Με το κείμενο του Κώστα Λιβιεράτου ολοκληρώνεται το μικρό μας αφιέρωμα για τη «Μεγάλη Επανεκκίνηση» από τις σελίδες της εφημερίδας μας. Σε αυτό το αφιέρωμα απευθυνθήκαμε σε μια σειρά ανήσυχων ανθρώπων των οποίων η σκέψη και οι γνώσεις είναι σε θέση να συμβάλλουν στην επισήμανση των δυστοπικών συνεπειών της μεγάλης επαγγελίας ενός επερχόμενου βιοπολιτικού ολοκληρωτισμού. Ελπίζουμε να πετύχαμε τον στόχο μας και να παρακολουθήσατε με ενδιαφέρον τις σελίδες των Βίαιων Εκ-τυπώσεων όλο αυτό το διάστημα. Καλή συνέχεια.
«δ» 

 του Κώστα Λιβιεράτου

Η απόσταση που μας χωρίζει από τους ανθρώπους του 1821 είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο αφήνουν να φανεί τα 200 χρόνια που έκλεισαν από τότε. Ο ιστορικός χρόνος υπήρξε τόσο πυκνός, τα πολιτισμικά άλματα τόσο μεγάλα, που κοιτάζοντας στον καθρέφτη εκείνης της εποχής δύσκολα αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας. Στα πρόθυρα τώρα μιας νέας μετάλλαξης, το ερώτημα είναι τι είμαστε κι από πού ήρθαμε όλοι «εμείς» που στέκουμε τόσο αμήχανοι μπρος στα χρόνια που πέρασαν, με την πλάτη γυρισμένη σε κείνα που θα ’ρθουν.

Στο κατώφλι

3 4ο3α3αη9ωγηα3α23 (Ι κρισις απεφασισθι!)
 Άνθιμος Γαζής (κρυπτογράφημα της Φιλικής Εταιρείας, 22-2-1821)

Το ρωμαίικο του 1821 ένιωθε τη γη να τρέμει κάτω απ’ τα πόδια του. Οι οπλαρχηγοί και οι αντάρτες που ρίχτηκαν στον Αγώνα, αλλά και οι άμαχοι ολόγυρά τους, βρέθηκαν μέσα σε λίγα χρόνια στο κατώφλι ενός άλλου κόσμου. Ο Οθωμανός αφέντης έδειχνε για πρώτη φορά ευάλωτος. Η μακραίωνη πίστη άρχιζε να μοιράζεται το νου και την ψυχή τους με μια κοσμική αντίληψη της ζωής. Κι ένας σχεδόν αποκλειστικά προφορικός πολιτισμός των προσωπικών σχέσεων και της σωματικής παρουσίας, της συνωμοτικής εμπιστοσύνης και της άμεσης, συχνά ένοπλης, δράσης δεχόταν αίφνης την πίεση μιας εγγράμματης κουλτούρας, βασισμένης στο αλφάβητο και την τυπογραφία και ασκημένης στη διπλωματία, τη διαμεσολάβηση και την αντιπροσώπευση. Ήταν ένα σκληρό σχολείο. Λίγο καιρό πριν, η Φιλική είχε ρίξει με επιτυχία την πρώτη γέφυρα ανάμεσα στους δύο κόσμους. Τώρα όμως, στις Εθνοσυνελεύσεις, οι μαχητές υποβάλλονταν σε μια ταχύρρυθμη εκπαίδευση στον επίσημο λόγο, τους πρωτοδημοκρατικούς θεσμούς και τις δυτικές αξίες, με μέσο μια γραπτή γλώσσα που απομακρυνόταν όλο και πιο γρήγορα από τη δική τους. Το τίμημα αυτής της μύησης στο λεξιλόγιο και το ρεπερτόριο του ευρωπαϊκού ρεπουμπλικανισμού ήταν βαρύ: απώθηση των τοπικών και δημωδών διαλέκτων, διάβρωση των κοινοτικών δεσμών, τρόπων και ηθών.

Σ’ αυτές τις συνθήκες, ο ρόλος των καλαμαράδων ή γραμματικών δεν μπορούσε παρά να είναι κρίσιμος: ήταν αυτοί που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στον άξεστο κόσμο των καπεταναίων και το «πολισμένο» περιβάλλον της επαναστατικής διοίκησης και των ξένων συνομιλητών της, αναπλάθοντας τα λόγια των πρώτων μέχρι να γίνουν αγνώριστα – και άρα κατάλληλα για τους δεύτερους. Οι γραμματικοί επιτελούσαν συνήθως άδολα το εξωραϊστικό τους έργο, φιλοτεχνώντας ένα έγκυρο πορτρέτο της Επανάστασης, αναγνωρίσιμο από τα «προηγμένα έθνη». Οι οπλαρχηγοί το αποδέχονταν, έστω κι αν υποψιάζονταν το μπαστάρδεμα των λεγομένων και της εμπειρίας τους. Δεν είναι τυχαίο ότι εμπιστεύονταν περισσότερο τα προφορικά μηνύματα που αποστήθιζαν και μετέφεραν οι πεζοδρόμοι τους. Όταν το 1826 ο Καραϊσκάκης συντονίστηκε με τον Κολοκοτρώνη για να βάλουν μπροστά τη μεγάλη αντεπίθεση στη Ρούμελη και στον Μοριά, άφησε κοντά του έναν από τους πιο έμπιστους βοηθούς του, για ν’ αποφύγουν άλλες παρεμβολές στην επικοινωνία τους. (1)

Ένας σχεδόν αποκλειστικά προφορικός πολιτισμός των προσωπικών σχέσεων και της σωματικής παρουσίας, της συνωμοτικής εμπιστοσύνης και της άμεσης, συχνά ένοπλης, δράσης δεχόταν αίφνης την πίεση μιας εγγράμματης κουλτούρας

Η χαμένη λαλιά

Ο λαός ανάγκη πάσα να λαλή και να γράφη όπως γράφει ο πεπαιδευμένος.
Σπυρίδων Τρικούπης

Ποίοι τον έκαμαν Κυβέρνησιν; … Δεν τον υπέγραψεν ο πούτζος μου,
και να ιδώ την εκστρατείαν σας!
Γεώργιος Καραϊσκάκης

Ο κόσμος του πρώτου ελληνικού κράτους, που εγκαινίασε και ίσα που πρόλαβε να ζήσει ο Καποδίστριας, δεν παρουσίαζε μόνο πολιτικούς νεωτερισμούς (μέσα στα πλαίσια πάντα που είχε χαράξει η Ιερά Συμμαχία). Ήταν μια νέα τάξη πραγμάτων που γινόταν όλο και πιο αισθητή στην καθημερινή εμπειρία, ένα υψηλότερο επίπεδο οργάνωσης (τουλάχιστον από άποψη ισχύος), ικανό να αφομοιώνει μεταλλαγμένους στο εσωτερικό του τους συντελεστές και τους ανταγωνισμούς του προηγούμενου. Αυτή η εξέλιξη, που είχε τις ρίζες της στον προεπαναστατικό νεοελληνικό διαφωτισμό λογίων από τον Καταρτζή ώς τον Κοραή κι επιταχύνθηκε στο καμίνι της Επανάστασης, συνεχίστηκε χωρίς την ίδια ένταση και πνοή, αλλά μ’ όλη τη δύναμη επιβολής της κρατικής εξουσίας, της ξένης κηδεμονίας και του μεταπρατικού καπιταλισμού. Καθώς οι παλιοί οπλαρχηγοί και πρόκριτοι εγκατέλειπαν τη σκηνή, νέοι πολιτικοί και πνευματικοί ταγοί έπαιρναν τη σκυτάλη, με τη στήριξη θεσμών όπως η εκπαίδευση ή ο τύπος. (2)

Το πιο αδιάψευστο σημάδι της μετάβασης ήταν δίχως άλλο εκείνο που επισημαίνει πικρά ο Παπαγιώργης: η απώθηση της προφορικής λαϊκής γλώσσας – «Πώς μιλούσαν οι άνθρωποι του ’21; Άγνωστο». Η μεταγραφή και επικάλυψή της από «τα μπάζα της λογιοσύνης», που είχε ξεκινήσει με τους γραμματικούς των επαναστατικών χρόνων, επιτάθηκε από τους λόγιους συντάκτες απομνημονευμάτων και τους πρώτους ιστορικούς του Αγώνα, που δεν φρόντισαν να διασώσουν σχεδόν τίποτε από την αυθεντική λαλιά της εποχής (με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως το παραπάνω απόσπασμα του Καραϊσκάκη). (3) Ο εξοβελισμός δεν περιοριζόταν στη λαϊκή («ρωμιοαρβανιτοτούρκικη») γλώσσα και στις μειονοτικές αλλοεθνείς ταυτότητες που εξέφραζε. Μαζί, αγνοήθηκε μια ευρύτερη εκφραστική, η γλώσσα του σώματος και των αισθήσεων, μορφές αντίληψης, επικοινωνίας και συναναστροφής.

Η παραγνώριση των παλιών τρόπων συμβάδισε με την επικράτηση των νέων. Η πρωτόγνωρη αίσθηση μιας ευρύτερης –πανελλήνιας– «κοινότητας» κι ενός υπερτοπικού πατριωτισμού, αντί ν’ ανθίσει σε ισορροπία με τις τοπικές ρίζες και ιδιαιτερότητες, χρειάστηκε ν’ αποσπαστεί απ’ αυτές και να μπει στο καλούπι της συγκεντρωτικής εθνοκρατικής οργάνωσης: ομοιογενής πληθυσμός, υδροκέφαλο κέντρο, αφηρημένο δίκαιο, απέναντι στους πολλαπλούς αυτόκεντρους μικρόκοσμους με τους εθιμικούς κανόνες τους. Ακόμη βαθύτερα, ο παραδοσιακός άνθρωπος άρχισε να εκτοπίζεται από μια νεωτερική φιγούρα: η τραχιά σωματικότητα και η ολόπλευρη αισθητηριακή ανταπόκριση στο περιβάλλον υποχωρούσαν βαθμιαία μπροστά στο διαχωρισμό των αισθήσεων (με σαφή προτεραιότητα στην όραση) και την τμηματική, σειραϊκή και γραμμική αντίληψη του χώρου και του χρόνου που υπέθαλπαν οι αλφαβητικές και τυπογραφικές πρακτικές. Μέσα σε μερικές δεκαετίες, η ελληνική κοινωνία έκανε το πέρασμα, που αλλού κράτησε αιώνες, από τον προφορικό πολιτισμό στον «γαλαξία Γκούτενμπεργκ». (4)

***

Η πόλωση, μαζί με μια πρώτη λαϊκή απάντηση στην καλή κοινωνία και την αστική ηγεμονία της, αποτυπώθηκε χαρακτηριστικά στο τραγούδι. Απέναντι στα «ευρωπαϊκά» καφέ-σαντάν, όπου το εξωστρεφές θέαμα αποκτούσε ισοδύναμο ρόλο με την ελαφρά μουσική, εμφανίστηκαν τα «ανατολίτικα» καφέ-αμάν· από κοντά και η φιγούρα του ρεμπέτη, που βυθιζόταν, παρασέρνοντας το κοινό του, σ’ έναν κλειστό εσωτερικό κόσμο, κατεξοχήν ακουστικό, αλλά δεκτικό επίσης στα ερεθίσματα της σεξουαλικότητας, του χορού και των εθιστικών ουσιών, στον αστερισμό της μελαγχολίας και της απώλειας: «Οι χαρές, όπως και οι ηδονές», έλεγε ο Πετρόπουλος, «οδηγούν στην γνήσια θλίψη. Σαν χειρονομίες σφοδρού κοπετού μοιάζουν τα φτερουγίσματα αυτουνών που χορεύουν ζεϊμπέκικο … Τουλάχιστον τα μισά ρεμπέτικα έχουν τον έρωτα θέμα τους, και τα πιο πολλά απ’ αυτά θρηνούν τον ερωτικό χωρισμό· την πικρότατη ορφάνια». (5)

Αλέκος Φασιανός, από το εξώφυλλο για τα Ρεμπέτικα του Πετρόπουλου

Στο πέρασμα του 19ου αιώνα, δύο τύποι ανθρώπου έστεκαν σε πλήρη διάσταση: ο αφηρημένος υπήκοος-πολίτης του βασιλείου, με τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και τα δυτικότροπα γούστα μιας όλο και πιο εξημερωμένης ύπαρξης· και ο συγκεκριμένος, ένσαρκος άνθρωπος της κοινότητας και της παράδοσης, με τους δεσμούς και τις ορέξεις μιας ακόμη ανήμερης φύσης. Ο διχασμός δεν χώριζε μόνο ανθρώπους διαφορετικών κατηγοριών (αστούς και χωρικούς, ευυπόληπτους και περιθωριακούς), αλλά περνούσε και μέσα τους: το ίδιο το άτομο εμφανιζόταν με ολοένα πιο περίπλοκη, αλλά και πιο διαταραγμένη, την ψυχοπνευματική ενότητα και ισορροπία του.

Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη (που θα έρθουν στο φως με μισό αιώνα καθυστέρηση) δεν είναι απλώς ένα μοναδικό μνημείο της χαμένης φωνής των ανθρώπων που έκαναν το ’21 – δραματική αναμέτρηση της λαϊκής γλώσσας με τη γραφή και ορόσημο των αποκλεισμένων δρόμων που θα μπορούσαν να είχαν πάρει η ιστορία, η λογοτεχνία και η παιδεία στη νέα Ελλάδα. Είναι επίσης το ίχνος ενός ανθρώπου που –όπως νωρίτερα ο «διάβολος/άγγελος» Καραϊσκάκης– πάλεψε με κάθε λογής αντινομίες (εγώ/εμείς, τοπικό/εθνικό, παραδοσιακό/νεωτερικό) και κατάφερε να σταθεί στο μεταίχμιο δύο κόσμων αντλώντας κι από τους δυο τα υλικά της σύνθεσής του. Άλλωστε η εσωτερική σύγκρουση δεν επιλύθηκε ποτέ προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση: ο οπλαρχηγός που δρασκέλισε το κατώφλι της νεωτερικής εποχής, επαναφέροντας μάλιστα στις 3 Σεπτεμβρίου του 1843 κάτι από το ρεπουμπλικανικό αίτημα συνταγματικής διακυβέρνησης, δεν έπαψε να κουβαλάει μαζί του ένα ολόκληρο προνεωτερικό σύμπαν από χριστιανικά οράματα, δεισιδαιμονίες και παραισθήσεις, που έμοιαζε ωστόσο να το βιώνει σε απρόσκοπτη συνέχεια με την πραγματικότητα. Έτσι, όταν βάλθηκε να μιλήσει γι’ αυτό, το έκανε με την πιο άμεση και αφτιασίδωτη αφήγηση που θα μπορούσε να εκφέρει ένας αλλοπαρμένος. «Έρχεται η τρίτη Σεπτεμβρίου, την νύχτα οπού μας είχαν τρογυρισμένα όλα τα στρατέματα, και εγώ χωρίς δύναμην, και την αυγή θα μ’ έβαιναν εις την τζελατίνα … τότε περικαλιώμαι τον Θεόν και την χάρη της να μας προφτάσουνε, και όντως έκαμεν νεκρανάστασην σε μας και μας έσωσε … Ώς τώρα σας έγραφα, αναγνώστες, θεοτικά· τώρα θα σας γράψω και δαιμονικά». Τα Οράματα και θάματα είναι η εκφραστική μυθοπλασία και εικονοπλασία αυτού του δαιμονικού κόσμου που ήταν πάντα εκεί, αλλά έφτασε να στοιχειώσει το ύστερο κομμάτι της ζωής του. (6)

Από το χειρόγραφο των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη

Ερωτική μείξη

Βέβαια, θα πης για τα ποιήματά του –
αλλά να πης και για την εμορφιά του,
για την λεπτή εμορφιά του, που αγαπήσαμε… …
Σε ξένη γλώσσα η λύπη μας κ’ η αγάπη μας περνούν!
 Κ.Π. Καβάφης («Για τον Αμμόνη που πέθανε 29 ετών, στα 610»)

Το γλωσσικό ζήτημα έμεινε στα ρηχά όσο αναλώθηκε σε διενέξεις για τους τύπους. Οι ρίζες του όμως απλώνονταν βαθιά στο υπέδαφος των πολιτισμού, εκεί όπου σχηματίζεται η λαϊκή έκφραση, κι αυτές ακολούθησαν ορισμένοι δημοτικιστές (από τον Ψυχάρη ώς τον Δραγούμη), συνδέοντάς το αναπόφευκτα με το εθνικό και το κοινωνικό ζήτημα. Αργότερα, η γενιά του ’30 (από τον Σεφέρη μέχρι τον Εγγονόπουλο) προχώρησε πιο πέρα, ανιχνεύοντας μια αρχετυπική ελληνική φύση και αισθητική, την ίδια στιγμή που βυθοσκοπούσε και αποδομούσε τη νεωτερική ταυτότητα σ’ όλο το υπαρξιακό της βάθος. (7) Ενδιάμεσα όμως, δύο άνθρωποι είχαν ήδη ψηλαφήσει το κέντρο και τα όρια του πράγματος.

Σκαλίζοντας κάτω από τα ξόμπλια της κοινωνίας και της γλώσσας –όπου «άλλως νοούμεν, άλλως ομιλούμεν, και άλλως γράφομεν»– ο Παπαδιαμάντης ζωντάνεψε τα τοπία και τα ήθη μιας σειράς μικρόκοσμων σε αποδρομή, από τη δική του Σκιάθο μέχρι την παλιά Αθήνα. Μπόρεσε έτσι να φτάσει στον ανθεκτικό, σκληρό πυρήνα ενός τρόπου ζωής κι ενός ανθρώπου παλαιάς κοπής (όπως ο ίδιος), ικανού ακόμη ν’ απολαμβάνει μ’ όλες του τις αισθήσεις μια εμπειρία σαν ετούτη: «και όλα αυτά, η μελωδία των ασμάτων, της κιθάρας οι φθόγγοι, το φύσημα της αύρας, οι ψιθυρισμοί εις το σκότος, και των ανθέων το άρωμα, απετέλουν κράμα τι ηδυπαθές, απερίγραπτον, άρρητον, το οποίον μόνον η τουρκική λέξις γκιουζέλ θα ηδύνατο κατά προσέγγισιν να εκφράση». (8)

Από τη μεριά του, ο Καβάφης απέδωσε ένα ευρύτερο φάσμα ανθρώπινων ιδιοσυγκρασιών και ωσμώσεων φύσης και πολιτισμού, συνδέοντας, συχνά στο ίδιο πρόσωπο, το απόσταγμα της κλασικής και ελληνιστικής καλλιέργειας με την πιο ακραία αισθησιακότητα, σωματική έξαρση και έκλυτη ζωή. Οι συνθέσεις του ποικίλλουν τόσο στα υλικά όσο και στα αποτελέσματά τους. Το κράμα μπορεί να είναι ελληνικό-ασιατικό: «Μες στην καρδιά του, πάντοτε Ασιανός·/αλλά στους τρόπους του και στην λαλιά του Έλλην»· ή παγανιστικό-χριστιανικό: «Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν χριστιανός … Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς./Απ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές … με την τελεία του αίσθηση του ελληνικού ρυθμού». Έπειτα, η μείξη μπορεί να είναι αρμονική, επιζητώντας μάλιστα την τελειότητα (όπως από τον συντάκτη ενός επιτύμβιου): «Όμως την μαστοριά σου όληνα τη θέμε τώρα … Το αιγυπτιακό σου αίσθημα χύσε στην ξένη γλώσσα!…» Μπορεί όμως να είναι και επίπλαστη: «Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας … μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα Ελληνικά»· ή βαθύτερα επισφαλής κι αποξενωτική: «Κ’ εξαίφνης … σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης·/αισθάνομουν που ενώθη, χριστιανός,/με τους δικούς του, και που γένομουν/ξένος εγώ, ξένος πολύ!»

Όπως και να ’χει, το κυνήγι της επιθυμίας είναι αναπόδραστο: «Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω,/στες απολαύσεις τες ωνειρεμένες,/στες λάγνες του αίματός μου ορμές». Ξεπερνά τους φραγμούς –αυτών που «αγαπούνε κάπως υγιεινά»– χωρίς να διστάζει μπρος στην «εμορφιά των ανωμάλων έλξεων» (και πρώτα της ομοφυλοφιλικής), όποιο τίμημα κι αν έχει αυτή «η ηδονή που νοσηρώς και με φθορά αποκτάται». Προϋπόθεση τέτοιων ερωτικών επιδόσεων, όπως και κάθε οριακής εμπειρίας, είναι η ένταση και η συνέργεια των αισθήσεων: «Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,/που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου…/Γραμμές του σώματος… Κόκκινα χείλη… Μέλη ηδονικά»· αλλά «και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής»· κι ακόμη «Στο στόμα του μείνανε τα φιλιά … Του σώματος εκείνου η αφή είν’ επάνω του». Έτσι ο Έρως «αισθηματοποιεί» τον άλλον, μα και τον κόσμο ολόκληρο, όπως καλείται να επιβεβαιώσει ο Αντώνιος στο τέλος της ζωής του, με μια ανάλογη σύμπραξη της ακοής τώρα και της όρασης: «πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,/κι άκουσε με συγκίνησιν … ως τελευταία απόλαυση τους ήχους,/τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,/κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις…» Αν, γενικότερα, η νόηση κρατά ένα ρόλο-κλειδί σ’ αυτές τις εμπειρίες, δεν είναι επειδή «υπερβαίνει» ή «εξευγενίζει» την ωμή επιθυμία (τέτοιες αναστολές δεν είχε ο ποιητής)· είναι ίσα-ίσα επειδή, με όπλο τη μνήμη, τη δικαιώνει και τη διεκδικεί σαν τέτοια –«Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες!..»– διασώζοντάς την από τον εφήμερο και συχνά ανεκπλήρωτο χαρακτήρα της: «Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες … αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,/κι ετρέμανε μες στην φωνή – και κάποιο/τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε…» Μπολιάζει μάλιστα με αυτήν τις «υψηλότερες» σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης: «Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο/μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου,/σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή…». (9)

Έτσι, αναπάντεχα, από ένα ποιητικό έργο στις παρυφές του ελληνισμού, αναδύθηκε μια σκέψη πολύτιμη για την αυτογνωσία μας, κόντρα στις δεσπόζουσες πολώσεις, ιεραρχίες και διακρίσεις· μια ριζική ανθρωπολογία ικανή να συνδέει ετερόκλητους πολιτισμούς και να αναμειγνύει σε μια ερωτική και υπαρξιακή σύνθεση τις καταναγκαστικά διαχωρισμένες σφαίρες των αισθήσεων, του σώματος, του νου και της ψυχής.

Αναπάντεχα, από ένα ποιητικό έργο στις παρυφές του ελληνισμού, αναδύθηκε μια σκέψη πολύτιμη για την αυτογνωσία μας, κόντρα στις δεσπόζουσες πολώσεις, ιεραρχίες και διακρίσεις

Στο μεσοπόλεμο, ο Καραβίδας επαγγέλθηκε για τελευταία φορά (και ίσως για πρώτη τόσο συστηματικά στη νεοελληνική σκέψη) την αναζωογόνηση της ελληνικής κοινότητας, όχι μόνο της αγροτικής αλλά και της «αστοχωρικής». Στα πλαίσιά της ως κατεξοχήν «ανθρωποπλάστρας», έξω από τα έτοιμα σχήματα του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, όφειλαν να γονιμοποιηθούν οι παραγωγικές δυνατότητες ενός είδους ανθρώπου που, ενώ είχε το πρότυπό του στους αγωνιστές του ’21, δεν έπαυε να ενσαρκώνεται στους σύγχρονούς του πολυμήχανους Έλληνες μικροαστούς – αυτούς με τα τόσα ελαττώματα που έπρεπε να χαλιναγωγηθούν και τις τόσες αρετές που έμενε να καλλιεργηθούν, όχι σύμφωνα με τα επιφανειακά σχέδια κάποιων ταγών αλλά με τη γεωοικονομία και τη γεωπολιτική του τόπου. Όπως το έθεσε σε μια από τις πολλές εμπνευσμένες αποστροφές του, αν κανείς «περικοιτάξη τη γη και τη θάλασσα της Ελλάδος, θα μπορέση … να ξαναπλάση μέσ’ από το φυσικό θέαμά του τους ανθρώπινους ήρωες της χώρας του και να τους ιδή να σηκώνονται και ολοζώντανοι να προβαίνουν ανάμεσα από τ’ αμπέλια μας κι από τις ελιές μας, από τα βουνά μας κι από τ’ ακρογιάλια μας και από τα μικρά και πυκνοκατοίκητα, τα σύνθετα και γερά πολωμένα χωριά μας. Αμοιβαίως από τη ρεβή ματιά του Κολοκοτρώνη θα ιδή τον πυκνόν και ακέριον άνδρα και ολόκληρη την πολυσύνθετη επική Πελοπόννησο· κι από το υβρεολόγιο κι από το τολμηρό και οξύτατο ύφος του Καραϊσκάκη θα εννοήση ολόκληρη τη λυρική Ρούμελη. Είναι ευνόητο ότι σε κανέναν από τους σημερινούς λογοκόπους και ρηχούς αρχηγούς και νομοθέτες της χώρας μας δεν θα μπορέση να βρη την Ελλάδα». (10)

Αντάρτικο

Ποιος λοιπόν μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαια τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;
 Άρης Βελουχιώτης (Ο λόγος στη Λαμία, 22-10-1944) 

Στη δεκαετία του ’40 αναβίωσαν ορισμένες από τις προϋποθέσεις του Αγώνα. Από τις οργανώσεις του ΕΑΜ μέχρι τα τάγματα του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, οι ιδιότητες του αγωνιστή-αντάρτη επανήλθαν στην ημερήσια διάταξη. Η πολεμική τέχνη, η υπεράσπιση του εδάφους, η σωματική παρουσία και διακινδύνευση, η αισθητηριακή εγρήγορση των μαχητών αλλά και των αμάχων και η κατεξοχήν προφορική επικοινωνία διεκδίκησαν το μερίδιό τους από τον επίσημο λόγο, την κομματική γραμμή και την τυπική ιεραρχία – σύγκρουση που δεν στόχευε μόνο τον βασικό εχθρό, τον κατακτητή ή το κράτος, αλλά παίχτηκε προφανώς και στο εσωτερικό του αντάρτικου. Το πρότυπο και η τραγική μοίρα του οπλαρχηγού ξαναζωντάνεψαν στη μορφή του Βελουχιώτη.

Αυτό που νικήθηκε στον Εμφύλιο, μαζί με τους αντάρτες, ήταν το λαϊκό φρόνημα και το αντιστασιακό ήθος που διατηρούσαν, στοιχεία που δεν έπαψαν να καταπιέζονται και να τιμωρούνται σ’ όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο: οι παροπλισμένες μάζες, τα εξόριστα ή φυλακισμένα κορμιά υποβλήθηκαν στην υλική και συμβολική βία του κράτους, του παρακράτους και της ψυχροπολεμικής προπαγάνδας, που φούντωσε και πάλι στη χούντα. Έτσι ξεριζώνονταν τα επικίνδυνα λαϊκά χαρακτηριστικά κι εξαντλούνταν τα ζωτικά αποθέματα μιας κοινωνίας που, λαβωμένη από το κράτος της, δεν έμελλε να συνέλθει με την πρόσκαιρη ανάταση της μεταπολίτευσης και της «αλλαγής». Η εισβολή και κατοχή στην Κύπρο έμεινε να θυμίζει στο διηνεκές τα όρια του παιχνιδιού.

Αλέξης Ακριθάκης, από το εξώφυλλο του Μπάλλου

 

Ένας παράξενος αχός

Ωχ, πηδώ, χοροπηδώ
κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό
μες στο μυαλό μου
μες στο μυαλό μου που ’χει όρια
και μια ελευθερία ζόρ’κια
αλίμονό μου.
Διονύσης Σαββόπουλος (Μπάλλος, 1971)

Στο μεταξύ όμως κάποια δεδομένα είχαν αρχίσει ν’ αλλάζουν. Γι’ άλλη μια φορά, ανεπαίσθητα αλλά καταλυτικά, το επίπεδο οργάνωσης μετατοπιζόταν ανατρέποντας τις συντεταγμένες: η Ελλάδα ανήκε όλο και περισσότερο όχι μόνο στη Δύση, αλλά και στο «παγκόσμιο χωριό» και το τηλεπικοινωνιακό αέναο παρόν του. Στη νέα αυτή τάξη πραγμάτων, οι προηγούμενες αντιθέσεις (εθνικός διχασμός, Αριστερά/Δεξιά, Ανατολή/Δύση, παράδοση/εκσυγχρονισμός, υψηλή/χαμηλή κουλτούρα) άρχισαν να ανακυκλώνονται και να ξαναπαίζονται ως εναλλασσόμενα σενάρια με όρους μόδας κι επικοινωνίας. Καθώς το κεφάλαιο ζητούσε να διευρύνει την αγορά του, ο κυρίαρχος τύπος ανθρώπου επεκτεινόταν διεισδύοντας στην περιοχή του κυριαρχούμενου. Δεν ήταν μόνο οι επίσημοι θεσμοί του κράτους, της εκκλησίας και του τύπου, που απευθύνονταν στον αφηρημένο πολίτη ή πιστό για να του υπενθυμίσουν την ταυτότητα και τα καθήκοντά του· ήταν επίσης τα νέα θεάματα και ακροάματα, τα πολυκαταστήματα και η διαφήμιση, ο λαϊκός τύπος, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, που στρέφονταν στον ιδιωτικό κόσμο του ατόμου για να υποθάλψουν σωματικές και ψυχικές ανάγκες, τάζοντας επιτυχίες και απολαύσεις. Ζωική και ανθρώπινη φύση, αισθήσεις, επιθυμίες και φαντασιώσεις βγήκαν έτσι από το περιθώριο στη σκηνή: όχι όμως στην παλιά (ταπεινωμένη έστω) ομαδική και άγρια μορφή τους, αλλά σε μια άλλη, ολοένα πιο εξατομικευμένη, δαμασμένη και εκμεταλλεύσιμη. Έχοντας ανταλλάξει τα υπολείμματα κοινοτικής ζωής με τις ανέσεις της σύγχρονης καθημερινότητας (διαμέρισμα, αυτοκίνητο, ηλεκτρικές συσκευές), οι νέοι μικροαστοί άφησαν τους παραδοσιακούς μικρόκοσμους της καταγωγής τους (το χωριό και το χωματόδρομο, το πηγάδι και τη λάμπα πετρελαίου, το καφενείο και το πανηγύρι) να βουλιάξουν σαν πέτρες στο πίσω μέρος του μυαλού τους. (11)

Από κει ωστόσο άρχισε ν’ ανεβαίνει ένας παράξενος αχός: «Το ξέρω αυτό το βουητό/μέσ’ από στρόγγυλες στοές/κι από πηγάδια σκεπασμένα/μέσ’ από δάση μυστικά/προϊστορικά/ βαθιά στον πάγο φυλαγμένα/Έρχεται καταπάνω μου και με τυλίγει/φέρνω το δάχτυλο στα χείλη». Όχι τυχαία, ο Σαββόπουλος ξανάπιασε το κομμένο νήμα από την ελληνική ύπαιθρο, επιζητώντας τη μέθεξη και τη συναισθησία σ’ ένα νέο όσο και αρχέγονο ολικό περιβάλλον. Τα πράγματα έγιναν αμφίρροπα, γιατί σ’ αυτή τη διευρυμένη πολιτισμική σφαίρα αναπτύσσονταν αντιστάσεις, παρεκκλίσεις και πρωτόγνωρες δυνατότητες, τις οποίες είχαν βαλθεί να περιχαρακώσουν οι βιομηχανίες της κατανάλωσης και της επικοινωνίας. Το παιχνίδι δεν παιζόταν πια στα ευγενή πεδία της υψηλής κουλτούρας αλλά σ’ όλο το εύρος των πολιτισμικών πρακτικών – εμπορικών και ποιοτικών, ελληνικών και ξένων, από τις φυλετικές τέχνες μέχρι την αντικουλτούρα. Έτσι στον κινηματογράφο, όχι μόνο τα πρόσωπα-σύμβολα του Αγγελόπουλου και των επιγόνων του φανέρωναν έναν κυρίαρχο ανθρωπότυπο σε γενικευμένη κρίση, αλλά έβρισκαν απέναντί τους και τους σαρκωμένους και κάποτε αλλοπαρμένους χαρακτήρες του Δαμιανού ή του Τορνέ, που ξεχείλιζαν από ζωτικά ένστικτα. Στο τραγούδι, την πιο ισχυρή πηγή εναλλακτικών και συνθετικών λύσεων, είχε έρθει η ώρα της ώσμωσης και της υπέρβασης των ειδών (φολκ και νέο κύμα, ρεμπέτικο και μπλουζ, βαλκανικό ροκ, δημοτικό ραπ…), ενώ η επικυριαρχία του έντεχνου δεν θ’ αργούσε να γνωρίσει την «εκδίκηση της γυφτιάς». (12)

***

Η μάχη ήταν βέβαια άνιση και η υπεροπλία του συστήματος καταλυτική σε όλα τα μέτωπα. Όπως στο στρατιωτικό πεδίο οι οργανωτικές και τεχνολογικές καινοτομίες εξουδετέρωναν αργά αλλά σταθερά κάθε είδους αντάρτικο, έτσι και στο πολιτισμικό οι βιομηχανίες και τα μέσα επικοινωνίας εκτόπιζαν ή ενσωμάτωναν τις ρηξικέλευθες φωνές. Πολιτική και πολιτισμός διασταυρώθηκαν τελικά στο σημείο μηδέν. Καθώς η δημοκρατία απέμενε άδειο κέλυφος και η χώρα οιονεί προτεκτοράτο, το σύστημα ύψωσε τη σημαία του Λόγου ενάντια στο λαϊκισμό προσφεύγοντας στο αρχαιότερο σχήμα νομιμοποίησής του: ότι η «πολιτισμένη» ελίτ οφείλει να εξουσιάζει τον όχλο των απαίδευτων πληβείων και να κοινωνικοποιεί τη νέα γενιά στους ισχύοντες ανθρωπότυπους. Στους δρόμους του 2008, στις πλατείες του ’11, το αγριεμένο πλήθος, με τη ζωτική ορμή και τον συμμετοχικό αυτοσχεδιασμό του, δεν ανέτρεψε μεν το καθεστώς, έδειξε όμως ότι δεν έχει πάψει να «φυσάει κόντρα».

Δυστοπικά σενάρια

Τώρα που γίναμε πλούσιοι …
Τώρα στο πόδι μας θα βρείτε πάντα κάποιον άλλον·
Βέβαια τον πληρώνουμε αδρά, τον συντηρούμε, τον προσέχουμε.
Κι αυτές οι εγχειρήσεις κοστίζουνε πολύ, θέλουνε χρόνο
Πώς να φορμάρεις ένα τυχόν ξένο πρόσωπο σαν το δικό σου
Να πάρεις δασκάλους, να διδάξεις την κάθε σου κίνηση, κάθε λυγμό.
 Μανόλης Αναγνωστάκης (Οι σωσίες, 1962)

Με το κινητό, τον υπολογιστή και το διαδίκτυο, ο άνθρωπος που «μιλάει μόνος του» στο δρόμο και ο άνθρωπος που τα κάνει όλα απ’ το σπίτι γίνονται σημαδιακές φιγούρες της σύγχρονης εποχής. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αυτός που σα να λείπει απ’ όπου βρίσκεται κι αυτός που σα να βρίσκεται εκεί απ’ όπου λείπει καταναλώνουν εδώ και τώρα πληροφορίες και εικόνες από κάθε άκρη του κόσμου και κάθε τωρινή ή περασμένη στιγμή. Αυτές οι εκ πρώτης όψεως αθώες (συχνά κι ευπρόσδεκτες) μικροαλλαγές συμπεριφοράς και μικροδιαταραχές των χωροχρονικών συντεταγμένων προοιωνίζονται μια κοσμοϊστορική μετάλλαξη του είδους. Διότι βέβαια δεν λαμβάνουν χώρα εν κενώ, σ’ έναν ιδεώδη κόσμο ανοιχτό στην καινοτομία και την πρόοδο, αλλά σε μια παγκόσμια κοινωνία που σαρώνεται από ανισότητες, ανταγωνισμούς και πολέμους κυριαρχίας – τη νέα τάξη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των μεγαλοκρατικών δυνάμεων, άξια κληρονόμο της Ιεράς Συμμαχίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο αυτοματισμός συνοδεύεται αναπόφευκτα από την ανεργία και την εμφάνιση οικονομικά άχρηστων πληθυσμών· τα όρια της ανάπτυξης και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μεταφράζονται σε προγράμματα κι επενδύσεις αμφιλεγόμενης «πράσινης» ανάπτυξης· η πρόσβαση σε δορυφορικές εικόνες, αρχεία και ρεπορτάζ απ’ όλο τον κόσμο συμβαδίζει με αστυνομικές-στρατιωτικές επιχειρήσεις (τύπου ντρόουν) εκ του ασφαλούς κι εκ του μακρόθεν· η μόνιμη (ακόμη και υποδόρια) διεπαφή του ανθρώπινου έμβιου με εφαρμογές βιοτεχνολογίας και τεχνητής νοημοσύνης για θεραπεία ή ενδυνάμωση υποστηρίζει τον βιοπολιτικό έλεγχο και την επιτήρηση ολόκληρων πληθυσμών (όπως φάνηκε ήδη με τον κόβιντ). Με δυο λόγια, όλες οι πολλά υποσχόμενες συνιστώσες της Μεγάλης Επανεκκίνησης φαίνεται να συγκλίνουν σε μια φουτουριστική δυστοπία.

Όλες οι πολλά υποσχόμενες συνιστώσες της Μεγάλης Επανεκκίνησης φαίνεται να συγκλίνουν σε μια φουτουριστική δυστοπία

Ακόμη και γκουρού της χάι-τεκ μελλοντολογίας μιλούν για το ενδεχόμενο δύο τουλάχιστον ζοφερών σεναρίων: από τη μια, ένα πρωτόγνωρο βάθεμα του χάσματος ανάμεσα σε βιοτεχνολογικά αναβαθμισμένες ελίτ (αν όχι «αθάνατες», πάντως μακροβιότερες) και σε αχρηστευμένους υποτελείς πληθυσμούς· από την άλλη, μια κατάφωρη υπερίσχυση των «έξυπνων μηχανών» απέναντι στους ανθρώπους, χάρη σε υπερεξελιγμένους και ανεξέλεγκτους αλγόριθμους «μεγάλων δεδομένων». Τέτοια σενάρια (που, κατά την αθεράπευτη αισιοδοξία των φιλελεύθερων, στο χέρι μας είναι να τα σταματήσουμε…) κάνουν φανερό αυτό που ήδη εκκολάπτεται υπό την αιγίδα της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, μαζί με τη μετάβαση από την κοινωνία των δύο τρίτων σε κείνη του ενός: μια δραματική ανατροπή ανθρωπολογικών δεδομένων, προσανατολισμένη σε δύο νέους ανθρωπότυπους, των οποίων η απόκλιση θα ισοδυναμεί πλέον με διαφορά «είδους» μεγαλύτερη κι από κείνη μεταξύ χόμο σάπιενς και νεάντερταλ, συγκρίσιμη μάλλον με τη διαφορά ανθρώπων και ζώων. (13) Έτσι ένας ασύμμετρος πόλεμος διαγράφεται στον –μακρινό;– ορίζοντα ανάμεσα σε (λίγους) προνομιούχους «υπερανθρώπους», υβρίδια οργανισμού και κυβερνομηχανής (κυβόργια), και σε (πολλούς) απόβλητους «υπανθρώπους», χωρίς πρόσβαση (παρά μόνο ως πειραματόζωα) στα τεκταινόμενα. Το τέλος του ανθρώπου όπως τον ξέραμε θα είναι τότε επί θύραις. Εξάλλου το παλιό ερώτημα, αν οι υπολογιστές θα φτάσουν ν’ αντικαταστήσουν τους ανθρώπους προσομοιώνοντας την ανθρώπινη βούληση, συνοδεύεται πάντα από ένα άλλο, αντίστροφο: πόσο θα συνεχίσουν οι ίδιοι οι άνθρωποι να εξομοιώνονται με μηχανές, να παραιτούνται δηλαδή (με τη βοήθεια ενός αισθητηριακού και ψυχονοητικού μασάζ) από τους ιδιαίτερους τρόπους και χαρακτήρες της ανήμερης φύσης τους για να προσαρμοστούν σε πρωθύστερα κυρίαρχα μοντέλα, (14) με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο του μέλλοντος. Λίγο πριν από την εποχή των ανδροειδών και των ρομπότ, οι «σωσίες» του Αναγνωστάκη υπαινίχθηκαν το πρόβλημα.

Στο μεταξύ, «Πανάκεια», «Ήρων» κ.ά. ονομάζονται τα ρομπότ με τα οποία η εθνική μας ομάδα έλαβε κορυφαίες διακρίσεις στην παγκόσμια Ολυμπιάδα Ρομποτικής First Global Challenge «Discover and Recover 2021». Με τέτοια φόρα, πηγαίνοντας από την Επανάσταση του ’21 στη «Βιομηχανία 4.0», ενδέχεται να ολοκληρώσουμε τη μετάβαση από τον παραδοσιακό στον νεωτερικό άνθρωπο κι από κει στον όποιο μετάνθρωπο στο χρόνο-ρεκόρ των δυόμισι αιώνων… Το ερώτημα «ποιοι εμείς;» μπορεί τότε να περισσεύει. Ή, όπως συμπληρώνει ο ποιητής: «Εμείς οι ίδιοι –πρόσεξε αυτό το: εμείς οι ίδιοι– λέμε να μαζευόμαστε καμιά φορά/Ορίσαμε μια –το πολύ– στα δέκα χρόνια να λέμε τα παλιά».

Παραπομπές

1) M. Mazower, Η Ελληνική Επανάσταση, 2021, ιδίως κεφ. 9 και 15· Π.Θ. Πιζάνιας, Η Ελληνική Επανάσταση, 1821-1830, 2021, ιδίως κεφ. 2 και 4.

2) Κ. Μοσκώφ, Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα (1830-1909), 1974, ιδίως κεφ. 2 και 3. Βλ. και Κ.Θ. Δημαράς [1949], Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, (9η έκδ.) 2000, 4ο και 5ο Μέρος.

3) Κ. Παπαγιώργης, «Η γλώσσα και το ΄21» και «Το ’21 ως μεταφραστικό πρόβλημα», Κατάλοιπα του ’21, 2021.

4) M. McLuhan, The Gutenberg Galaxy, 1962.

5) Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα τραγούδια, «Επικήδειος λόγος», 1968. Βλ. και Στ. Ελληνιάδης, κείμενα για το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, Δρόμος της Αριστεράς, 4-6-2022 και επόμενα φύλλα.

6) Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα [1829-50], 1907· Οράματα και θάματα [1851-2], 1985.

7) Βλ. ενδεικτικά Ρ. Σταυρίδη-Πατρικίου (επιμ.), Δημοτικισμός και κοινωνικό πρόβλημα, 1976· Δ. Τζιόβας, Ο μύθος της γενιάς του Τριάντα, 2012.

8) Α. Παπαδιαμάντης, «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις» [1896], «Γλώσσα και κοινωνία» [1907], Άπαντα, 1981-88.

9) Κ.Π. Καβάφης, (Άπαντα τα δημοσιευμένα) Ποιήματα [1894-1929], 2002. Οι παρατιθέμενοι στίχοι προέρχονται κατά σειρά από τα εξής: «Οροφέρνης», «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.», «Για τον Αμμόνη», «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης», «Μύρης», «Τα επικίνδυνα», «Σ’ ένα βιβλίο παλιό», «Ίμενος», «Έτσι πολύ ατένισα…», «Ιθάκη», «Το 25ον έτος του βίου του», «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», «Νόησις», «Θυμήσου, σώμα», «Νόησις».

10) Κ.Δ. Καραβίδας, Το πρόβλημα της αυτονομίας. Σοσιαλισμός και κοινοτισμός [1930], σ. 29, 1981.

11) Κ. Πουλής, Απ’ το αλέτρι στο smartphone – συζητήσεις με τον πατέρα μου, 2019.

12) Χρ. Βακαλόπουλος, «Η ελληνική δέσμη» [1988], Δεύτερη προβολή, 1990· και κείμενα για τη μουσική στις συλλογές Από το χάος στο χαρτί, 1995, και Η ονειρική υφή της πραγματικότητας, 2005.

13) Y.N. Harari [2015], Homo Deus – Μια σύντομη ιστορία του μέλλοντος, 2017, ιδίως κεφ. 9. Βλ. και Shoshana Zuboff [2019], Η εποχή του κατασκοπευτικού καπιταλισμού, 2020.

14) J. Baudrillard [1976], Η συμβολική ανταλλαγή και ο θάνατος, 2020, ιδίως κεφ. II.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!