Διαβάστε το Μέρος Α’
του Θανάση Μουσόπουλου
Ο Παναγιώτης Μουλλάς (1935-2010) με τις έρευνες και τα γραπτά του έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ολοκληρωμένη ματιά στο έργο του Γεώργιου Βιζυηνού. Μιλώντας για τα διηγήματά του παρατηρεί ότι «ολοκληρώνεται η δημιουργική προσπάθεια του Βιζυηνού και δίνει τους καλύτερους καρπούς της».
«Τα βασικότερα γνωρίσματα που παρουσιάζουν τα διηγήματα του Βιζυηνού: το ξεπέρασμα των ρομαντικών απιθανοτήτων τύπου Ραγκαβή, η στροφή προς τον λαϊκό βίο και τις λαϊκές παραδόσεις, το ρεαλιστικό και ψυχολογικό στοιχείο».
Το μεγαλύτερο μέρος των διηγημάτων του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Εστία το 1883 και 1884. Συνολικά έχουμε οκτώ πεζογραφήματα, από τα οποία τα δύο, «Η Πρωτομαγιά» – 1884 και «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα» – 1885, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως καθαυτό διηγήματα.
Στη συνέχεια αναφέρεται το κυρίως διηγηματογραφικό έργο του Βιζυηνού: «Το αμάρτημα της μητρός μου» – 1883, «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» – 1883, «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» – 1883, «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» – 1884, «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» – 1884 και «Ο Μοσκώβ Σελήμ» (γράφτηκε 1886 και δημοσιεύθηκε 1895).
Ο Παν. Μουλλάς καταλήγει σε γενικά συμπεράσματα: «Ικανός ψυχολόγος, εισχωρεί στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής […] Συνδέουν το λαϊκό και το λόγιο στοιχείο, το ρομαντικό και το νατουραλιστικό, το αφηγηματικό και το σκηνικό, το ελληνικό και το ξένο […] Αποτελούν τους καρπούς μιας πολλαπλής σύνθεσης».
Ο Βιζυηνός «είναι όμως ο πρώτος που άνοιξε έναν νέο δρόμο με το λαμπρό αφηγηματικό έργο του, μεταφέροντας στην περιοχή της πεζογραφίας τον ανακαινιστικό παλμό της γενιάς του 1880».
***
Θα συνεχίσουμε την έρευνά μας με δύο ξένους γραμματολόγους. Ξεκινούμε με το περισπούδαστο έργο του Roderick Beaton, «Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992», μετάφραση Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, 1996, σελ. 457 (πρωτότυπο Oxford 1994). Ο Ρόντερικ Μπίτον κατέχει από το 1988 την έδρα Κοραή Βυζαντινής και Νεοελληνικής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο King’s College του Λονδίνου. Σημαντικό θεωρείται το έργο του «An Introduction to Modern Greek Literature», 1994.
Στην εισαγωγή του βιβλίου παρατηρεί ότι ο λογοτεχνικός «κανόνας» δεν είναι κάτι δεδομένο και αμετάβλητο. Από το 1960 και πέρα αυξανόταν το ενδιαφέρον για το έργο του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη και του Καρκαβίτσα.
Στην ενότητα «Λαογραφία και Ρεαλισμός στην πεζογραφία (1880-1904) αναφέρεται στα έξι διηγήματα του Βιζυηνού. «Δύο από τα διηγήματά του, κατά τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι συνηθιζόταν την περίοδο αυτή, διαδραματίζονται έξω από την Ελλάδα· τα υπόλοιπα τοποθετούνται στην πατρίδα του συγγραφέα, την τουρκοκρατούμενη Θράκη».
Ο Μπίτον συνεξετάζει και συγκρίνει τα έξι διηγήματα. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην αφηγηματική τεχνική του, πράγμα που αποδεικνύει και την αξία του Βιζυηνού. Παραθέτουμε τα πορίσματά του: Οι πέντε τίτλοι, εκτός από το διήγημα «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», «υπονοούν κάποιο μυστήριο», «και στα έξι διηγήματα η αφήγηση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο και οι ιστορίες καταλήγουν όχι τόσο στην επίλυση του μυστηρίου όσο στην ανατροπή των προσδοκιών του ήρωα-αφηγητή, μέσα στις οποίες παγιδεύεται και ο ίδιος ο αναγνώστης».
Στα τέσσερα διηγήματα αναφέρεται ο Βιζυηνός στην πατρίδα της παιδικής ηλικίας του, αυτό «αποτελεί απλά και μόνο το μέσο για το στόχο του. Με τις ανορθόδοξες μεταστροφές της πλοκής, αλλά και με τον άμεσο, εκλεπτυσμένο τρόπο της αφήγησης, τα διηγήματα αυτά οδηγούν τον αναγνώστη μέσα από λαβυρίνθους, όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται».
Ο γραμματολόγος εξετάζει τα διηγήματα από άποψη περιεχομένου, εθνότητα και φύση της ενοχής, καταλήγοντας: «Πρόκειται για ψυχολογικές αινιγματικές ιστορίες, όχι μόνο ως προς το τι αποκαλύπτουν στον αναγνώστη για τους ήρωες, αλλά ως προς το τι αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι ήρωες μέσα στο διήγημα. Ο συνταρακτικός επίσης τρόπος με τον οποίο ο αναγνώστης απορροφάται στο λαβύρινθο των αμφιλογιών οφείλεται στην άρτια τεχνική ικανότητα του Βιζυηνού να παίζει με τις συμβάσεις της ρεαλιστικής αφήγησης».
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό πως, όταν αναφέρεται στη σύγχρονη πεζογραφία (στην «έκρηξη» του 1970-80), σημειώνει ότι: «Η εκμετάλλευση των διαφορετικών οπτικών γωνιών και των ορίων της υποκειμενικότητας δεν είναι καινούργια, βέβαια, στην ελληνική πεζογραφία». Και μιλά για δύο πρωτοπόρους, τον Γ. Μ. Βιζυηνό και τη Μέλπω Αξιώτη.
***
Ο Μario Vitti στη νέα μορφή της «Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (2008) ανανεώνει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το έργο του Βιζυηνού. Ο μισός Ιταλός και μισός Ρωμιός Κωνσταντινουπολίτης Βίτι στο προλογικό σημείωμα της ανανεωμένης έκδοσης παρατηρεί ότι στα χρόνια μας «όχι μόνο συνέχισε να εμπλουτίζεται με πλήθος λογοτεχνικά έργα αλλά και, από τη σκοπιά της μελέτης, απέκτησε όσες ποτέ άλλοτε εργασίες φιλολογικής και κριτικής διερεύνησης». Αυτό δικαιολογεί την ανανέωση της γραμματολογίας.
Ειδικότερα, μιλώντας για τον Ρομαντισμό, σημειώνει ότι ο Βιζυηνός ανήκει στους νεότερους ποιητές «που νιώθουν ότι τους πνίγει ο ρομαντισμός».
Στην ενότητα για τη «Στροφή του 1880», αναφέρεται στον κεντρικό ρόλο του Κ. Παλαμά ο οποίος εκτιμά τον Γεώργιο Βιζυηνό. Σημειώνει ο Βίτι ότι «Γύρω στα 1880 εντείνεται μια αλλαγή που αφορά την πεζογραφία», τονίζει το ρόλο περιοδικών, όπως η Εστία , ο Ραμπαγάς, η Εβδομάς, για την εξάπλωση του διηγήματος. Σε αυτά τα πλαίσια «Ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, ο Καρκαβίτσας ακολουθούν μια πορεία που, ξεκινώντας από την απλή πρόθεση να καταθέσουν την εμπειρία τους ως αυτόπτες μάρτυρες, βρίσκουν τον δρόμο τους για να φτάσουν σε σύνθετα λογοτεχνικά επιτεύγματα, που αντανακλούν τα άγχη τους, τις ανησυχίες τους για το μέλλον και πλέκουν ανάλογα τα νήματα της μνήμης».
Η επόμενη ενότητα με τον τίτλο «Ο Βιζυηνός και τα Φαντάσματά του» εξετάζει (σελ. 301-303) το έργο του Βιζυηνού. Θα περιοριστούμε σε ορισμένα σημεία που ανανεώνουν την προσέγγιση του Βίτι.
«Η αναφορά των παραδόσεων (της Θράκης) δεν είναι ιδιοτελής και, φυσικά, δεν τίθεται ζήτημα λαογραφίας […] Η ποίησή του είχε αποδεχτεί εκείνα τα λαϊκά μοτίβα που τώρα επανέρχονται με νέα φόρτιση στα διηγήματά του. […] Το διήγημα του Βιζυηνού δεν προχωρεί με μια τάξη ομαλή και γραμμική όπως συμβαίνει κανονικά στους άλλους πεζογράφους της εποχής. Τα επεισόδια ανασταίνονται με τρυφερότητα, κάποτε με πόνο ή με καλοδιάθετη ειρωνεία. Συχνά έχουν επινοηθεί για να ερεθίζουν την περιέργεια του αναγνώστη».
Ο Βίτι και στην παλιά και στη νέα έκδοση ασχολείται ιδιαίτερα με το «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου». Και ολοκληρώνει την αναφορά του με τρεις επισημάνσεις:
1) «Η σύντομη θητεία του Βιζυηνού στο διήγημα αρχίζει με το παραπάνω αφήγημα και τερματίζεται απότομα με την κορύφωση της αθεράπευτης τρέλας. Μέσα στο σύντομο αυτό διάστημα διαμορφώνεται ένα σχήμα αφήγησης που χρησιμοποιώντας πότε το όνειρο, πότε τις παραισθήσεις και καταφεύγοντας συχνά στο απρόοπτο και στο μυστήριο, εισδύει σε βάθος στα ψυχικά κίνητρα των πρωταγωνιστών, δεν υποπίπτει όμως στο σφάλμα να τα εξηγήσει, όπως κάνουν άλλοι πεζογράφοι του καιρού του.»
2) «Μεγάλη απόδοση στην εκτέλεση της αφήγησης έχει το παιχνίδι της εστίασης στα πρόσωπα, όπως και οι μηχανισμοί του χρόνου. Είναι φανερό ότι μια τόσο προχωρημένη τεχνική δεν είναι τυχαία σε έναν συγγραφέα που σπούδασε ψυχολογία και που είχε εξοικειωθεί, κατά τη μακρόχρονη διαμονή του στο εξωτερικό, με τον πειραματισμό νέων τρόπων αφήγησης.»
3) Υποσημείωση στην παραπάνω 2. επισήμανση είναι το εξής ενδιαφέρον σχόλιο: «Ο Βιζυηνός εξομολογήθηκε σε έναν φίλο που πήγε να τον επισκεφθεί στο φρενοκομείο, ότι η συνάντηση της ψυχολογίας με τη λαογραφία στα διηγήματά του ήταν μέρος συνειδητό του συγγραφικού του προγράμματος».