον τουρισμό; Θες από τα κάπως απότομα lockdown και μέτρα σε νησιά που τροφοδότησαν υποψίες ότι τα κρούσματα μαγειρεύονται; Θες από το άνοιγμα των σχολείων με τον κ. Μαγιορκίνη να παρέχει «επιστημονικές» ερμηνείες της ποιότητας «τρεις-έντεκα, τρεις-δώδεκα»; Η αίσθηση ότι στο δεύτερο κύμα της πανδημίας η κυβέρνηση δεν τα πάει και πολύ καλά έχει κερδίσει σημαντικό έδαφος. Ωστόσο, οι κριτικές που γίνονται στα διάφορα εφαρμοζόμενα μέτρα, ή και τα εναλλακτικά που θα έπρεπε να εφαρμοσθούν, υστερούν σημαντικά ώστε να μπορέσουν να αποτελέσουν αντίβαρο στην κυβερνητική πολιτική. Και αυτό διότι στον ένα ή τον άλλο βαθμό δε λαμβάνεται υπόψιν ότι η κυβέρνηση έχει στη διάθεσή της πληθώρα δεδομένων και μετρήσεων, όχι μόνο υγειονομικών αλλά και οικονομικών, που δεν είναι διαθέσιμες στο κοινό. Έχει δηλαδή και το μαχαίρι και το καρπούζι για να δικαιολογήσει άνετα οποιοδήποτε μείγμα μέτρων ως απαραίτητο παλαντζάρισμα στα δεδομένα και τους δείκτες. Ως εκ τούτου η επίδοση στην μετρολογία είναι όχι μόνο αναποτελεσματική αλλά και εγκλωβιστική για μια ολιστική ματιά.

Έτσι, χάνεται στη… μετάφραση η κριτική στην κεντρική κυβερνητική στρατηγική που ουσιαστικά επικεντρώνεται στην εφαρμογή μιας «ειδικής» κανονικότητας: Λίγο πολύ, δηλαδή, όλα θα πάνε όπως και πέρσι αλλά κάπως πιο μαζεμένα. Ενώ εκείνη, θα δύναται να περιορίζει, μόνιμα ή περιοδικά, όποια πτυχή αυτής της κανονικότητας κρίνεται επιζήμια. Γιατί η κυβέρνηση, σε αυτή τη φάση, έχει επιλέξει να ιεραρχεί σταθερά τις οικονομικές επιπτώσεις πάνω από τις υγειονομικές, άσχετα αν προσπαθεί να το αποκρύψει και να εγκλωβίσει την όποια κουβέντα στις συμπληγάδες των δυο κρίσεων. Και αν σε αυτό προστεθεί η απόπειρα εφαρμογής κακήν κακώς της όποιας νεοφιλελεύθερης ατζέντας, αβίαστα μπορούν να εξηγηθούν μέτρα και δηλώσεις που στερούνται επιστημονικής τεκμηρίωσης.

Έχουμε φτάσει στο σημείο να είναι ευκολότερο να φανταστούμε μια μεγάλων διαστάσεων καταστροφή (υγειονομική, οικονομική κ.λπ.), παρά την εφαρμογή οποιασδήποτε πολιτικής που ιεραρχεί το κοινωνικό συμφέρον και την επιβίωση πάνω από τα κέρδη των διαφόρων ελίτ

Πολιτική και προετοιμασία

Επιπρόσθετα, έχει χαθεί από τη συζήτηση το ζήτημα της προετοιμασίας. Η κυβέρνηση, για το δεύτερο κύμα της πανδημίας, είχε μπροστά της χοντρά-χοντρά έξι μήνες για να προετοιμάσει το κράτος και την κοινωνία. Όμως αντ’ αυτού επέλεξε να προχωρήσει σχεδόν όπως παλιά και να περιορίσει την όποια προσπάθεια στο να ρεφάρει τα σπασμένα μέσα στο καλοκαίρι. Σχέδιο που εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι απέτυχε παταγωδώς. Έτσι δεν επέλεξε να αναδιατάξει και να προετοιμάσει βασικούς τομείς που σήμερα αποτελούν «καυτές πατάτες». Εκτός βέβαια από μιντιακές «ενισχύσεις» και βολικές δωρεές που απλά καλύπτουν την απουσία πολιτικού σχεδίου για την επόμενη φάση. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε κάποια μετριοπαθέστατα παραδείγματα μερικά από τα οποία έχουν εφαρμοστεί σε άλλες χώρες και που θα μπορούσε να εφαρμόσει ακόμα και μια κυβέρνηση σαν αυτή της Ν.Δ. Σκοπός μας δεν είναι να δώσουμε κι εμείς τα δικά μας μέτρα, αλλά να σκιαγραφήσουμε την έννοια της προετοιμασίας:

Στο επίπεδο του συστήματος υγείας θα μπορούσε να λάβει χώρα όχι μόνο η απαραίτητη αναδιάταξη, τόσο σε επίπεδο νοσοκομείων όσο και πρωτοβάθμιας, αλλά και να δοθεί χρόνος για εκπαίδευση του προσωπικού σε νέες συνθήκες και πρωτόκολλα (νοσοκομεία πυρετού, προσωπικό για ΜΕΘ κ.λπ.). Αρκετά και σημαντικά έχουν αναφερθεί σε προηγούμενα άρθρα του Δρόμου (βλ. «Ημερολόγια Πανδημίας»).

Σε ό,τι αφορά την παιδεία, που μονοπωλεί τη συζήτηση τις τελευταίες μέρες, η προετοιμασία θα όφειλε να είναι πολύπλευρη και κάνοντας χρήση όλων των δυνατοτήτων και μέσων. Τόσο με σκοπό την αποσυμφόρηση κτιρίων και χώρων όσο και με το να μην υπάρξει ποιοτική υποβάθμιση. Θα μπορούσε να γίνει χρήση άδειων δημοσιών κτιρίων –έχουμε και πολλά– που να συμβάλει όχι μόνο στην αποσυμφόρηση στις τάξεις αλλά και στις ποικίλες εξωσχολικές δραστηριότητες (αθλήματα, γλώσσες κ.ά.) που είτε μας αρέσει είτε όχι έχουν καταστεί αναγκαίες και δεν πληρούν πάντα τις στοιχειώδεις προδιαγραφές. Επιπρόσθετα, θα χρειάζονταν προετοιμασία και εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και των μαθητών για τη λειτουργία του σχολείου εν καιρώ πανδημίας, όχι μόνο σχετικά με τη χρήση μάσκας αλλά και για την αναγκαία συνεργασία στα πλαίσια της σχολικής καθημερινότητας. Να μην μπαίνει έτσι ο εκπαιδευτικός σε ρόλο αστυνόμου, πράγμα τελικά αναποτελεσματικό. Επιπλέον, κάνοντας χρήση, γιατί όχι, της δημόσιας τηλεόρασης για τα μαθήματα εκείνα που θα χαθούν ή που η διδασκαλία τους κάτω από τις νέες συνθήκες είναι δύσκολη (βλ. παράδειγμα Κούβας). Ακόμα και η τηλεκπαίδευση σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα ήταν χρήσιμο εργαλείο αν δεν λειτουργούσε ως εξωραϊσμός της αδιαφορίας για ποιοτική δημόσια εκπαίδευση.

Ακόμα και για τα ΜΜΜ θα μπορούσε με απλούς τρόπους να υπάρχει μέριμνα. Με την προσωρινή αλλαγή του καθεστώτος στη μεταφορά των πολιτών, δίνοντας κίνητρα για να μοιράζονται αυτοκίνητο τα ίδια άτομα ή ακόμα και εναλλακτικά μέσα μεταφοράς (βλ. ποδήλατα) όπου είναι εφικτό.

Στο πεδίο της εργασίας τα πράγματα φαντάζουν πιο δύσκολα. Ωστόσο, αν προωθούνταν η τηλεργασία, όχι ως μέτρο έκτακτης ανάγκης αλλά με ορίζοντα εξαμήνου και πάνω, θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποσυμφόρηση τόσο των χώρων εργασίας αλλά και των ίδιων των πόλεων για όσους έχουν τη δυνατότητα. Και επειδή το συγκεκριμένο κάνει «τζιζ» για τα εργασιακά δικαιώματα και το υπαρκτό ξεχείλωμα και καταπάτησή τους, είναι απόλυτα επιτεύξιμος ο έλεγχος της ελαστικοποιημένης και αδήλωτης εργασίας υπό το συγκεκριμένο καθεστώς.

Κυρίως όμως θα έπρεπε να προφυλαχτεί και να μη σπαταληθεί το κοινωνικό κεφάλαιο που χτίστηκε στην πρώτη φάση. Να υπήρχε ενημέρωση πόρτα-πόρτα στους πολίτες όλο το καλοκαίρι για τη στρατηγική που θα ακολουθηθεί το χειμώνα, για το πως μπορούν να αυτοπροστατευτούν αλλά και να μην αποτελούν πηγή διασποράς. Για το που μπορούν να απευθυνθούν σε τοπικό επίπεδο αλλά και το για το πως μπορούν να βοηθήσουν.

Εντέλει…

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τα παραπάνω είναι μαξιμαλισμός και ότι καμία κυβέρνηση δε θα είχε τη διάθεση να προχωρήσει σε μια ανάλογη πολιτική. Και εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα. Γιατί όλα αυτά δεν αποτελούν ριζοσπαστικά μέτρα ούτε καν αμφισβητούν το υπάρχον status quo. Όμως για πολλούς λόγους έχουμε φτάσει στο σημείο να είναι ευκολότερο να φανταστούμε μια μεγάλων διαστάσεων καταστροφή (υγειονομική – οικονομική κ.λπ.), παρά την εφαρμογή οποιασδήποτε πολιτικής που ιεραρχεί το κοινωνικό συμφέρον και την επιβίωση πάνω από τα κέρδη των διαφόρων ελίτ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!