του Θανάση Μουσόπουλου*

Κατά τον 19ο αιώνα –πέρα από τις κυρίαρχες τάσεις του Νεοελληνικού Λόγου– του Ελληνικού Ρομαντισμού και της Εφτανησιακής Σχολής, δραστηριοποιούνται άνθρωποι των Γραμμάτων που βρίσκονται πολύ μπροστά από την εποχή τους. Αναφέρομαι στον Ανδρέα Λασκαράτο από την Κεφαλλονιά και στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη από τη Λευκάδα, που το έργο τους αποτυπώνει πρωτοποριακά την εποχή και την κοινωνία με πολιτική ματιά.

***

Ο Ανδρέας Λασκαράτος (1811-1901), όπως γράφει ο Λίνος Πολίτης, ήταν «κατ’ εξοχήν σατιρικός, συνδυάζει τη σατιρική φλέβα της κεφαλονίτικης πατρίδας του με την κληρονομιά της καυστικής σάτιρας του Σολωμού. Σημαντική προσωπικότητα, αποζητούσε για τον τόπο μια ηθική αναμόρφωση και αντιμετώπισε πολλούς κατατρεγμούς, ιδίως για το πεζό του έργο Τα μυστήρια της Κεφαλλονιάς (1856), που είναι και το σημαντικότερό του». Να σημειώσουμε ότι το έργο αυτό ήταν «σκέψεις απάνω στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική, το οποίο κίνησε αντιδράσεις, οδήγησε στον αφορισμό του και έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του».

Θα παραθέσω χαρακτηριστικά αποσπάσματα που δείχνουν κυρίως την «πολιτική» προσέγγιση του Λασκαράτου:

  1. Ο λογιώτατος από το «ΙΔΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ» (ή «Χαρακτήρες»):

«Υπόθεσέ τον τώρα τον λογιώτατον σε κυβερνητική κάποια θέση. Υπόθεσέ τον νομάρχην. Του πας μιαν αναφορά δια σπουδαίαν υπόθεσήν σου; Την ξετάζει προσεχτικά, σημειώνοντάς σου τες ανορθογραφίες, και ζητώντας να εύρη την παραγωγήν κάποιων λέξεων οπού δεν τες άκουσε στον τόπο του. Καμωμένη τούτη η εργασία, μόνη ενδιαφέρουσα δι΄ αυτόν, το σπουδαιότερο της υποθέσεώς σου έγινε!…

Υπόθεσέ τον ποιητή. Αν η συλλαβές, μετρημένες απάνου στα δάχτυλα, ήναι σωστές, η στιχουργία πηαίνει καλά. Αν εις το κείμενον ήναι λέξεις αισχυλικές, και δημοσθενική σύνταξη, η ποίηση είναι λαμπρή. Το όλον… σε πρώτο Οικονόμειον Διαγώνισμα βραβεύεται!…»

  1. Συχαριάσματα εἰς γενέθλια γαϊδάρου

Καλορίζικος. Νὰ ζήσῃ / Ὁ νηὸς γαΐδαρος, ν᾿ ἀξίνῃ.
Νὰ σοῦ ζήση, νὰ σοῦ γίνῃ / Ὡς καθὼς ἐπιθυμᾶς.

Νὰ σοῦ ἀξένουνε τ᾿ αὐτιά του, / Καὶ νὰν᾿ τὰ συχνοτσουλόνῃ.
Νὰ χοντρένῃ, νὰ ῾ψηλώνῃ, / Ὡς καθὼς ἐπιθυμᾶς.

  1. «Καβγάς μεταξύ Αγαμέμνονος και Αχιλλέως»

[…]«Ο Νέστορας, εκειός ο ξακουσμένος / πρώτος μπαλιγαδόρος μες στην Πύλο, / οπού έκανε στους δύστυχους Πυλιώτες / τη μέρα νύχτα, και τη νύχτα μέρα. / Κι εμπόριε ναν τους δώσει ένα ραπάνι / για γαρούφαλο· δεύτερος Λομπάρδος!… / «Αι, παιδιά, λέει, τ’ είν’ τούτες οι αναγούλες; / Μη θέλετε να κάμετε τσου Τούρκους / να χαρούνε γρικώντες πως μαλώνετε; / Μη θα ξανανεώσετ’ εδώ τώρα / τα παλαιά των προπατόρωνέ μας, / του Βινιεράτου, που το ενάντιο κόμμα / για βρισιά τον εφώναζε Λομπάρδο· / και του Βαντόρου, οπού οι άλλοι πάλε
του εφωνάζανε Λιούρη; Α, μα εκείνοι, / εκείν’ οι αθρώποι δε μεταγεννιώνται!»

4.«Τα προεκλογικά ήθη»

«Δύστυχε Λαέ! Οι κατεργαραίοι σ’ εμεθήσανε καθώς μεθούν τα μελίσσια και τα βάνουνε στο καλάθι…Σ’ εμεθήσανε και σ’ εκάμανε να πιστέψης πως κάτι είσαι! Δύστυχε λαέ! ξέρεις τι είσαι! Εκείνο πούναι όλοι οι λαοί. Εκείνοι που εσταθήκανε οι λαοί πάντα. Είσαι, θέλεις δε θέλεις, το κλοτσοσκούφι εκείνωνε που τους βαστά η ψυχή τους να σε παίζουνε. Μπορεί να μη σ’ αρέσει τούτη η αλήθεια, μα δέξου τη γιατί είναι αλήθεια. Είναι πρικιά μα κάνει καλό. Εσύ έχεις παράπονα εναντίον εις εκείνους οπού έως τώρα σ’ εδιοικήσανε και τώρα εβγήκανε άλλοι οι οποίοι λέγονται φίλοι σου και σου ζητούνε να σε διοικήσουν εκείνοι. Και συ κατά το συνηθισμένο, γιατί έτσι οι λαοί κάνουνε πάντα, έτρεξες εις εδαύτους και τους ακολούθησες…».

***

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) «είναι βέβαια εφτανησιώτης, αλλά οι προσανατολισμοί του τον φέρνουν περισσότερο προς το δημοτικό τραγούδι και τον γαλλικό ρομαντισμό παρά προς τον Σολωμό και τα ιδανικά της Σχολής του. Οι σύγχρονοί του ετίμησαν υπερβολικά τον Βαλαωρίτη και την αρματολική στιβαρή του ποίηση», όπως σημειώνει ο Λίνος Πολίτης.

Θα παραθέσουμε αποσπάσματα από τέσσερα γνωστά έργα του Βαλαωρίτη.

  1. Ὁ Δῆμος καὶ τὸ καρυοφύλλι του

Ἐγέρασα, μωρὲς παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα, καὶ τώρ᾿ ἀποσταμένος
θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Ἐστέρεψ᾿ ἡ καρδιά μου.
Βρύση τὸ αἷμα τὄχυσα σταλαματιὰ δὲ μένει.

Θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Κόψτε κλαρὶ ἀπ᾿ τὸ λόγγο
νά ῾ναι χλωρὸ καὶ δροσερό, νἆναι ἀνθοὺς γεμάτο,
καὶ στρῶστε τὸ κρεβάτι μου καὶ βάλτε με νὰ πέσω.

  1. Τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη

Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;… ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
τὰ φτερωτά σου τὰ ὄνειρα;… Γιατί στὸ μέτωπό σου
νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς ἀχτίδες,
ὅσαις μᾶς δίδ᾿ ἡ ὄψη σου παρηγοριαὶς κ᾿ ἐλπίδαις;…
Γιατί στὰ οὐράνια χείλη σου νὰ μὴ γλυκοχαράζῃ,
πατέρα, ἕνα χαμόγελο;… Γιατί νὰ μὴ σπαράζῃ
μέσα στὰ στήθη σου ἡ καρδιά, καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου
οὔτ᾿ ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ᾿ ἔλαμψε τὸ φῶς σου;…

  1. Ο βράχος καὶ τὸ κύμα

 [Βράχος εἶναι ὁ κατακτητὴς καὶ κῦμα ὁ Ἑλληνισμός]

«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,
μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.

Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἄρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,
βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!

  1. Φωτεινός

– Πάρ᾿ ἕνα σβῶλο, Μῆτρο,
καὶ διῶξ᾿ ἐκεῖνα τὰ σκυλιά, ποὺ μοῦ χαλοῦν τὸ φύτρο.
Ὁ χερουλάτης ἔφαγε τ᾿ ἄχαρα δάχτυλά μου
καὶ στὴν ἀλετροπόδα μου ἐλυῶσαν τὰ ἥπατά μου.
Δυὸ μῆνες ἔρρεψα ἐδεδῶ, ἐσάπισα στὴ νώπη
μ᾿ ἀρρώστια, μὲ γεράματα! Βάσανα, νήστεια, κόποι
γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔρμο τὸ ψωμί! Καὶ τώρα ποὺ προβαίνει
σγουρό, χολάτο ἀπὸ τὴ γῆ, ποὺ πρὶν τὸ φᾶν χορταίνει
τὰ λιμασμένα μου παιδιά, νὰ τὸ πατοῦν ἐμπρός μου
μὲ τόση ἀπίστευτη ἀπονιὰ οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου!…
Ἐξέχασες καὶ δὲ μ᾿ ἀκοῦς;… ἐσένα κράζω, Μῆτρο,
διῶξε, σοῦ λέγω, τὰ σκυλιά, ποὺ μοῦ χαλοῦν τὸ φύτρο…

– Εἶναι τοῦ Ρήγα, δὲν κοτῶ… Γιὰ κύτταξ᾿ ἐκεῖ πέρα
νὰ ἰδῇς· τί θρῶς ποὺ γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!

– Τί Ρήγας, τί Ρηγόπουλα! εἶν᾿ ὁ καινούριος κύρης,
ποὺ πλάκωσε μὲ ξένο βιὸ νὰ γένῃ νοικοκύρης.
Παληόφραγκοι, ποὺ πέφτουνε σὰν ὄρνια στὰ ψοφίμια,
ἐκεῖνοι πάντα κυνηγοὶ καὶ πάντα ἐμεῖς ἀγρίμια.
Καὶ σὺ τοὺς τρέμεις, βούβαλε! Παιδὶ μὲς στὴ φωτιά σου,
ποὺ τρίβεις στουρναρόπετρα μ᾿ αὐτὰ τὰ δάχτυλά σου,
πὤχεις τετράδιπλα νεφρὰ καὶ ριζιμιὸ στὰ στήθια,
τοὺς βλέπεις καὶ σὲ σκιάζουνε! Ὁ δοῦλος, εἶν᾿ ἀλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχὴ κ᾿ αἷμα δὲν ἔχει.

Στο επόμενο κείμενο θα προσεγγίσουμε τα έργα «Πάπισσα Ιωάννα» (1866) του Εμμανουήλ Ροΐδη και «Λουκής Λάρας» (1879) του Δημήτριου Βικέλα.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!