Του Ηλία Σταθάτου*
Πάνω που πιστεύεις πως η υστερία σχετικά με τη Ρωσία έφτασε στο ζενίθ της, η πραγματικότητα έρχεται να σε διαψεύσει. Έπειτα από την ήττα της Χίλαρι Κλίντον, με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα κυριαρχεί στον αγγλόφωνο Τύπο η ιστορία του «ρώσικου χάκινγκ» των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ. Μιας και αρκετοί από τους «παίκτες», όπως η εταιρεία κυβερνο-ασφάλειας Crowdstrike, έχουν γραφεία και στο Λονδίνο, θα επιχειρήσουμε να εμφυσήσουμε μια ανάσα λογικής σε μια ιστορία που είναι ιδιαίτερα ύποπτη, θυμίζει τις χειρότερες ημέρες του ψυχρού πολέμου και κρύβει πολλές πολιτικές σκοπιμότητες.
Το Δημοκρατικό Κόμμα, και ιδιαίτερα το επιτελείο και οι πιστοί οπαδοί της Χίλαρι Κλίντον, έπειτα από την ήττα τους, το λογικό θα ήταν να κάνουν τον πολιτικό απολογισμό τους και να αναγνωρίσουν τα λάθη που οδήγησαν στη βαριά ήττα τους – όπως η ολοκληρωτική απουσία πολιτικής καμπάνιας στις πιο κρίσιμες για αυτούς πολιτείες. Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, το επιτελείο της Χίλαρι δεν δραστηριοποιήθηκε στην κρίσιμη πολιτεία του Μίσιγκαν, την οποία και έχασε, καθώς το πολιτικό της προσωπικό νόμιζε πως είχε τη νίκη στο τσεπάκι και σκέφτονταν πως «εάν κάνουμε καμπάνια, ο Τραμπ θα νομίζει πως έχουμε πρόβλημα και θα κάνει καμπάνια και αυτός, οπότε θα νικήσουμε χωρίς να κάνουμε τίποτα!». Όλα αυτά, δεν συζητούνται. Αντίθετα, υπεύθυνη θεωρείται… η ρωσική κυβέρνηση (και ο Τζούλιαν Ασάνζ), η οποία φέρεται να ευθύνεται για το χάκινγκ στους λογαριασμούς του Εθνικού Συμβουλίου των Δημοκρατικών και του υπεύθυνου για την καμπάνια της Χίλαρι, και δημοσιοσχεσίτη, Τζον Ποντέστα. Καθημερινά διαβάζουμε ολοένα και πιο εξωφρενικές ιστορίες για Ρώσους που «απειλούν την αμερικανική δημοκρατία», χακάρουν τα πάντα, ενώ ο Μπαράκ Ομπάμα απέλασε 35 Ρώσους διπλωμάτες. Η πραγματικότητα είναι όμως πολύ πιο μπερδεμένη.
Φτωχά «στοιχεία»
Η εύρεση του πραγματικού ενόχου κυβερνοεπιθέσεων, ιστορικά, ακολουθεί πάντα το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο και τη ρητορική της εκάστοτε εποχής. Υπήρξαν αντίστοιχοι πανικοί για «Ρώσους χάκερς» το 1998, το 2008 στον πόλεμο της Γεωργίας, αλλά και για… τρομακτικές ομάδες Ιρακινών χάκερς πριν την εισβολή. Σε πραγματικούς όρους, είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να βρεθεί ο υπαίτιος. Και οι μυστικές υπηρεσίες, παρά τις δημόσιες εξαγγελίες τους πως «είναι όλο και πιο σίγουρες» ότι η ρωσική κυβέρνηση είναι υπεύθυνη, όταν ήρθε η ώρα να δώσουν στη δημοσιότητα τα ευρήματα τους πιάστηκαν στον ύπνο.
Η έκθεση που δημοσίευσε το γραφείο του Διοικητή του Γραφείου Εθνικών Πληροφοριών ήταν μάλλον περίεργη, μιας και ουσιαστικά δεν περιείχε αποδεικτικά στοιχεία, και στήριζε μεγάλο μέρος του σκεπτικού της στο γεγονός πως οι χάκερς φέρονται να είναι ενεργοί… κατά τις ώρες γραφείου Ρωσίας! Επίσης, η μεθοδολογία είναι τουλάχιστον προβληματική, καθώς ουσιαστικά ομαδοποιεί και προϋποθέτει ότι χάκινγκ με κοινά χαρακτηριστικά –τα οποία από την φύση τους είναι ιδιαίτερα δύσκολο να οριστούν– έχει γίνει από μια συγκεκριμένη ομάδα χάκερς… Χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το γεγονός πως είναι ιδιαίτερα εύκολο να αγορασθούν υπηρεσίες και λογισμικό χάκινγκ.
Κι όλοι ευχαριστημένοι…
Αξιοσημείωτη επίσης είναι η έρευνα για το όλο ζήτημα. Το FBI είχε προειδοποιήσει το DNC (Εθνικό Συμβούλιο Δημοκρατικών) πως κάτι πάει στραβά με τα συστήματά του από το καλοκαίρι του 2015. Αγνοήθηκε, και οι Δημοκρατικοί έκαναν κάτι για το θέμα μετά από… ένα χρόνο. Ανέθεσαν την έρευνα, όμως, όχι στο FBI, στο οποίο απαγόρευσαν την πρόσβαση στους υπολογιστές τους (μιας και το FBI τότε ερευνούσε την Χίλαρι, και οι Δημοκρατικοί δεν μπορούσαν νομικά να ελέγξουν τη στάση του αν έβρισκε κάτι «περίεργο»). Έτσι, ανέθεσαν την έρευνα στην εταιρεία Crowdstrike, η οποία επιδιώκει πάνω απ’ όλα την αύξηση του πελατολογίου της.
Η Crowdstrike απέδωσε αμέσως την ευθύνη στους Ρώσους, παρήγαγε όλες τις (εξαιρετικά αδύναμες) εκθέσεις για το FBI, και φρόντισε να προβάλει τον εαυτό της όσο περισσότερο μπορούσε. Έτσι, εξυπηρετήθηκαν και οι δύο: Το DNC άκουσε αυτά που ήθελε, ενώ η ιδιωτική εταιρεία (με την οποία μπορείς να υπογράψεις συμφωνητικό ιδιωτικότητας, ώστε να είσαι σίγουρος ότι αν βρουν κάτι άβολο, δεν θα το δημοσιεύσουν) αύξησε την δημοσιότητά της. Ο ιδρυτής της, Ντμίτρι Αλπερόβιτς, είναι ταυτόχρονα υψηλόβαθμο στέλεχος (Senior Resident Fellow) του Ατλαντικού Συμβουλίου – δηλαδή ενός think tank της αυτοκρατορίας, το οποίο «συμβουλεύει» το ΝΑΤΟ και έχει χρηματοδοτηθεί μεταξύ άλλων από το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας…
Όλοι εξυπηρετούνται. Το δημοκρατικό κατεστημένο αυτο-αθωώνεται για τις ευθύνες του. Οι Ρεπουμπλικάνοι θέτουν τα όρια και πειθαρχούν τον άγνωστο παράγοντα Τραμπ. Οι εταιρείες κυβερνο-ασφάλειας και οι εταιρείες όπλων κερδίζουν συμβόλαια. Οι υπηρεσίες πληροφοριών, προϋπολογισμούς. Και ο κόσμος ολοένα καθίσταται πιο επικίνδυνος.
* Τη στήλη γράφει κάθε δεύτερη εβδομάδα ο Ηλίας Σταθάτος από το Λονδίνο.