Από την ομάδα Coniare Rivolta*

 

Ακολουθεί η παρέμβασή μας στην πρώτη συνάντηση του κύκλου συζητήσεων για την τεχνολογία, την εργασία και τις τάξεις.

 

Ποιος κατευθύνει την τεχνολογική πρόοδο;

  1. Η χρήση των μηχανών και η ανεργία

Η τεχνολογική πρόοδος είναι ένα φαινόμενο εκ φύσεως πολύπλοκο και αντιφατικό. Παρά το ότι επιδιώκεται να παρουσιαστεί από τους μάστορες του mainstream σαν ένα αποκλειστικά τεχνικό, ουδέτερο και σχεδόν σωτήριο φαινόμενο, έχει προφανείς πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Ήδη, μερικοί από τους θεμελιωτές της πολιτικής οικονομίας προβληματίζονταν για τον ρόλο που θα έπαιζαν η εκμηχάνιση της παραγωγικής διαδικασίας, η εισαγωγή των μηχανών και η πιθανή υποκατάσταση από αυτές της ανθρώπινης εργασίας, στον προσανατολισμό και τη νοηματοδότηση της ταξικής πάλης προς όφελος των κυρίαρχων τάξεων.

Πράγματι θα μπορούσαμε να χαράξουμε μια νοητή γραμμή που να ξεκινά από τον Ντέιβιντ Ρικάρντο – που έλεγε ότι η χρήση των μηχανών θα μπορούσε να «καταστήσει περιττούς τους ανθρώπους και να επιδεινώσει τις συνθήκες εργασίας τους»– και να καταλήγει στον Μαρξ, για τον οποίο οι μηχανές μπορούν να γίνουν χρήσιμες για τα σχέδια των καπιταλιστών που προσπαθούν να συμπιέσουν «την τιμή της εργατικής δύναμης κάτω από την αξία της». Με τον τρόπο αυτό, μας λέει ο Μαρξ, ο σχετικός υπερπληθυσμός «αποτελεί έναν εφεδρικό βιομηχανικό στρατό που ανήκει απόλυτα στο κεφάλαιο, ως να συντηρείται και να διοικείται αποκλειστικά από αυτό».

Η διαδικασία δημιουργίας της τεχνολογικής ανεργίας έχει και μια χωρική διάσταση, και διαπλέκεται με τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, που από τη μια χαρακτηρίζεται από αποβιομηχάνιση και διόγκωση του τριτογενούς τομέα των πιο πλούσιων χωρών, και από την άλλη από την αύξηση της απασχόλησης στη βιοτεχνία και τη βιομηχανία των αναπτυσσόμενων χωρών, όπου απαράδεκτα χαμηλά ημερομίσθια κάνουν τον άνθρωπο να συμφέρει περισσότερο από τα ρομπότ ή τις μηχανές που θα μπορούσαν να τον αντικαταστήσουν

  1. Οι μετακινήσεις του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού

Η χρήση των μηχανών, στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, είναι εξάλλου ένα από τα πεδία δράσης στα οποία εκδηλώνεται η σύγκρουση που αφορά τη διανομή. Η εισαγωγή των μηχανών στην παραγωγική διαδικασία καθιστά προσωρινά περιττό ένα μέρος του πληθυσμού, πληθαίνοντας τις γραμμές του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό της εργατικής δύναμης, με αρνητικές επιπτώσεις στα ημερομίσθια και τις συνθήκες εργασίας.

Ωστόσο, η διαδικασία δημιουργίας της «τεχνολογικής ανεργίας» (που προκαλείται από την αντικατάσταση των εργαζομένων από μηχανές στην παραγωγική διαδικασία) δεν είναι γραμμική στον χρόνο και τον χώρο. Αν η διόγκωση του εφεδρικού στρατού εργασίας είναι τέτοια που να συμπιέζει σημαντικά το μέσο ημερομίσθιο, ο καπιταλιστής θα επιλέξει παραγωγικές διαδικασίες με εντατικοποίηση της εργασίας.

Αυτό προκαλεί μια διαδικασία με μορφή «φυσαρμόνικας», που χαρακτηρίζεται από μια εναλλαγή φάσεων διόγκωσης και συμπίεσης του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού, που επιβάλλει η επαναστατικοποίηση των μεθόδων παραγωγής και είναι δομικά «εξαρτώμενη από τη βουλιμία εκμετάλλευσης και τη δίψα για εξουσία του κεφαλαίου», όπως λέει ο Μαρξ –που χάρη στις αλλαγές των μεθόδων παραγωγής συνδέεται με έναν μεταβαλλόμενο υπερπληθυσμό.

Πράγματι, ο καπιταλιστής δεν επιδιώκει τεχνικές καινοτομίες επειδή έχει τη διάθεση να συμβάλει στην πρόοδο και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. Αντίθετα, αναζητά ξεκάθαρα την απόσπαση μεγαλύτερου κέρδους από την παραγωγή. Αν, χάρη στη διόγκωση της ανεργίας, οι εργαζόμενοι είναι διατεθειμένοι να αποδεχτούν αμοιβές τόσο χαμηλές που να ικανοποιούν τις ορέξεις των καπιταλιστών, αυτοί ευχαρίστως θα δεχτούν να χρησιμοποιήσουν πάλι περισσότερους ανθρώπους και λιγότερες μηχανές.

Αναφερόμενοι, λοιπόν, στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, θα μπορούσαμε να πούμε πως για τον Μαρξ οι αλλαγές στους τρόπους παραγωγής δεν κινούνται πάντα στην ίδια κατεύθυνση. Επειδή ο μετασχηματισμός των παραγωγικών μεθόδων είναι «επαναστατικός», και καθορίζεται από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους καπιταλιστές. Όμως, αξίζει να τονίσουμε πως αυτή η επαναστατικοποίηση των μεθόδων παραγωγής δεν είναι τυχαία, αλλά υπόκειται στον βασικό νόμο λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος, που είναι η επιδίωξη του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους.

Πρόθεση των καπιταλιστών είναι να συμπιέσουν όσο το δυνατόν περισσότερο το κόστος εργασίας, άρα και τα ημερομίσθια, οι διακυμάνσεις των οποίων «εξαρτώνται αποκλειστικά από τη διόγκωση και τη συμπίεση του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού» (Μαρξ). Όταν τα ημερομίσθια μειωθούν αρκετά, και χάρη στη χρήση των μηχανών, θα μπορούσε να συμφέρει περισσότερο τους καπιταλιστές να χρησιμοποιήσουν μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων.

Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με μια εναλλαγή των φάσεων διόγκωσης και συμπίεσης του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού, που εξαρτάται από την επαναστατικοποίηση των μεθόδων παραγωγής. Μια εναλλαγή που, όμως, πρέπει να διαχωρίσουμε από την (αντι)κυκλική πορεία της ανεργίας που τείνει να αυξάνεται στις περιόδους της κρίσης και να μειώνεται στις περιόδους της κατευθυνόμενης αύξησης της συνολικής ζήτησης.

 

  1. Διεθνής καταμερισμός της εργασίας

Η διαδικασία δημιουργίας της τεχνολογικής ανεργίας έχει και μια χωρική διάσταση, και διαπλέκεται με τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, που από τη μια χαρακτηρίζεται από αποβιομηχάνιση και διόγκωση του τριτογενούς τομέα των πιο πλούσιων χωρών, και από την άλλη από την αύξηση της απασχόλησης στη βιοτεχνία και τη βιομηχανία των αναπτυσσόμενων χωρών, όπου απαράδεκτα χαμηλά ημερομίσθια κάνουν τον άνθρωπο να συμφέρει περισσότερο από τα ρομπότ ή τις μηχανές που θα μπορούσαν να τον αντικαταστήσουν.

Για να μην πάμε πολύ μακριά, η περίπτωση μερικών χωρών της Ανατολικής Ευρώπης είναι χαρακτηριστική: το ωριαίο κόστος εργασίας στη Βουλγαρία είναι 3,93 ευρώ, στην Ουκρανία 2,49 και στη Μολδαβία 1,45 ευρώ. Αν απομακρυνθούμε από την Ευρώπη, το ωριαίο κόστος εργασίας στην Κοστα Ρίκα είναι 3,98 ευρώ, στο Εκουαδόρ 2,78, στην Αργεντινή 0,65 και στη Μαλαισία 0,0162 ευρώ (πηγή: ILOSTAT).

Αυτή η προωθημένη φάση του καπιταλισμού, όπως λέγαμε προηγουμένως, βασίζεται εν μέρει και στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. «Αυτό που χαρακτηρίζει τις οικονομικές περιόδους δεν είναι το τι παράγεται, αλλά το πώς και με ποια μέσα παράγεται», υπογραμμίζει σωστά ο Μαρξ. Για τούτο, παρατηρούμε μια εκθετική αύξηση του τριτογενούς τομέα στις πιο ανεπτυγμένες χώρες, παράλληλα με μια σημαντική ανάπτυξη της βιομηχανίας στις χώρες όπου υπάρχουν μισθοί πείνας.

Παρόλο που στις χώρες μας παρατηρείται μια αυξανόμενη ανεργία, που συνοδεύεται από μια σταθερή αύξηση της προσκαιροποίησης των εργασιακών σχέσεων, ο αριθμός των εργαζομένων σε όλο τον κόσμο έχει αυξηθεί αισθητά, από 2,25 δισεκατομμύρια το 1991 σε 3,27 δισεκατομμύρια το 2017. Στην ίδια χρονική περίοδο, παρά τη μεγάλη κάμψη της παραγωγής εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που άρχισε το 1997, το ποσοστό των ενεργά εργαζομένων σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό μειώθηκε οριακά, περνώντας από το 60,7% του 2000 στο 58,5% του 2017, ανατρέποντας την άποψη για υποτιθέμενη τάση προς εξαφάνιση της εργασίας.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η, ανεπτυγμένη από τον καπιταλισμό, τεχνολογική πρόοδος τείνει να διαχωρίζει την παραγωγή σε απλές κινήσεις, που δεν απαιτούν εξειδικευμένη εργατική δύναμη. Από τη στιγμή που εκπληρώνει αυτό το καθήκον, η τεχνολογική πρόοδος καθιστά εφικτό σε ένα επίπεδο, τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, που υλοποιείται μέσα από βίαιες μετεγκαταστάσεις της παραγωγής –που επιτρέπει την πιο εκτατική εκμετάλλευση– των χαμηλών μισθών στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες.

Στα πλαίσια αυτά, η διόγκωση του τριτογενούς τομέα στις Δυτικές χώρες αποτελεί βασικά αποτέλεσμα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. Από αυτή την άποψη, δεν συμφωνούμε με την αντίληψη που ερμηνεύει αυτές τις δυναμικές των παραγωγικών δομών στη βάση της καθαρά τεχνολογικής προόδου, που οδηγεί στην αντικατάσταση του ανθρώπου από την μηχανή.

Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, σε ορισμένες φάσεις της παραγωγής –τις εξελισσόμενες: σχεδιοποίηση, μηχανοποίηση, συστήματα software, και τις φθίνουσες: αποθήκευση, συσκευασία, διανομή, πώληση, συντήρηση, διαφήμιση– ο άνθρωπος απλά δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κάποια μηχανή. Αυτό μπορεί να ερμηνεύσει το γιατί η απασχόληση στις πιο πλούσιες χώρες τείνει να συγκεντρώνεται σε αυτούς τους κλάδους του τριτογενούς τομέα.

Πιστεύουμε πως αυτή η προσέγγιση μπορεί να εμπλουτιστεί και να συμπληρωθεί σε έναν βαθμό: στους εξελισσόμενους τομείς απαιτείται ένα σύνολο γνώσεων και υποδομών δύσκολα διαθέσιμων στις πιο φτωχές χώρες. Εξού και ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας. Οι φθίνοντες τομείς, αντίθετα, χρειάζονται γεωγραφική εγγύτητα με τις αγορές προορισμού των προϊόντων. Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθεί η εργατική δύναμη στον βαθμό που είναι απαραίτητη ως δραστηριότητα σε διάφορες φάσεις της παραγωγής και κυκλοφορίας.

Πάντα θα χρειάζεται κάποιος για τη διανομή, για την πώληση, την επικοινωνία και τη διαφήμιση. Είναι ενδιαφέρον εδώ να δούμε πως το κεφάλαιο, στη διαρκή επιδίωξη του κέρδους, καταφέρνει να πραγματοποιεί ένα είδος διεθνούς καταμερισμού της εργασίας ακόμη και στο εσωτερικό μιας χώρας, όπως μας δείχνει η μεγάλη συγκέντρωση μεταναστών, εκμεταλλευόμενων και κακοπληρωμένων εργαζομένων, σε συγκεκριμένους τομείς της παραγωγικής εργασίας, όπως π.χ. στα logistics.

Όπως λέγαμε προηγουμένως, η τεχνολογική πρόοδος προφανώς και δεν είναι παθητικός παρατηρητής της διαδικασίας του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Σε μια έκθεση του 1996, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (WTO) εφιστούσε την προσοχή στον αυξανόμενο ρόλο των άμεσων εξωτερικών επενδύσεων. Ο Οργανισμός υπογράμμιζε την ικανότητα αυτού του είδους επενδύσεων να παράγει πλούτο και ανάπτυξη στις πιο φτωχές χώρες, σαν τρόπος προσέλκυσης κεφαλαίων και τεχνολογίας.

Ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας, μέσα από τη διαδικασία απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου και την ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, αναπαράγει σε παγκόσμια κλίμακα αυτή την «κίνηση της φυσαρμόνικας» του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού. Και αντί να περιορίζεται σε ορισμένους τομείς της παραγωγής στο εσωτερικό των εθνικών συνόρων, αυτή η διακύμανση του υπερπληθυσμού πρέπει να εξεταστεί σε παγκόσμιο επίπεδο, σαν να αποτελεί έναν μοναδικό, τεράστιο και διάχυτο εφεδρικό βιομηχανικό στρατό

Οι άμεσες εξωτερικές επενδύσεις αποτελούν όντως τον σύνδεσμο ανάμεσα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και την τεχνολογική πρόοδο, διευκολύνοντας τη διάδοση της πιο προχωρημένης τεχνολογίας ακόμη και στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Πράγματι, η μεταφορά στο εξωτερικό, ή η μετεγκατάσταση μιας φάσης της παραγωγικής διαδικασίας, γίνεται μόνο όταν υπάρχει δυνατότητα χρησιμοποίησης τεχνολογικών συνθηκών που είναι πιο συμφέρουσες και ανταγωνιστικές. Έτσι, πρέπει να προωθηθούν οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες στον χώρο της εξελιγμένης τεχνολογίας, τουλάχιστον όσον αφορά ορισμένους τομείς της παραγωγικής διαδικασίας.

Αυτό το καθήκον το αναλαμβάνει εν μέρει η τεχνολογική πρόοδος, που πρέπει να μειώσει τις γνωσιακές απαιτήσεις της παραγωγικής διαδικασίας που οφείλουν να διαθέτουν οι εργαζόμενοι –ώστε να μπορούν να απασχολούνται οι μάζες των μη ειδικευμένων εργαζομένων των πιο φτωχών χωρών– εισάγοντας, σιγά-σιγά, μεθόδους παραγωγής όλο και πιο έμμεσες, απομονωμένες μεταξύ τους, έτσι ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν σε διαφορετικές ζώνες και περιοχές.

Με τον κατακερματισμό της παραγωγικής διαδικασίας σε όλο και μικρότερους επιμέρους τομείς, οι εργαζόμενοι δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν καλά όλη τη διαδικασία παραγωγής, αφού απαιτούνται από αυτούς μόνο μερικές επαναλαμβανόμενες απλές εργασίες. Αυτός ο κατατεμαχισμός της παραγωγής εφαρμόζεται και μέσα στα εθνικά σύνορα μιας χώρας, σε βάρος των εργαζομένων.

Αυτοί, πράγματι, χάνουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη, είτε λόγω του ανταγωνισμού με τους εργαζόμενους των πιο φτωχών χωρών, είτε επειδή υποβαθμίζονται επαγγελματικά εξαιτίας του κατακερματισμού της παραγωγικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να μπορούν εύκολα να αντικατασταθούν από άλλους.

Ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας, μέσα από τη διαδικασία απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου και την ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, αναπαράγει σε παγκόσμια κλίμακα αυτή την «κίνηση της φυσαρμόνικας» του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού. Και αντί να περιορίζεται σε ορισμένους τομείς της παραγωγής στο εσωτερικό των εθνικών συνόρων, αυτή η διακύμανση του υπερπληθυσμού πρέπει να εξεταστεί σε παγκόσμιο επίπεδο, σαν να αποτελεί έναν μοναδικό, τεράστιο και διάχυτο εφεδρικό βιομηχανικό στρατό.

 

  1. Συμπεράσματα

Στη βάση αυτών των επισημάνσεων, πρέπει να συμπεράνουμε, λοιπόν, πως η τεχνολογική πρόοδος πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν εξ ορισμού εχθρός της εργατικής τάξης; Προφανώς η απάντηση δεν μπορεί να είναι απλουστευτική. Μια καπιταλιστική κοινωνία χωρίς τεχνολογική πρόοδο θα εξακολουθούσε να είναι άδικη και, αναμφίβολα, πιο φτωχή κοινωνία. Η ανεργία από τεχνολογική, θα γινόταν δομική, αλλά οι συνθήκες ζωής και εργασίας των υποτελών τάξεων σίγουρα δεν θα ήταν καλύτερες από τις σημερινές.

Αναμφίβολα, η τεχνολογική πρόοδος πρόσφερε πλεονεκτήματα και στους εργαζομένους. Πλεονεκτήματα, όμως, απόλυτα ανεπαρκή και ασύγκριτα λιγότερα από όσα απολαμβάνουν οι καπιταλιστές. Σε μια καπιταλιστική κοινωνία, η τεχνολογική πρόοδος είναι ένα από τα εργαλεία με τα οποία η κυρίαρχη τάξη πλουτίζει γρηγορότερα, εκμεταλλευόμενη πιο έντονα τους εργαζόμενους.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η τεχνολογική πρόοδος εξαρτάται πάντα, όπως επισημάναμε προηγουμένως, «από τη βουλιμία για εκμετάλλευση και κυριαρχία του κεφαλαίου». Το θέμα είναι, λοιπόν, πάντα το ίδιο: ποιος ιδιοποιείται τα πλεονεκτήματα της τεχνολογικής προόδου και ποιος αποφασίζει για τους στόχους της. Σε τελευταία ανάλυση, δηλαδή, ποιος κατέχει τα μέσα παραγωγής και ποιος ελέγχει την παραγωγική διαδικασία.

Στη διάρκεια της «ένδοξης τριακονταετίας» (την περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) η τεχνολογική πρόοδος, με επικεφαλής τον Δημόσιο τομέα, συμβάδιζε με την κεϋνσιανή πολιτική, που διαφήμιζε τον στόχο της πλήρους απασχόλησης. Η ταξική συνείδηση, ο βαθμός συσπείρωσης των εργαζομένων και οι αγώνες τους, συνετέλεσαν ώστε και οι εργαζόμενοι να απολαμβάνουν τα οφέλη της παραγωγικότητας της εργασίας, τόσο στον τομέα των ημερομισθίων, όσο και σχετικά με τις συνθήκες εργασίας τους, μεταξύ των οποίων και στο ζήτημα της μείωσης του ωραρίου.

Έχει μεγάλη σημασία να αναλύσουμε σε βάθος αυτές τις αντιφάσεις, ώστε να απορρίψουμε τις δύο εναλλακτικές προοπτικές, από τη μια, μια τεχνολογικά υπερ-ανεπτυγμένη κοινωνία με υπέρ-εκμεταλλευόμενους και απομονωμένους εργαζόμενους, και από την άλλη, μια φτωχοποιημένη, εξαθλιωμένη κοινωνία της λεγόμενης χαρούμενης απο-ανάπτυξης.

 

* Το κείμενο αποτελεί συμπύκνωση της πρώτης εκδήλωσης ενός κύκλου συναντήσεων με τον γενικό τίτλο «Τεχνολογία, εργασία και τάξη» και αφορούσε τον αυτοματισμό και την τεχνολογική ανεργία που πραγματοποιήθηκε στις 12 Απριλίου στο Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα της Ρώμης

 

Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!