Μια βουτιά σε δραματικές στιγμές της ιστορία. Ένα βιβλίο αναφορά, που συγκεντρώνει δεκάδες μαρτυρίες, μας παρουσιάζει μοναδικό βιβλιογραφικό υλικό και μας οδηγεί σε ένα ταξίδι γνώσης, αλλά και οδύνης. Η Αννίτα Παναρέτου μέσα από το νέο της βιβλίο «Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου – Έλληνες όμηροι και αιχμάλωτοι σε ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα και φυλακές 1941-1945», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, συγκεντρώνει ένα απίστευτο υλικό και μας πάει στην εποχή όπου Ναζί και φασίστες έκλειναν πίσω από τα συρματοπλέγματα χιλιάδες ανθρώπους.
Η συγγραφέας δεν καταπιάνεται με το ζήτημα του Ολοκαυτώματος και των Ελλήνων Εβραίων. Ασχολείται αποκλειστικά με την τύχη αιχμαλώτων και ομήρων που κατά κύματα και με κάθε μέσον στάλθηκαν σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη.
Εντυπωσιάζει πάντως ο τρόπος που αντιμετωπίσθηκαν οι χιλιάδες αυτοί άνθρωποι όταν έφθασε η ώρα της απελευθέρωσης. Συχνά η Ελλάδα αποδείχθηκε μια «μητριά πατρίδα» όπως εύστοχα την έχει χαρακτηρίσει ο Μιχάλης Γκανάς…
Η τύχη των αιχμαλώτων παρουσιάζει πολύ μεγάλες διαφορές κυρίως μεταξύ των υπό ιταλική και υπό γερμανική διοίκηση στρατοπέδων, αλλά και από στρατόπεδο σε στρατόπεδο οι μορφές εγκλεισμού, η βαναυσότητα έχουν μια μεγάλη γκάμα. Αν και η πείνα συχνά είναι κοινός τόπος υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Δεν νομίζω πως έχει νόημα να αναφέρω διάφορες λεπτομέρειες και πτυχές ενός βιβλίου που αποτελεί ένα πολύτιμο και μοναδικό εργαλείο για όποιον θέλει να γνωρίσει και να μελετήσει εκείνη την εποχή, αλλά ίσως και να βρει απαρχές των δεινών που ακόμη και σήμερα μας ταλανίζουν…
«Η συγκεκριμένη ιστορική πτυχή, εκτός από καταθλιπτικά ανθρώπινα δεινά, έχει πολλά να διδάξει: θάρρος, πίστη, αγάπη για τη ζωή και εμμονή στον αγώνα για τη ζωή, αναδεικνύοντας απαράμιλλα ηθικά αναστήματα»
Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σας για τους Έλληνες ομήρους και αιχμαλώτους στα ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα και φυλακές;
Το έναυσμα μού έδωσε η ανάγνωση ενός βιβλίου του 1948, που παραμένει μοναδικό στο είδος του και γράφτηκε από τον, αντιστράτηγο τότε, Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, όμηρο σε στρατόπεδα της Γερμανίας. Η εντελώς ιδιαίτερη περίπτωσή του άνοιξε αναπάντεχα τον δρόμο για αυτή τη μακρά, περιπετειώδη ερευνητική και συγγραφική διαδρομή.
Γιατί πιστεύετε πως είναι σχετικά άγνωστη, πέραν λίγων εξαιρέσεων, η ιστορία αυτή;
Οι μόνοι αρμόδιοι να μιλήσουν γι’ αυτή την ιστορία είναι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της. Κι αυτοί, στην πλειονότητά τους, άργησαν πολύ να μιλήσουν: επιστρέφοντας στην Ελλάδα έπρεπε να στήσουν τη ζωή τους από την αρχή. Δεν ήταν μια εύκολη προσπάθεια στην καθημαγμένη, διαλυμένη χώρα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα πολιτικά τους φρονήματα την καθιστούσαν ακόμα δυσχερέστερη. Παράλληλα όμως έπρεπε να αντιμετωπίσουν και το ψυχικό τραύμα με το οποίο τους προίκισε η δοκιμασία τους διά βίου. Οι περισσότεροι επέλεξαν τη σιωπή, θεωρώντας ότι θα διευκόλυνε τη λήθη. Αρχικά λοιπόν, δεν υπήρχε ούτε ο χρόνος ούτε η διάθεση να καταγράψουν την εμπειρία τους. Όσοι το έπραξαν αργότερα ήταν επειδή παρακινήθηκαν από τους δικούς τους και ιδίως από τα παιδιά τους, αλλά και πάλι αρκετοί ήταν απρόθυμοι να δημοσιοποιήσουν τις μαρτυρίες τους (το έργο αυτό ανέλαβαν οι απόγονοί τους, συχνά όταν οι ίδιοι δεν βρίσκονταν πια στη ζωή). Ναι μεν ορισμένες μαρτυρίες εκδόθηκαν πρώιμα, ήδη από το 1945, είναι όμως πολύ λίγες. Χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες, προκειμένου τα στοιχεία που έρχονταν σταδιακά στο φως να απαρτίσουν μια βιβλιογραφία ικανή να στηρίξει μια αξιόπιστη εργασία (η βιβλιογραφία εξακολουθεί να συμπληρώνεται). Καθώς οι μαρτυρίες εμφανίζονταν σποραδικά και μεμονωμένα, δεν έτυχαν της προσοχής που τους άξιζε, και το μικρό ιστορικό κεφάλαιο που αντιπροσώπευαν έμενε παραγνωρισμένο. Ένας ακόμα λόγος θα μπορούσε να σχετίζεται με τις προτεραιότητες της ιστοριογραφίας, η οποία επικεντρώθηκε σε άλλα, μείζονα κεφάλαια της δραματικής δεκαετίας του 1940.
Ήταν –είμαι σίγουρος– μια πολύχρονη και επίπονη έρευνα. Δεν επηρεάζει πολύ την προσωπική ζωή κάτι τέτοιο;
Η ενασχόλησή μου με το συγκεκριμένο θέμα ξεκίνησε στις αρχές του 2013. Πολύ σύντομα αποτέλεσε ένα ηθικό χρέος, στο οποίο και αφιερώθηκα. Είναι ίσως περίεργο, αλλά η προσωπική μου ζωή δεν επηρεάστηκε, τουλάχιστον όχι αισθητά, πιθανώς διότι η συγκεκριμένη ιστορική πτυχή, εκτός από καταθλιπτικά ανθρώπινα δεινά, έχει πολλά να διδάξει: θάρρος, πίστη, αγάπη για τη ζωή και εμμονή στον αγώνα για τη ζωή, αναδεικνύοντας απαράμιλλα ηθικά αναστήματα.
Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι που βρέθηκαν στα στρατόπεδα; Τους συνδέει κάτι άλλο πέραν της κοινής καταγωγής;
Οι χιλιάδες άνθρωποι που έζησαν τη δυστυχία και τις μέχρι θανάτου πολλαπλές κακουχίες των στρατοπέδων, αποτελούν ουσιαστικά μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας, ως προς την ηλικία, το φύλο, το μορφωτικό και το οικονομικό επίπεδο, την πολιτική τοποθέτηση, τη γεωγραφική διασπορά (σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια) του τόπου καταγωγής και κατοικίας τους. Όλους τους συνέδεε η πανθομολογούμενη υπερηφάνεια για το αλβανικό έπος και τον σθεναρό αγώνα απέναντι στη γερμανική εισβολή, και η αυτονόητη απέχθεια για τους κατακτητές, Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους. Πάρα πολλούς τους συνέδεε η με οποιοδήποτε τρόπο συμμετοχή στην Αντίσταση.
Διάβασα για τις μεγάλες διαφορές μεταξύ φασιστικών και ναζιστικών στρατοπέδων. Θα μπορούσατε να μας το αναλύσετε λίγο;
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Τρίτου Ράιχ εξυπηρετούσαν πολύ ειδικούς σκοπούς του ναζιστικού καθεστώτος και στη βάση αυτή διακρίνονταν σε διάφορες κατηγορίες. Στέκομαι στις δύο κυριότερες: στα στρατόπεδα εξόντωσης, προορισμένα για εκατομμύρια Εβραίων και στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, προορισμένα για εκατομμύρια μη Εβραίων πολιτών, οι οποίοι είχαν εκτοπιστεί βίαια από τις κατεχόμενες από τους Ναζί πατρίδες τους, για να τροφοδοτήσουν με εργατικά χέρια τη γερμανική πολεμική μηχανή αλλά και ευρύτερα τον γερμανικό αγροτικό, βιομηχανικό και κατασκευαστικό τομέα. Και στις δύο περιπτώσεις η λειτουργία τους υπήρξε συνώνυμη της θηριωδίας: στην πρώτη περίπτωση επεδίωξε (και πέτυχε) μια αδιανόητη γενοκτονία, στη δεύτερη δημιούργησε συνθήκες που άφησαν πίσω εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και στρατιές σωματικά και ψυχικά εξαθλιωμένων ανθρώπων.
Οι κλίμακες στο ναζιστικό καθεστώς υπήρξαν κολοσσιαίες και δεν υπάρχει αναλογία –ποσοτική ή ποιοτική– με τη φασιστική Ιταλία, όπου δεν είχε τεθεί θέμα εβραϊκών διώξεων (οπότε δεν υπήρχαν στρατόπεδα εξόντωσης), ενώ και οι λόγοι που υπαγόρευσαν το μέτρο της καταναγκαστικής εργασίας στο Ράιχ δεν υφίσταντο στην Ιταλία (οπότε δεν είχαν δημιουργηθεί ούτε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας κατά τα ναζιστικά πρότυπα).
Κατά συνέπεια, τα ιταλικά στρατόπεδα ήταν υποπολλαπλάσια των γερμανικών. Αντίστοιχα υποπολλαπλάσιος ήταν και ο αριθμός των κρατουμένων (επρόκειτο κυρίως για άτομα χαρακτηρισμένα ως επικίνδυνα για το φασιστικό καθεστώς και για αιχμαλώτους πολέμου του αλβανικού και του αφρικανικού μετώπου).
Πάντα με ορισμένες εξαιρέσεις, οι συνθήκες κράτησης και διαβίωσης υπήρξαν σε γενικές γραμμές ανεκτές, ενώ απουσίαζε η βία.
Υπάρχει κάποια από τις ιστορίες που να νιώθετε περισσότερο «δική» σας;
Κάθε ιστορία έχει τη μοναδικότητά της και όλες μαζί συνιστούν ένα ενιαίο σύνολο. Όσο κι αν ένιωσα πιο κοντά σε κάποιες, ωστόσο οι άνθρωποι που τις έγραψαν (όπως και οι άλλοι, που μοιράστηκαν την ίδια τύχη, χωρίς να μιλήσουν και χωρίς να γράψουν), έγιναν όλοι ανεξαιρέτως δικοί μου άνθρωποι.