Η επιστολή του μόνιμου αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ, στην οποία αποσαφηνίζεται ότι για την Άγκυρα η συνέχιση της παρουσίας ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου συνιστά παραβίαση των συνθηκών της Λοζάνης και του Παρισιού, με συνέπεια την απώλεια των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας επί αυτών, δεν είναι μια ακόμα λεκτική ακρότητα της τουρκικής διπλωματίας από αυτές που έχουμε «συνηθίσει». Όχι απλά και μόνο επειδή το «αίτημα» για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου συνδέεται άμεσα με τα κυριαρχικά δικαιώματα και το καθεστώς των συνόρων στο Αιγαίο. Ούτε γιατί οι νέες απαιτήσεις δεν αφορούν πια βραχονησίδες αλλά μεγάλα κατοικημένα νησιά όπως Χίος, η Λέσβος και η Λήμνος. Αλλά γιατί η ρηματική διακοίνωση της Τουρκίας στον ΟΗΕ συνοδεύτηκε, λίγες ημέρες μετά, από δηλώσεις του Μεσούτ Χακί Τζασίν, εκπροσώπου για θέματα ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής του Τούρκου Ερντογάν, που χαρακτήρισε «αιτία πολέμου» την παρουσία ελληνικών δυνάμεων στα νησιά. Μιλώντας στο CNNTurk, υποστήριξε ότι «έχει παραβιαστεί το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάνης και άρα τα νησιά δεν ανήκουν πλέον στην ελληνική κυριαρχία».

Δεν έχουμε πλέον μια απειλή κήρυξης πολέμου σε περίπτωση που η Ελλάδα εφαρμόσει το κυριαρχικό δικαίωμα της για επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, αλλά μια διατύπωση, ισοδύναμη με κήρυξη εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ των δύο χωρών, καθώς η παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων στα νησιά του Αιγαίου για την άμυνά τους αποτελεί σημερινή πραγματικότητα.

Η διεθνής ρευστότητα δημιουργεί δυσκολίες και «παράθυρα ευκαιρίας»
Υπάρχει μια αλληλουχία γεγονότων αντιφατικών και αλληλοσυγκρουόμενων που προσδίδουν μια σημαντική ανισορροπία στην περιοχή και πιέζουν για επίσπευση των πρωτοβουλιών της Άγκυρας.

Πολύ συνοπτικά αναφέρουμε:
1. Η άρνηση του Μπάιντεν να συναντηθεί με τον Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής στον ΟΗΕ και η έλλειψη δηλώσεων στη συνάντηση Πούτιν-Ερντογάν που ακολούθησε δεν ήταν ένα απλό «τσαλάκωμα» του Τούρκου Προέδρου που είχε συνηθίσει να εκβιάζει τις δύο πλευρές αποσπώντας ταυτόχρονα ρεγάλα και από τους δυο. Κοινό σημείο της «ψυχρότητας» στις σχέσεις της Τουρκίας με ΗΠΑ–Ρωσία είναι η άρνηση των δύο μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να αποδεχθούν την απαίτηση της Τουρκίας να προσαρτήσει μέρος της Β. Συρίας για «λόγους ασφαλείας». Η Ρωσία σπεύδει να κλείσει κάθε εκκρεμότητα με τους φιλότουρκουςτζιχαντιστές εκκαθαρίζοντας την Ιντίλμπ, ενώ οι ΗΠΑ αναθερμαίνουν τις σχέσεις τους με τους Κούρδους της Συρίας, αναζητώντας υποκατάστατα μετά την απόφαση στρατιωτικής αναδίπλωσης από ολόκληρη την Μ. Ανατολή. Την ίδια στιγμή και οι δύο μεγάλες δυνάμεις δεν επιθυμούν διάρρηξη των σχέσεών τους με την Τουρκία. Οι ΗΠΑ παρεμβαίνουν με γνώμονα την πλήρη επιστροφή της Τουρκίας στη δυτική συμμαχία (ανώδυνα αντίποινα για τους S-400, έναρξη διαπραγματεύσεων για αγορά F-16, ίσες αποστάσεις στην ελληνοτουρκική σύρραξη κ.λπ.), ενώ η Ρωσία προχωρά σε διεύρυνση οικονομικών σχέσεων και στρατιωτικών εξοπλιστικών προγραμμάτων με στόχο τη διατήρηση της αναταραχής στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.

Τα υπαρκτά όμως σύννεφα στα σχέδια της Τουρκίας σχετικά με τη Β. Συρία (αλλά και τη Λιβύη) αναγκάζουν τον Ερντογάν, χωρίς να παραιτηθεί στο ελάχιστο από τις συνολικές διεκδικήσεις της χώρας του, να στραφεί κατά προτεραιότητα προς την Κύπρο και το Αιγαίο.

2. Η αναβάθμιση του επιπέδου των τουρκικών διεκδικήσεων συμπίπτει χρονικά με τις αμυντικές συμφωνίες που υπέγραψε η Ελλάδα με Γαλλία και ΗΠΑ, αντίστοιχα (βλ. σελ. 2-3). Και οι δύο συμφωνίες πλήρως ενταγμένες στα πλαίσια των ΝΑΤΟϊκών σχεδιασμών αξιοποιούνται στο έπακρο από την Άγκυρα ως «απόδειξη της προκλητικής στάσης» των Αθηνών και ως εν δυνάμει κίνδυνο των συμφερόντων της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η προσχηματική αναφορά στους κινδύνους που συνιστούν αυτές οι δύο αμυντικές συμφωνίες δεν σηματοδοτούν βέβαια πραγματικούς φόβους της Τουρκίας έναντι βλέψεων της ελληνικής πλευράς. Η Άγκυρα γνωρίζει από τη δική της εμπειρία ότι δεν αρκεί η κατοχή ισχυρών οπλικών συστημάτων, αν δεν συνοδεύονται από την πρόθεση του κατόχου τους να τα χρησιμοποιήσει. Και τέτοιο κίνδυνο, δικαιολογημένα, δεν διαβλέπουν στη γειτονική χώρα.

Ο φόβος του συνίσταται στις πραγματικές προθέσεις του Παρισιού και στον ρόλο που σχεδιάζει να παίξει η Γαλλία, παρά τους υπαρκτούς διεθνείς περιορισμούς, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν μια πίεση χρόνου στον Ερντογάν και σκέψεις για κλιμάκωση των πιέσεων και επίσπευση των σχεδιασμών. Ο αποκλεισμός του γαλλικού ερευνητικού σκάφους στο λιμάνι της Λάρνακας, η εκκίνηση των έργων εποικισμού της Αμμοχώστου και οι καθημερινές προκλήσεις στο Αιγαίο αποτελούν εκφράσεις ενός ενιαίου σχεδιασμού.

Φόβος μπροστά στη σκιά τους

Με τον ίδιο ενιαίο φοβικό τρόπο απαντά η ελληνική πολιτική ελίτ μπροστά στις νέες κλιμακώσεις της τουρκικής ρητορικής. Η κυβέρνηση έσπευσε με χίλιους τρόπους να καθησυχάσει ότι η εξοπλιστική αναβάθμιση αεροπορίας και στόλου εντάσσονται αποκλειστικά στους σχεδιασμούς της δυτικής συμμαχίας και δεν σχετίζονται με τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Παραχώρησε τα πάντα στην αμυντική συμφωνία της με τις ΗΠΑ και αδιαμαρτύρητα αποδέχθηκε, για άλλη μια φορά, τον ρόλο του Πόντιου Πιλάτου της Ουάσιγκτον έναντι των ανοικτών απειλών της Τουρκίας. Από την πλευρά του και σε ρόλο συμπληρωματικό ο ΣΥΡΙΖΑ, με ταυτόχρονες δηλώσεις των Τσακαλώτου και Κατρούγκαλου, συνέστησε θερμά την υπογραφή μιας συμφωνίας στα πρότυπα των Πρεσπών που θα «επιλύει οριστικά» της ελληνοτουρκικές διαφορές. Τότε παραχωρήθηκε ένα όνομα και ο αναβρασμός στα Βαλκάνια κλιμακώνεται ασίγαστος. Τώρα κάνουν ότι δεν αντιλαμβάνονται ότι η διατεταγμένη υποχωρητικότητα στην οποία έχουν εθελόδουλα προσχωρήσει, αντί να ησυχάζει αποθρασύνει περισσότερο την Τουρκία και καθιστά το ενδεχόμενο ενός επεισοδίου πιο πιθανό. Αν λοιπόν, οι νέες Πρέσπες αποτελούν την «εθνική γραμμή» τί είναι διατεθειμένη η πολιτική ελίτ να παραχωρήσει;


Ο «πόλεμος» των ψαράδων

Άμεσα συνδεδεμένος με τις αμφισβητήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στο Αιγαίο είναι και η συστηματική παρουσία μεγάλων αλιευτικών ψαράδικων που παραβιάζουν ανοικτά τα 6 ναυτικά μίλια των αναγνωρισμένων χωρικών υδάτων των νησιών. Τούρκοι ψαράδες, εκμεταλλευόμενοι νόμο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που τους εξασφαλίζει ατιμωρησία, αλιεύουν σε απόσταση αναπνοής από τα παράλια, ληστεύοντας τον πλούτο των ελληνικών θαλασσών και θέτοντας σε κίνδυνο την επιβίωση των ελάχιστων ψαράδων που έχουν απομείνει στα νησιά.

Ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας δίνει, με τον πιο προκλητικό τρόπο, τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος: «Στη Μαύρη Θάλασσα, κηρύξαμε την υφαλοκρηπίδα την ίδια στιγμή και ως ΑΟΖ. Μπορούμε να κάνουμε το ίδιο στη Μεσόγειο. Εάν η αλιεία γίνει ένας σημαντικός τομέας για μας στη Μεσόγειο και αν υπάρξει ένα τέτοιο αίτημα, αυτό θα συμβεί. Όταν συμβεί, κανένας ψαράς από άλλες χώρες εκτός από τους δικούς μας δεν θα μπορεί να εισέλθει εκεί που βρίσκεται η υφαλοκρηπίδα μας. Όμως αυτή τη στιγμή στη Μεσόγειο, εφόσον δεν υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο, δεν έχει ανακηρυχθεί ΑΟΖ. Αλλά μπορεί να γίνει, δεν υπάρχει εμπόδιο».

Η Τουρκία δεν διστάζει να εξασφαλίζει συνοδεία μεγάλων σκαφών του λιμενικού ως προστασία στα τουρκικά αλιευτικά, να απειλεί με βύθιση τα ελληνικά ψαράδικα και να καταστρέφει συστηματικά τα εργαλεία τους. Πρόκειται για έναν ακήρυκτο πόλεμο με σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες για τους ακρίτες αλιείς, αλλά και ένα ακόμα τετελεσμένο των επεκτατικών βλέψεων της Τουρκίας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!