Του Άλφρεντ Ντέμπλιν
Αναθεματίζω τα ποιήματα. Δεν θέλω ούτε να τα βλέπω ούτε να τ’ ακούω. Ποτέ δεν μου άρεσαν. Κι αν για ένα διάστημα είχα ξεπεράσει την αποστροφή μου για δαύτα, τώρα τα απεχθάνομαι περισσότερο από ποτέ. Ο διάολος να τα πάρει κι εκείνα κι αυτούς που τα κατασκευάζουν. Όλοι ετούτοι οι κύριοι καπηλεύονται τον ήλιο, το φεγγάρι και τ’ άστρα, την ημέρα και τη νύχτα, κάνοντάς μας να νιώθουμε αηδία γι αυτά. Κι επειδή στο σχολείο κι αργότερα μας επιβάλλουν τα παρασκευάσματά τους με το ζόρι, νοθεύουν το γνήσιο αίσθημα και την απλή φυσική σχέση μας με τα φαινόμενα και τα πράγματα του κόσμου.
Τα ποιήματα μοιάζουν κάπως με βάκιλλο, είναι μεταδοτικά. Πόσο μεγάλο κακό μας έχουν κάνει, νομίζετε, με τα έωλα και αξιοθρήνητα συναισθήματα που κουβαλάνε και που είναι επιπλέον σε μεγάλο, στον μέγιστο βαθμό, ψευτιές και αναλήθειες και ρύποι!
Αυτό είναι δα το επάγγελμα του λυρικού ποιητή! Να μη γράφει ό,τι αισθάνεται και όταν το αισθάνεται, και να μη μιλάει όταν έχει κάτι να πει, αλλά να ξεπετάει στο χαρτί ό,τι μοιάζει απλώς με συναίσθημα και συγκίνηση, με διάθεση ψυχική. Τουτέστιν προϊόντα: Ζούμε σε βιομηχανική εποχή. Με ποίηση μας εφοδιάζουν πλέον κατ’ οίκον – όλοι γνωρίζουμε ότι τη φτιάχνουν στον ιμάντα συναρμολόγησης στρατιές ολόκληρες από γυναίκες και άντρες. Όπως έχουν άλλωστε κάθε δικαίωμα, μια κι έχουν κατανοήσει ορθά τη βαθύτερη φύση της.
Αλήθεια, πρέπει κι εσείς μια φορά, σαν κι εμένα, να πάρετε στα σοβαρά, να καταπιαστείτε επισταμένα μ’ όλη αυτή την ποιητική παραγωγή, εννοώ εκείνη των άλλων, για να κατανοήσετε τα αισθήματά μου- αισθήματα όμως γνήσια, τουτέστιν ποσώς ποιητικά! Κι αυτό δεν αφορά μόνα τα προϊόντα του παρόντος, αλλά και κάμποσα από το παρελθόν. Βλέπουμε να οικοδομούν τη μια ανθολογία μετά την άλλη, μουσεία ολόκληρα, μπαίνεις να κάνεις μια βόλτα και το βάζεις απελπισμένα στα πόδια. Προς τι όλα αυτά; Πού και πού ακούει κανείς δυο-τρεις φωνές που κάπως τον πείθουν, που πιάνουν κάτι από το νόημα του λυρισμού, όμως κι αυτές ακόμα στο τέλος πάνε και καταποντίζουν τα πάντα στη βιομηχανία της φτήνιας.
Βλέπω εμπρός μου να φτάνει η Συντέλεια, μια Συντέλεια ιδιαίτερη, που υπαίτιός της θα είναι η ποίηση. Οι παλιές θρησκείες έσβησαν επειδή οι τότε θεοί σηκώναν στο σβέρκο τους το φαύλο αλισβερίσι των θείων, τη φάμπρικα της προσευχής και της επαιτείας, την πανηλιθιότητα των θυσιών, απ’ όπου παρόλη την αφθονία τη μερίδα του λέοντος την τσέπωναν βέβαια οι ιερείς. Εξού και οι Αθάνατοι αποσύρθηκαν από τη διεύθυνση των επίγειων υποθέσεών τους. Σήμερα, η φύση βρίσκεται και πάλι σ’ αυτή την απονενοημένη κατάσταση. Ήλιος, Σελήνη και αστέρια, σύσσωμη η βοτανική και η ζωολογία, για να μη λησμονήσουμε την ορυκτολογία, τις τέσσερις εποχές του ενιαυτού, το ημερονύχτιο, όλοι αναμεταξύ τους συμφωνούν – δεν πάει άλλο. Κατάντησε να μην ξέρουν πια τις τους γίνεται, δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους, έχουν χάσει τα αυγά και τα πασχάλια μ’ όλα αυτά τα στιχάκια και τα ψέματα και τις λυρικές κουταμάρες με τις οποίες βομβαρδίζονται βράδυ πρωί. Δεν νιώθουν απλώς και μόνο ριγμένοι στην ανία και τη πλήξη. Νοιώθουν μαγαρισμένοι.
Νοιώθουν φρικτά εξοργισμένοι. Νιώθουν στερημένοι απ’ την ύπαρξή τους την ίδια και αποζητούν την εκδίκηση, αυτή είναι η αλήθεια. Όλη η φύση εξεγείρεται κατά της μαζικής ποιηματογραφίας. Ήδη ψηλά στους ουρανούς και κάτω στη γη, σας λέω την αλήθεια, συνέρχονται έκτακτες συνελεύσεις. Κι όλοι ομογνωμούν, πως ήρθε η ώρα επιτέλους να δράσουν. Τώρα ποιο ποίημα αγαπώ περισσότερο; Να σας πω:
Η καλή μας αγελάδα/ τρώει κάτω στη λιακάδα/μικρά χόρτα και μεγάλα/ για να κατεβάσει γάλα!
Να το κάνουνε τυράκι/ να το κάνουν βουτυράκι/ να το βάλουνε στο πιάτο/ να σου πουν ορίστε φάτο!
Μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης – Αντιγραφή από το περιοδικό Νέο Πλανόδιον (τεύχος 2)