ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Γιώργο Χάμψα
Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη Άγγελο Σιδεράτο μετά το πέρας των επιτυχημένων παραστάσεων του έργου Τρωάδες του Ευριπίδη που σκηνοθέτησε ο ίδιος στην Κριμαία και στη Μόσχα. «Το έργο είναι βαθύτατα πολιτικό, είναι το μοναδικό έργο στην παγκόσμια δραματουργία με το πιο δυνατό αντιπολεμικό περιεχόμενο. Είναι ένα πολύ δύσκολο έργο, αλλά απολύτως κατανοητό στο κοινό», είχε δηλώσει ο σκηνοθέτης τον χειμώνα του 2016 κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών της παράστασης και απ’ ό,τι φαίνεται οι άνθρωποι πράγματι το αγκάλιασαν. Παράλληλα δηλώνει ότι η πολιτική και οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχει οδηγήσει στον ξεπεσμό κάθε κοινωνικής πτυχής.
Ένας Έλληνας να ανεβάζει αρχαίο θέατρο στην Κριμαία και έπειτα στη Μόσχα. Τι σας οδήγησε στην εκάστοτε επιλογή σας;
Η πρόταση ανεβάσματος μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας μου έγινε από την πολύ σημαντική, δραστήρια και με βαθύ πνευματικό περιεχόμενο διευθύντρια του ΚΕΠ (Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού) στη Μόσχα, κυρία Θεοδώρα Γιαννίτση, που έχει σπουδάσει στο μεγάλο πανεπιστήμιο του Λεμονόσοφ, με διδακτορικό στη νεότερη ιστορία και συγχρόνως είναι εξαίρετη ηθοποιός. Προσπαθούμε μαζί να πραγματοποιήσουμε ένα φιλόδοξο κινηματογραφικό έργο για τον Νίκο Ζαχαριάδη με βάση το βιβλίο του εκλεκτού δημοσιογράφου και ιστορικού Γιώργου Λεονταρίτη Οδός Παυλώφ 22 που εξελίσσεται στη Σιβηρία, τόπος εξορίας του κομμουνιστή ηγέτη. Αυτό ήταν το πρώτο έναυσμα.
Κυρίως, όμως, αυτό που διαμόρφωσε την πορεία μου στο να σκηνοθετήσω τις Τρωάδες του Ευριπίδη στη Ρωσία ήταν η μεγάλη πολυετής πολιτική και οικονομική κρίση στην πατρίδα μας που συνεπακόλουθα έχει φέρει σε επικίνδυνο βαθμό βαθύτατη κρίση πολιτισμού, πανανθρώπινων ηθικών αξιών, πολιτικού και κοινωνικού αμοραλισμού, σήψη θεσμών και παιδείας που όλα αυτά μαζί, απότοκα της νεοαποικιακής δικτατορίας της Δύσης σε πνίγουν, σε εκμαυλίζουν έτσι που να αισθάνεσαι περαστικός και ανήμπορος στην ίδια σου τη χώρα.
Το έργο διαπνέεται από αντιπολεμικό χαρακτήρα, και σίγουρα το κοινό της Κριμαίας θα το βίωσε ακόμα πιο έντονα… Τι υποδοχής τύχατε;
Η υποδοχή τόσο στην Κριμαία (στην αρχαία Ταυρίδα) που εποικίστηκε πριν 3.500 χρόνια περίπου από τους αρχαίους Έλληνες, όσο και στη Μόσχα, σε ένα κατάμεστο θέατρο 1.250 θέσεων, ήταν υπερβολικά ενθουσιώδης και πολύ συγκινητική. Σε αυτό συνέβαλε και το ίδιο το έργο οι Τρωάδες. Καθότι είναι το μεγαλύτερο ίσως και ουσιαστικότερο διαχρονικά αντιπολεμικό θεατρικό έργο που στηλιτεύει την αλαζονεία της εξουσίας και την μωρία των ηγετών που οδηγούν τους ανθρώπους στην οδύνη και στη φρίκη του πολέμου και στον αφανισμό των εμπόλεμων λαών. Δηλαδή είναι αυτό το μεγαλειώδες που είπε ο Ευριπίδης ότι: «Ηγέτες χωρίς βαθειά παιδεία είναι επικίνδυνοι» και που δυστυχώς στα δυόμιση χιλιάδες χρόνια μέχρι και σήμερα, σε μια τόσο επικίνδυνη και σκοτεινή εποχή, το έργο και το πνεύμα του Ευριπίδη καθίστανται επιτακτικά αγωνιώδη και δραματικά επίκαιρα.
Είναι αυτό το μεγαλειώδες που είπε ο Ευριπίδης ότι: “Ηγέτες χωρίς βαθειά παιδεία είναι επικίνδυνοι” και που δυστυχώς στα δυόμιση χιλιάδες χρόνια μέχρι και σήμερα, σε μια τόσο επικίνδυνη και σκοτεινή εποχή, το έργο και το πνεύμα του Ευριπίδη καθίστανται επιτακτικά αγωνιώδη και δραματικά επίκαιρα
Ευριπίδης με –πλην της μουσικής– Ρώσους συντελεστές. Τι ανταπόκριση συναντήσατε από τους συνεργάτες σας;
Όλοι οι συντελεστές του έργου είναι Ρώσοι καλλιτέχνες με μεγάλη πείρα, ειδικό σκηνικό ανάστημα, σπάνια θεατρική παιδεία και υψηλή επαγγελματική συνείδηση. Ηθοποιοί, σκηνογράφος, ενδυματολόγος, χορογράφος, όλοι τους επί τέσσερις μήνες προβών έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους παρότι ανέβασαν για πρώτη φορά αρχαία ελληνική τραγωδία. Αλλά και η κυβέρνηση και η διεύθυνση του θεάτρου, αξιολογώντας ανάλογα το μεγάλο αυτό θεατρικό εγχείρημα, μου παρείχαν όλα τα τεχνικά και οικονομικά μέσα, ώστε να πραγματοποιήσουμε μια μοναδική παράσταση υψηλότατου επιπέδου που αφήνει μια σπάνια πολιτιστική-θεατρική παρακαταθήκη στη Ρωσία με τον ανάλογο θαυμασμό αλλά και σεβασμό στη μεγάλη φιλοσοφία και την ανεπανάληπτη δραματουργία των αρχαίων Ελλήνων τραγικών. Ο μόνος Έλληνας καλλιτέχνης που πήρα είναι ο μουσικός Νίκος Ξανθούλης που συνέθεσε μια εξαίσια μουσική συμφωνία στο βασικό πνεύμα της σκηνοθεσίας μου, δηλαδή κλασικό ανέβασμα με μουσική ερμηνεία των τραγικών καταστάσεων των Τρωάδων και των διαχρονικών μηνυμάτων του Ευριπίδη. Η μουσική αυτή σύνθεση του εκτελείται ζωντανά από 33 μουσικούς κρατικής συμφωνικής ορχήστρας. Σημειωτέον ότι ο χορός της τραγωδίας αποτελείται από 16 γυναίκες και οκτώ στρατιώτες του μπαλέτου του θεάτρου. Σύνολον συμμετεχόντων στην παράσταση περίπου 70 καλλιτέχνες εκτός από τους τεχνικούς που με ιδιαίτερη αυταπάρνηση και ζήλο τίμησαν το αρχαίο ελληνικό θέατρο. Τους ευχαριστώ όλους ολόψυχα. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης κύριο Γκεόργκι Μουράντοβ που στήριξε με όλες του τις δυνάμεις το ανέβασμα του έργου αυτού, εκφράζοντας πάντα τη μεγάλη του αγάπη για την Ελλάδα και την Κύπρο στις οποίες υπηρέτησε ως πρέσβης.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, επιμένετε στο κλασσικό ανέβασμα των έργων. Έχετε απογοητευτεί από τις σύγχρονες απόπειρες απόδοσης των κλασικών;
Δεν είναι επιμονή μου στο κλασικό –αλλά όχι και μουσειακό– ανέβασμα. Είναι πίστη και θέση ζωής μου ότι οι αρχαίοι Έλληνες κλασικοί χρήζουν ιερού σεβασμού, σκληρής δουλειάς, ιστορικής και πολιτιστικής ευθύνης αλλά και πολιτικής συνείδησης (προς Θεού όχι κομματικής αλλά με την έννοια της πολιτικής του Σωκράτη πως: «Κάθε καλλιτέχνης πρέπει να είναι πολιτικό “Ον” και να αγωνίζεται για τον άνθρωπο»). Μόνο έτσι, μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις και αρχές πιστεύω πως ο καλλιτέχνης είναι χρήσιμος, ειδάλλως όπως πάλι είπε ο μεγάλος φιλόσοφος «Καλλιτέχνης ή επιστήμονας ή πολιτικός, που δεν αγωνίζεται για τον άνθρωπο είναι άχρηστος και δεν αξίζει να ζει…».
Δεν έχω μόνο απογοητευτεί από πολλές «σύγχρονες καλλιτεχνικές» απόπειρες απόδοσης των κλασικών μας. Έχω κυριολεκτικά πονέσει και προσβληθεί ως Έλληνας δημιουργός. Κλαίω καλλιτεχνικά όταν διαπιστώνω την απαράδεκτη αδιαφορία της Πολιτείας –για να μην πω ενθάρρυνση– σε ανεύθυνους και αμοραλιστικούς πειραματισμούς σε ανεβάσματα αρχαίων τραγωδιών. Θυμηθείτε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Οιδίποδα Τύραννο πριν ενάμιση χρόνο περίπου σε συμπαραγωγή Βαχτάκοφ και Εθνικού Θεάτρου.
Ήταν μια ιεροσυλία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και δραματουργίας, ένας εξευτελισμός του θεάτρου, του πολιτισμού και της παράδοσής μας.
Ένας συρφετός άγνοιας, ξεπεσμού, εκφυλισμού. Πώς να μην πονέσει κανείς όταν έχει γαλουχηθεί με μεγάλους δασκάλους: Μινωτή, Κωστή Μιχαηλίδη, Κουν, Ροντήρη, Ευαγγελάτο, Μπάκα, Κωστόπουλο, Παξινού, Συνοδινού, Βαχλιώτη, Βαλάκου, Μανωλίδου και τόσων άλλων μεγάλων καλλιτεχνών που μας μεταλαμπάδευσαν τη γνώση και τον σεβασμό στον πολιτισμό, την παράδοση, στις πανανθρώπινες αξίες και τα διαχρονικά ανεπανάληπτα μηνύματα των αρχαίων μας τραγικών!
Αν διαβάσουμε και κατανοήσουμε καλά τον ορισμό της τραγωδίας από τον Αριστοτέλη τότε δεν χρειάζεται τίποτα άλλο για να συνειδητοποιήσουμε όπως έλεγε ότι «το θέατρο όπως και όλες οι Τέχνες είναι ο πιο ζωντανός οργανισμός Παιδείας και Πολιτισμού».
Όλα αυτά τα πολιτιστικά –και όχι μόνο– ιδρύματα που έχουν φυτρώσει τελευταία στη χώρα μας με προδιαθέτουν λίγο αρνητικά. Ξέρουμε, συνήθως, πως τελικά το κράτος βγαίνει πάντα ζημιωμένο. Μου θυμίζουν τους «φιλέλληνες» και τους «φαρισαϊκούς ευεργέτες» της Επανάστασης του 1821 και των μετέπειτα χρόνων του νεοσύστατου Κράτους. Έδιναν ένα και έπαιρναν δέκα
Απ’ ότι φαίνεται το δύσκολο εγχείρημά σας δε θα μπορέσουμε να το γνωρίσουμε στην χώρα μας, λόγω «εμπάργκο στον πολιτισμό»…
Δυστυχώς το εμπάργκο της Δύσης είναι πραγματικότητα. Εγώ πιστεύω πως στον πολιτισμό, την παράδοση και στη θρησκεία δεν μπορεί να υφίσταται εμπάργκο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του θεατρικού μας εγχειρήματος των Τρωάδων δεν φταίει η Ελλάδα γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Οι αποφάσεις και οι εντολές είναι από τη Δύση και ειδικά από τις Βρυξέλλες. Ίσως καταφέρουμε κάτι στο άμεσο μέλλον.
Η κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να έχει και έντονη πολιτιστική διάσταση –πέρα από την οικονομική, που την εντοπίζει κανείς ευκολότερα… Έπαιξε και αυτό τον ρόλο του στο να στραφείτε στο εξωτερικό;
Ασφαλώς. Πάντα οι μεγάλες πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές κρίσεις φέρνουν συνεπακόλουθα όσο διαρκούν, ξεπεσμό σε όλες τις κοινωνικές πτυχές. Κυριαρχούν η αναξιοκρατία, οι ολιγαρχικές κάστες, οι ανίκανοι θεσιθήρες, οι κερδοσκόποι, ο νεποτισμός, τα κάθε είδους μειράκια, οι ίντριγκες και τόσα άλλα ευτελή και άνομα καθεστώτα. Μέσα σε τέτοια πραγματικότητα πώς να δημιουργήσει κανείς; Πώς να μη στραφεί, να μη ζητήσει διέξοδο στο εξωτερικό; Πόσο μάλλον όταν είναι ολοφάνερο ότι έρχονται δυσοίωνες μέρες, σοβούσες συμφορών που όλοι όμως εθελοτυφλούν!
Τέλος, τι έχετε να πείτε για το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και τον «πολιτιστικό συγκεντρωτισμό» που φαίνεται να θέλει να επιβάλει;
Κατ’ αρχάς, η πρώτη αρχιτεκτονική εντύπωση που παίρνει κανείς είναι πως το όλο κτίριο δεν έχει κανένα ελληνικό στίγμα. Καμία αισθητική δημιουργία και έμπνευση ή πολιτισμική αναφορά στον μεγάλο αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ούτε στη σύγχρονη ταυτότητα της Νεοκλασικής Αρχιτεκτονικής της Αθήνας.
Θυμίζει, όπως είναι, ένα τεράστιο tol αεροδρομίου ή τελωνειακής λιμενικής αποθήκης.
Αυτά τα κτίρια γίνονται μία και μοναδική φορά. Θα έπρεπε να έχει μια βαθειά ελληνικότητα στην πιο σύγχρονη εικαστική της απόδοση. Για να την θαυμάζουμε όλοι μας –και οι ξένοι επισκέπτες– και να υπερηφανευόμαστε, να καμαρώνουμε για το μεγαλείο των ελληνικών τεχνών ιδίως της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής, της ζωγραφικής κλπ.
Τώρα τίποτα! Μόνο σίδερα και τζάμια! Και είναι το μοναδικό κτίριο στο είδος του στη χώρα μας (σε κόστος, σε περίοπτη θέση, σε συμβολισμό, σε χρηστικότητα).
Αντιθέτως, στις μεγαλύτερες πρωτεύουσες της Ευρώπης και στη Μόσχα, στην Αμερική και σε άλλες πόλεις στην όπερά τους, στη βιβλιοθήκη τους, κυριαρχεί η αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική και γλυπτική.
Είναι ναοί τέχνης με επιβλητικές διακοσμήσεις και όχι εμπορικά Mall ή σύγχρονες Disneyland για μικρούς και μεγάλους.
Όσον αφορά στον εσωτερικό διάκοσμο δεν υπάρχει καμιά καλλιτεχνική πρόταση ή εικαστική αισθητική. Οροφές, τοίχοι, διάδρομοι, κύριοι και βοηθητικοί χώροι, κλπ. Σκέτη γύμνια και προχειρότητα.
Όλα αυτά τα πολιτιστικά –και όχι μόνο– ιδρύματα που έχουν φυτρώσει τελευταία στη χώρα μας με προδιαθέτουν λίγο αρνητικά. Ξέρουμε, συνήθως, πως τελικά το κράτος βγαίνει πάντα ζημιωμένο. Μου θυμίζουν τους «φιλέλληνες» και τους «φαρισαϊκούς ευεργέτες» της Επανάστασης του 1821 και των μετέπειτα χρόνων του νεοσύστατου Κράτους. Έδιναν ένα και έπαιρναν δέκα. Ο άτεγκτος χρόνος θα δείξει!
Όσον αφορά στον «πολιτιστικό συγκεντρωτισμό» που επιδιώκει όπως λέτε, νομίζω πως είναι μεγάλο λάθος του και θα πρέπει να ανοιχθεί δημοκρατικά σε πλήθος καλλιτεχνών με διαδικασίες ανεπίληπτες, φανερές και πλουραλιστικές. Τότε, και κύρος και αλτρουιστική εθνική ωφελιμότητα θα κατακτήσει και θα εμπεδώσει κλίμα εμπιστοσύνης, μεγαθυμίας και κατακτητικής δημιουργίας στους ρηξικέλευθους καλλιτέχνες και στους σκαπανείς διανοούμενους της πατρίδας μας, και υπάρχουν αρκετοί!