Έχει ζήσει 68 χρόνια. Έχει βιώσει δηλαδή το ένα τρίτο περίπου της ζωής του νέου Ελληνικού κράτους.

Ο ιστορικός χρόνος είναι παράξενος, άλλοτε κυλάει πυκνά κι άλλοτε χλευάζει στον δρόμο σαν να έχει πάει για τσιγάρα. Άλλοτε μέσα σε μια δεκαετία συμβαίνει μια χούντα, ένα Πολυτεχνείο και μια εισβολή στην Κύπρο, κι άλλοτε μέσα σε μια τριακονταετία η δύναμη της αδράνειας επαναλαμβάνει τον εαυτόν της – παίζοντας Β΄ Εθνική. Παίζοντας δηλαδή καταστροφικά χωρίς πολλά-πολλά δράματα, ώσπου εν τέλει το δράμα έρχεται και σε πιάνει με τα σώβρακα.

Επαρχιωτάκι στην Ομόνοια, βρέθηκε κι αυτός «μέσα», και σε τρεις ημέρες έβγαλε τρία Πανεπιστήμια…

Μην πάμε από Πεδίον του Άρεως, παιδιά, σκοτώνουν. Και σκότωναν. Άρχισαν να ανεβαίνουν τρέχοντας την Αλεξάνδρας. Παντού μπασκίνες με καδρόνια. Κρότοι. Στρίψανε σε έναν δρόμο δεξιά. Χρόνια μετά κατάλαβε ότι πρέπει να ήταν η Ιπποκράτους.

Λαχάνιαζε. Ένιωθε πίσω του ανάσες που φρούμαζαν, δοκίμασαν μιαν εξώθυρα, ήταν ανοιχτή, μπήκαν. Δυο-τρεις δίστασαν και συνέχισαν να τρέχουν στο βάθος της νύχτας.

Χτυπούσαν τις πόρτες των διαμερισμάτων, κανείς δεν άνοιγε όροφο τον όροφο. Πίσω τους στην εξώπορτα έμπαινε η μαυρίλα που άφριζε, βρισιές, διαταγές. Η κόλαση μέσα τους, όλες οι αμαρτίες του κράτους έβραζαν στα σπλάχνα τους, έψαχναν να σφάξουν ζαρκάδια.

Όχι στην ταράτσα, παιδιά, θα μας πετάξουν κάτω, ψιθύριζε ο Βασίλης και γράπωνε σακάκια και αμπέχωνα. Τελευταίος όροφος, τελευταία πόρτα, τελευταίο χτύπημα, η πόρτα άνοιξε.

Χώθηκε μέσα μαζί με τους άλλους κυνηγημένους, μέτρησε μια κοπέλα κι έξι ακόμα, σύνολο οκτώ! Ανάσα! Κουβέντα! Σιωπή! Σκοτάδι! Ένα διαμερισματάκι τόσο δα! Έξω χλαπαταγή, οι δαίμονες βροντούσαν τις πόρτες, ανέβαιναν τις σκάλες κι έψαχναν σαν κυνηγιάρικα σκυλιά.

Άχνα οι άγγελοι.

Στο διαμερισματάκι ένα νεαρό ζευγαράκι με το μωρό του στην κούνια. Κόλλησαν όλοι κάπου, στις καρέκλες, το κρεβάτι, το πάτωμα, σ’ έναν καναπέ, στην κουζίνα.

Έξω ο χαμός απομακρύνθηκε, άκρα του τάφου σιγή έξω, μέσα το ίδιο, ένας-δυο πήγαν στην τουαλέτα, ο Βασίλης έκλαιγε – κάτι είχε δει την ώρα της εξόδου κι έκλαιγε. Θα μου πει, σκεφτόταν αυτός, δεν έτυχε να τον ξαναδεί, δεν έμαθε απ’ τον Βασίλη τι είχε δει, έμαθε απ’ τους άλλους. Όλοι έμαθαν! Και για άλλους ό,τι έμαθαν έγινε φυλαχτό, για άλλους μίσος και για άλλους εμπόρευμα.

Δεν γύρισε μετά τα γεγονότα να αναζητήσει το δυαράκι του τελευταίου ορόφου, κι όταν προσπάθησε, δεν θυμόταν πια καλά, δεν ξαναείδε τους σωτήρες του ποτέ. Με τα άλλα παιδιά, τις σκιές εκείνης της νύχτας συναντήθηκε, συναντιόταν συχνά, παντού, για χρόνια.

Ένα μεσημεράκι που ο χρόνος είχε πάει για τσιγάρα και ο πειρασμός της θαλπωρής ενός άγνωστου καφενείου σε μια κοντινή χώρα τον είχε πάρει αγκαλιά, έβαλε ξαφνικά τα κλάματα.

Γιουνάν καρντάς; Γιώργος; Γιώργος;

Του μίλησε ελληνικά, χείμαρρος, άκουγε ο καφετζής, πήρε καρέκλα από το δίπλα τραπέζι, να μην πειράξει τις άδειες καρέκλες δίπλα του, κάθισε, άκουγε, δεν καταλάβαινε τη γλώσσα αλλά καταλάβαινε τι η γλώσσα έλεγε, αναστέναζε και κοίταζε γλυκά.

Ένα γύρω το ΚΤΕΛ της Πέργαμος, χωριάτες και χωριάτισσες έφευγαν κι έρχονταν, πολυπράγμονες πιτσιρικάδες έτρεχαν πάνω-κάτω, κοφίνια, δέματα, κουρασμένα λεωφορεία, οι θαμώνες στα τρία καφενεία κάθονταν και σηκώνονταν αναλόγως του δρομολογίου τους.

Λούφαξε ο πόνος, πότισε η υγρασία του μια γιγάντια ερειπωμένη αρχαία Βασιλική στα πέριξ του ΚΤΕΛ, ήρθε κι ο γιατρός, ο συνταξιδιώτης του, άρχισαν να λένε περί ταξιδιωτικών ανέμων και υδάτων – ερχόταν το δειλινό.

…………..

Εικοσιέξι χρόνια μετά το Πολυτεχνείο και εικοσιτέσσερα χρόνια πριν να φθάσει στα 68 του χρόνια, έμαθε τότε ότι οι άγγελοι ακολουθούν τα φτερά τους και τα φτερά ακολουθούν τους αγγέλους τους…

ΣΤΑΘΗΣ Σ.
16•XI•2023

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!