Μια ταμίας σε σουπερμάρκετ, ένας ντελιβεράς, μια υπάλληλος στα διόδια, μια οδοκαθαρίστρια, ένας τραυματιοφορέας, μια ταξιθέτρια, ένας δικαστικός κλητήρας, ένας παρκαδόρος σε καράβι, μία υπάλληλος σε τηλεφωνικές κλήσεις, ένας θυρωρός σε κτίριο με γραφεία…
Είναι οι άνθρωποι που αφηγούνται τις ιστορίες τους στη δημοσιογράφο Αγγελική Σπανού και περιλαμβάνονται στο βιβλίο της Απαρατήρητοι που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις.
Είναι ένα είδος «αληθινής μυθοπλασίας», αν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί τέτοιος όρος. Η αλήθεια είναι πως διαβάζοντάς το άρχισα να νιώθω τύψεις. Και σκεφτόμουν το περίφημο βιβλίο του Peter Bichsel Κατά βάθος η κυρία Μπλουμ ήθελε να γνωρίσει τον γαλατά που κάποτε διαβάζαμε και μοιραζόμαστε. Νεολαία τότε, καυτηριάζαμε την αλλοτρίωση. Στην ουσία μάθαμε, αργότερα, να βλέπουμε κάποιους ανθρώπους της καθημερινότητας σας να είναι πράγματα. Κάτι διαφορετικό από μας.
Κι έρχεται η Αγγελική Σπανού να υπογραμμίσει, με τον πιο εύστοχο τρόπο, αυτούς τους αθέατους ανθρώπους, θύματα συχνά μιας άγριας εκμετάλλευσης, αλλά κυρίως αγνοημένους.
Συχνά ντρέπονται να πουν που εργάζονται! Λες κι η δική τους δουλειά είναι ντροπή. Αυτές είναι οι αξίες της κοινωνίας σήμερα και δυστυχώς η υποτιθέμενη Αριστερά, κάθε απόχρωσης, ούτε καν θίγει τα ζητήματα αυτά, χαμένη είτε στον κυβερνητισμό είτε σε έναν αντικαπιταλιστικό λόγο, ξύλινο και άνευ ουσίας.
Αν ένα βιβλίο αποκτά αξία από την επίδραση που έχει στον αναγνώστη του, τότε θα χαρακτήριζα τους Απαρατήρητους ως μοναδικούς. Διαβάζω ασταμάτητα, έχοντας πάντα την ελπίδα πως θα πέφτω κάθε τόσο σε μια τέτοια δουλειά που θα με κάνει να επανεκτιμήσω τον κόσμο και να σκάψω λίγο στον εαυτό μου. Στο δικό μου μερίδιο ευθύνης για όσα συμβαίνουν.
Η αλήθεια είναι πως αφού το έκλεισα, άρχισα να φέρομαι διαφορετικά στις καθημερινές μου συναλλαγές. Όχι πως με χαρακτήριζε η αγένεια. Ίσως ένα είδος αδιαφορίας.
Τώρα, μου έρχεται να πιάσω κουβέντα με αυτόν που μου κόβει το τυρί στο σουπερμάρκετ, με την κυρία που καθαρίζει το πάρκο στη γειτονιά, με τον ντελιβερά που έφερε τα σουβλάκια… Ένας μικρός καλός λόγος είδα πως έχει επίπτωση.
Ευχαριστώ από καρδιάς τη συγγραφέα τόσο για το βιβλίο που μας χάρισε, όσο και για τη συνέντευξη, που πιστεύω έχει το δικό της ενδιαφέρον…
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Ποια ήταν η σκέψη σας όταν αποφασίσατε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Μετράω 25 χρόνια στη δημοσιογραφία, τα περισσότερα από αυτά ασχολούμαι με την πολιτική επικαιρότητα. Αισθανόμουν εδώ και καιρό να πνίγομαι από την τοξικότητα που καθορίζει τα τελευταία χρόνια τον δημόσιο διάλογο, αισθανόμουν όλο και πιο έντονα τη ματαιότητα της συμμετοχής μου στο πολιτικομιντιακό γίγνεσθαι. Φανατισμός και πόλωση, κανείς δεν ακούει κανέναν, παρασκηνιακές συναλλαγές, μυστικά και ψέματα, μικρά και μεγάλα συμφέροντα, εκδουλεύσεις, κατασκευές, σκοπιμότητες σε ένα περιβάλλον όλο και πιο ανθυγιεινό. Στην ερώτηση «με ποιους είμαστε» δεν νομίζω ότι βρίσκουμε πια εύκολα την απάντηση. Αισθανόμουν, λοιπόν, έντονα την ανάγκη να φύγω από την πραγματικότητα των ανούσιων συνεντεύξεων με πολιτικά πρόσωπα, των άψυχων πολιτικών αναλύσεων, των διαμεσολαβήσεων, του παραγοντισμού. Κάπως έτσι, μέσα από μια πολύ προσωπική διεργασία, έφτασα στους Απαρατήρητους που υπήρχαν πάντα στο οπτικό μου πεδίο. Είχα σκεφτεί πολύ γι’ αυτούς πριν γίνουν πρωταγωνιστές στο βιβλίο μου.
Από που ξεκινήσατε; Είχατε κάνει κάποιο ανάλογο ρεπορτάζ;
Ποτέ δεν είχα κάνει ελεύθερο ρεπορτάζ, ποτέ δεν είχα βγει στον δρόμο. Και αυτό δεν ήταν πρόβλημα για τη συγγραφή του βιβλίου γιατί οι αφηγήσεις αυτές δεν είναι συνεντεύξεις, είναι μια συν-κατασκευή από αυτά που μου είπαν και απ’ όσα δεν μου είπαν, από εκείνα που διακινήθηκαν μεταξύ μας στη διάρκεια των συζητήσεών μας και μετά από αυτές, από σκέψεις που δεν εκφράστηκαν και έμειναν σε μια γκρίζα περιοχή, απ’ ό,τι φαντάστηκα. Δεν τους προσέγγισα σαν δημοσιογράφος. Δεν αναζήτησα, π.χ., συνδικαλιστές για να με καθοδηγήσουν, ούτε τον εργοδότη τους για να μου συστήσει τον εμπειρότερο ντελιβερά ή την καταλληλότερη υπάλληλο των διοδίων. Ήταν μια προσωπική επαφή και επικοινωνία. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν καν γιατί μου μιλούν. Ούτε πίστευαν ότι τελικά θα γραφτεί ένα τέτοιο βιβλίο.
Ήταν εύκολο να δεχθούν οι άνθρωποι να σας μιλήσουν; Είναι πολύ προσωπικά μερικά από τα θέματα που θίγουν…
Ήταν δύσκολο μέχρι να με εμπιστευθούν. Αλλά αυτό, στις περισσότερες περιπτώσεις, συνέβη γρήγορα. Το βλέμμα, το άγγιγμα, ο τόνος της φωνής – είναι πολλά αυτά που μπορεί να σε πείσουν για την ειλικρίνεια του άλλου όταν στέκεται απέναντί σου. Από εκείνο το σημείο και μετά, της εγκατάστασης μιας σχέσης εμπιστοσύνης, γινόταν πολύ εύκολο γιατί ένιωθαν ότι δεν είναι δουλειά, ότι με ενδιαφέρει πολύ, ότι τους σέβομαι και τους ευχαριστώ για τον χρόνο που μου διαθέτουν, ότι το εννοώ, ότι τους καταλαβαίνω, ότι είμαι μαζί τους.
Οι αφηγήσεις αυτές δεν είναι συνεντεύξεις, είναι μια συν-κατασκευή από αυτά που μου είπαν και απ’ όσα δεν μου είπαν, από εκείνα που διακινήθηκαν μεταξύ μας στη διάρκεια των συζητήσεών μας και μετά από αυτές, από σκέψεις που δεν εκφράστηκαν και έμειναν σε μια γκρίζα περιοχή, απ’ ό,τι φαντάστηκα
Ποιος από τους ανθρώπους που συνομιλήσατε σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση και γιατί;
Η οδοκαθαρίστρια. Γιατί στην πρώτη μας συνάντηση ήρθε με ένα γραπτό κείμενο σε σελίδες τετραδίου. Είχε περιγράψει την επαγγελματική της καθημερινότητά αναλυτικά, γιατί είχε άγχος μήπως ξεχάσει κάτι. Το κείμενο ήταν γραμμένο με κεφαλαία και, όπως μου εξήγησε, δανείστηκε το λεξικό μιας γνωστής της για να τσεκάρει την ορθογραφία. Όταν το είδα άρχισα να κλαίω. Το βρήκα πολύ συγκινητικό ότι είχε κάνει όλη αυτή την προετοιμασία πριν από τη συνάντησή μας. «Κι εγώ βάζω τα κλάματα για το τίποτα, κάθε μέρα κλαίω» μου είπε. Φεύγοντας, επέμενε να πληρώσει τον καφέ που ήπιαμε.
Κλείνοντας το βιβλίο σας, ένιωθα τύψεις για τον τρόπο που (δεν) βλέπω μερικούς ανθρώπους. Με έκανε να φέρομαι διαφορετικά από εκείνη τη μέρα. Ήταν αυτό μέσα στους στόχους σας;
Ο στόχος μου ήταν να γράψω κάτι αληθινό, δηλαδή κάτι ωραίο. Δεν μου αρέσει καθόλου ο μελοδραματισμός και απεχθάνομαι την ηθικολογία και τον διδακτισμό. Όμως, αν κανείς διαβάζοντας το βιβλίο ξανασκεφτεί κάποια πράγματα, αυτό είναι υπέροχο. Προσωπικά, ξανασκέφτομαι συνέχεια τα πάντα σε σχέση με τον εαυτό μου απέναντι στους άλλους. Και το βίωμα της ενοχής μπορεί να είναι λυτρωτικό αν οδηγήσει στην αντιμετώπιση της αιτίας που την προκαλεί.
Με το βιβλίο σας υπηρετείτε ένα άλλο είδος δημοσιογραφίας από αυτό του «συρμού». Πώς θα μπορούσαν οι δημοσιογράφοι να βγουν από την ανυποληψία που χαρακτηρίζει πλέον το επάγγελμα μας;
Δεν είναι δημοσιογραφία, γιατί υπάρχει μυθοπλασία πάνω σε μια πραγματική βάση. Και αν ήθελα να παρουσιάσω δημοσιογραφικά αυτές τις ιστορίες δεν νομίζω ότι θα έβρισκα εύκολα μέσο ενημέρωσης για να τις δημοσιεύσω. Ως δημοσιογράφος δεν έχω ζήτηση σε τέτοια θεματολογία, μάλλον δεν έχουν ούτε οι Απαρατήρητοι ζήτηση ως μιντιακά αναλώσιμοι.
Για την ανυποληψία της δημοσιογραφίας τι να πω… Δεν είμαι αισιόδοξη. Είδα και το βίντεο με τον Γ. Αυτιά να λέει στον Κ. Μητσοτάκη για την πρόταση που του έκανε να είναι υποψήφιος στις εκλογές και να τον προσκαλεί να του τηλεφωνεί όποτε έχει παράπονο από την εκπομπή του και στην αρχή γέλασα πολύ, είναι τόσο αστεία η σκηνή, όμως μετά απλώς επιβεβαίωσα ότι έχει ακόμη παρακάτω. Και πώς όχι, αυτός ο live εξευτελισμός του «λειτουργήματος» δεν έκανε εντύπωση, πέρασε σχεδόν απαρατήρητος…