«Αριστερή/λαϊκή διακυβέρνηση»: Απλή αντίφαση στους όρους ή πολιτική αυτοχειρία; Του Νίκου Λάιου

«Είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε την ιστορική ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας. Γιατί είμαστε βέβαιοι ότι θα πετύχουμε. Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να πετύχουμε»
Αλ. Τίπρας, left.gr, 04/12/2012

«Πρέπει να ξεκαθαρίσει ο λαός σε όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος του ποιο δρόμο ανάπτυξης θέλει, ποια πολιτική εξουσία. Αν η εξουσία η πολιτική είναι λαϊκή, θα υπάρχει λαϊκή διακυβέρνηση. Σε αυτή τη διακυβέρνηση βεβαίως το ΚΚΕ θα παίξει αποφασιστικό και ουσιαστικό ρόλο»
Αλ. Παπαρήγα, 902.gr, 27-11-2012

Οι παραθέσεις θα μπορούσαν να συμπληρωθούν αντιστικτικά από μια τρίτη, αυτήν την φορά αντλημένη από το έργο των Μαρξ και Ένγκελς: «Οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι τίποτε άλλο από την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων […] Λόγου χάρη, σε μιαν εποχή και σε μια χώρα όπου η βασιλική εξουσία, η αριστοκρατία και η αστική τάξη αγωνίζονται για την κυριαρχία και όπου επομένως η κυριαρχία είναι μοιρασμένη, η θεωρία της διάκρισης των εξουσιών αποδείχνεται σαν η κυρίαρχη ιδέα και εκφράζεται σαν ένας «αιώνιος νόμος» [Η Γερμανική Ιδεολογία, τ.1, Gutenberg, 1989]. Και από μια τελευταία, προερχόμενη από την Κριτική του Προγράμματος της Γκότα: «Ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα, όμως, δεν μπορεί να επιτρέπει σε […] αστικά σχήματα λόγου ν’ αποσιωπούν τους όρους που μονάχα αυτοί τους δίνουν νόημα» [Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Σύγχρονη Εποχή, 2007].

«Διακυβέρνηση»: Ακόμα ένας «αιώνιος νόμος» με ημερομηνία εισαγωγής
Παρά τη δυναμική παρείσφρησή του στον εγχώριο κυρίαρχο λόγο την τελευταία τετραετία -ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό- ο όρος «διακυβέρνηση» (και ο λόγος περί αυτής) ούτε «αιώνιος» είναι ούτε νοηματοδοτημένος από την ελληνική Aριστερά – κι ας τον χρησιμοποιεί, πλέον, κατ’ εξακολούθηση, σαν ένα έτοιμο (αστικό) εργαλείο κατάλληλο για τη δουλειά στα χωράφια της.
Στην Ελλάδα ο όρος έκανε την εμφάνισή του κατά την τελευταία δεκαετία, υπόκωφα στην αρχή, με πάταγο την τελευταία τετραετία και με σημεία καμπής: 1). Τη δημιουργία του ιστοχώρου «Ανοικτή Διακυβέρνηση» (www.opengov.gr), στις 6 Οκτωβρίου 2009, μόλις δύο μέρες μετά τις εθνικές εκλογές, που ανέδειξαν κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με επικεφαλής τον Γ. Παπανδρέου. 2). Τη μετονομασία του υπουργείου Εσωτερικών σε υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, με την απόφαση 2876/7.10.2009 του τότε πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου.
Η εισαγωγή του όρου στα καθ’ ημάς έγινε και γίνεται πάντοτε με τη συνέργεια εκπροσώπων του πολιτικού και μιντιακού κατεστημένου. Ενδεικτικά, μια από τις πρώτες δημόσιες παρουσιάσεις του όρου στο ευρύ κοινό προσέφερε ένα άρθρο του Κυριάκου Μητσοτάκη στο φύλλο της εφημερίδας Το Βήμα της 06/05/2001, με τον γλαφυρό τίτλο «Εταιρική Διακυβέρνηση στην Ελλάδα» και τον ακόμη πιο γλαφυρό υπότιτλο: «Σε ποια θέματα δίνουν βαρύτητα οι ξένοι θεσμικοί και πόσο είναι διατεθειμένοι να τα ανταμείψουν». Μια από τις πρώτες απόπειρες πιο πρόδηλης σύνδεσης του όρου με το Πολιτικό, μας προσέφερε ένα ανυπόγραφο άρθρο στο φύλλο της εφημερίδας Καθημερινή της 04/08/2007, με τίτλο «Η Διακυβέρνηση Μεταξά» – ανάγοντας έναν όρο, που δεν έχει χρόνο πολιτικής ζωής μεγαλύτερο της τριακονταετίας, στην (δικτατορική) κυβέρνηση της δεκαετίας του 1930. Και τα δύο άρθρα είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.
Σε επίπεδο διεθνές, ο όρος «διακυβέρνηση» [governance] εισήχθηκε ως ακαδημαϊκός όρος τη δεκαετία του 1980 στην πολιτική επιστήμη και την οργανωσιακή θεωρία και έχει διανύσει, έκτοτε, πορεία παράλληλη με τα νεοφιλελεύθερα Παραδείγματα της τριακονταετούς καπιταλιστικής συρρίκνωσης/κρίσης και ανακατάληψης του δημόσιου τομέα, δηλαδή ιδιωτικοποίησής του – για να επανέλθουμε στον κατά Μαρξ και Ένγκελς τρόπο παραγωγής των δήθεν «αιώνιων νόμων». Έτσι, λοιπόν, μαζί με τα υπόλοιπα νεοφιλελεύθερα παραδείγματα, ο λόγος περί «διακυβέρνησης» τόσο έχει διαχυθεί σήμερα, ώστε χρησιμοποιείται πλέον σαν «πολυσυλλεκτικός όρος» [M.-C. Smouts, The proper use of governance in international relations – ήδη το 1998] ή μια «λέξη προς εντυπωσιασμό του κοινού» [B. Jessop, The rise of governance and the risks of failure: the case of economic development, 1998].

Σε τι αναφέρεται η «διακυβέρνηση» στο πεδίο του Πολιτικού
Όπως σημειώνει ο Thomas Lemke: «Η διακυβέρνηση περικλείει, από τη μια, την εκτόπιση σε υπερεθνικά επίπεδα πρακτικών που ήταν προηγουμένως προσδιορισμένες με όρους του έθνους-κράτους (π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση ή τα Ηνωμένα Έθνη). Από την άλλη, η σχετική με την διακυβέρνηση βιβλιογραφία εμφατικά τονίζει ότι υπάρχουν σημαντικοί μηχανισμοί κοινωνικής ρύθμισης επί πλέον του κράτους – όπως η κοινότητα, οι οργανισμοί και η αγορά» [An Indigestible Meal? Foucault, Governmentality and State Theory, 2007].
Αφήνω κατά μέρος το κομμάτι που αφορά τη διπλή κίνηση εκχώρησης/συγκεντροποίησης αρμοδιοτήτων σε υπερ-σχηματισμούς, γιατί «μιλάει» μόνο του. Όσον αφορά το -απολύτως συμπληρωματικό του- κομμάτι της εσωτερικής αναδιανομής: στον πυρήνα της «διακυβέρνησης» ενδημεί ένας Τρόπος ανακατάληψης του κεκτημένου ως δημόσιο, που περνά από ένα μοντέλο ευρείας υποκατάστασης αρμοδιοτήτων του κράτους από συστήματα τυπικά εκτός του – «μη κρατικά» ή «μη κυβερνητικά», αλλά επί του πρακτέου ιδιωτικά.
Για να αιτιολογήσει τον Τρόπο αυτό, η σχετική με τη «διακυβέρνηση» βιβλιογραφία αφηγείται το κράτος αφενός ως ταυτόσημο με το δημόσιο, αφετέρου ως εχθρικό προς την πολυπλοκότητα της εποχής και των κοινωνιών μας, αποδίδοντας σε αυτό τα -εξόφθαλμα πια- ελλείμματα στο επίπεδο της πολιτικής δημοκρατίας, των δικαιωμάτων κ.λπ. Φυσικά, σε πείσμα των μικροαστικών αναγνώσεων της ιστορίας, το έλλειμμα δημοκρατίας και η περιστολή δικαιωμάτων δεν αφορούν αποκλειστικά στο κράτος ούτε καν κυρίως σ’ αυτό. Αρκεί να συλλογιστούμε λίγο τις διαδικασίες του παρουσιαζόμενου ως το πιο ερεβώδες και ασφυκτικό χαρακτηριστικό του κράτους, δηλαδή της γραφειοκρατίας, για να καταλάβουμε ότι αυτή δεν αποτελεί ίδιον του κράτους, αλλά και των «μη κρατικών», ιδιωτικών οργανισμών, σε ολόκληρη την κλίμακα από τις πολυεθνικές εταιρίες μέχρι τις δήθεν «δικτυωτικές» και «ευέλικτες» ΜΚΟ.
Το ίδιο «το κράτος», άλλωστε, εμφανίζεται εδώ ως ένα κράτος-ουσία, καθιερωμένο σε κάποιο απώτατο παρελθόν και έκτοτε αναλλοίωτο. Επιπλέον, σε αυτό «το κράτος» αυθαίρετα ανάγονται μια ποικιλία υπαρκτών καπιταλιστικών κρατών κι αυτή η αναγωγή εμπεριέχει δύο ακόμα, σοβαρές παραλείψεις:
1). Στην πραγματικότητα, αναφερόμαστε σε κράτη που αντιστοιχούν σε κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς δομημένους επί της θεμελιώδους αντίφασης, μεταξύ σχέσεων και δυνάμεων παραγωγής, στην συγκεκριμένη έκφρασή της ως αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
2). Στο επίκεντρο των στόχων τέτοιων «συγκεφαλαιωτικών» κρατών είναι η διατήρηση και η προαγωγή των συμφερόντων των αρχουσών τάξεων έναντι των καταπιεζομένων τάξεων, πάντοτε με όρους «συμπύκνωσης ενός ταξικού συσχετισμού δυνάμεων», όπως έλεγε ο Πουλαντζάς – δηλαδή με όρους δυναμικούς.
Για να μην αναφερθούμε, δε, στη λειτουργία των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους, τους οποίους σοφά ο Αλτουσέρ κάθε άλλο παρά ταύτιζε ή απέδιδε «στο κράτος» – με ή χωρίς εισαγωγικά. Γιατί, αν ανοίγαμε τη συζήτηση αυτή, εύκολα θα συναγόταν ότι από τους πιο παρεισδυτικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους στην Ελλάδα, την τελευταία δεκαετία της νεοφιλελεύθερης επέλασης, είναι οι ίδιες οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ).

Η «διακυβέρνηση» μεταξύ ιδεαλισμού και νεοφιλελεύθερης αντεπίθεσης
Οι ειδικοί της «διακυβέρνησης», όμως, όχι μόνο δεν ενδιαφέρονται για τέτοιες «λεπτομέρειες», αλλά δεν διακρίνουν καν τις σχέσεις αμοιβαίας αναγκαιότητας στην ύπαρξη πλούτου και φτώχειας στον καπιταλισμό (παρ’ ότι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την «ισοτιμία»), ενώ και άλλα κομβικά ζητήματα, όπως η εκπαίδευση, η υγιής διαβίωση, η κοινωνική αλληλεγγύη, η οικονομική ανάπτυξη, η οικολογική βιωσιμότητα, η πολιτική δημοκρατία, εξαγγέλλονται ως στόχοι «εφικτοί» για όλους, στο πλαίσιο μιας νέας διαχείρισης και διοίκησης των υπαρχουσών δομών, που θα υπερβαίνει «το κράτος». [Lemke, όπ.π.] Και όλη αυτή η κίνηση αναπαραγωγής πραγματοποιείται μέσω μιας αναγωγής, μιας αυτούσιας μεταφοράς σχημάτων και τεχνικών του ιδιωτικού τομέα στο δημόσιο (ανταγωνιστικότητα, ανταποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα, διευθυντικές Αρχές κ.λπ.), που καταλήγει να αντιμετωπίζει τους ωφελούμενους των δημόσιων υπηρεσιών ως «πελάτες», τους πολίτες ως «εταίρους» ή άλλοτε «μετόχους» – και αυτό οξύμωρα το εντάσσει στις γενικές ιδέες της «απομάκρυνσης από τη γραφειοκρατία»/την «εργαλειακότητα»/την «ιεραρχία» και του «εκδημοκρατισμού της ιδιότητας του πολίτη».
Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλές παράγραφοι, στο πλαίσιο μιας επιχειρηματολογίας περί της ex officio και αποκλειστικής εγκόλπωσης της «διακυβέρνησης» στα νεοφιλελεύθερα μοντέλα διαχείρισης της κρίσης του καπιταλισμού, κάτω από την ταμπέλα της «συμμετοχικότητας», της «διαβούλευσης», του «συντονισμού της συλλογικής δράσης από τις αγορές», των «οριζοντίων δομών οργάνωσης» χαρακτηριζόμενων από «χαμηλής τυποποίησης διαδικασίες μεταξύ ίσων υποκειμένων», της «ενίσχυσης των ικανοτήτων» και της «συνεκτικότητας» [Ν. Γαρυπίδης, Τι είναι Κυβέρνηση/Διακυβέρνηση, 2010] και άλλων (τεχνοκρατικών) ωραιοποιήσεων της πρόκρισης, στην πράξη, μιας περαιτέρω ήττας του κεκτημένου ως δημόσιο, στην κοινωνική διαπάλη του με το ιδιωτικό. Γιατί περί αυτού πρόκειται: περί της ζωντανής εργασίας που αξιώνει μεγαλύτερο μερίδιο του κοινωνικού πλούτου -τον οποίο παράγει υπό χειρότερους όρους- σ’ αυτό που μπορεί να κατανοήσει άμεσα ως κοινωνικό, δηλαδή στον δημόσιο τομέα, ο οποίος δέχεται λυσσαλέα επίθεση από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς [St. Harney, Governance, State, and Living Labour, 2006].
Και δεν πρόκειται, επομένως, για «το κράτος», το οποίο απ’ την μια επικρούεται και απ’ την άλλη παρουσιάζεται από τη «διακυβέρνηση» ως «υπο-τομέας» ή «πτυχή» της, που μπορεί ανενόχλητη να συνεχίσει να ασκεί το ρόλο της στο πεδίο της άμεσης καταστολής – σε ένα σχήμα που, αναπόφευκτα, θυμίζει τα θεωρητικά πονήματα του πατριάρχη του νεοφιλελευθερισμού, Μίλτον Φρίντμαν. Γι’ αυτό, άλλωστε, ενώ από τη μια οι μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρηματίες όπου σταθούν κι όπου βρεθούν ταυτίζουν «το κράτος» με το δημόσιο, από την άλλη, καθώς παρεισφρέουν στο δημόσιο και εγκαθιδρύουν εκεί τα ιδιωτικά συμφέροντά τους (κυρίως με τη μορφή υπηρεσιών πρόνοιας και «υποστηρικτικών» συλλογικοτήτων – λ.χ. «εθελοντισμός»), αρχίζουν να ψυχανεμίζονται ότι χρησιμοποιήθηκαν σαν «λαγοί» των μεγάλων κερδοσκόπων, που έρχονται τώρα να καταπιούν τους πιονέρους: κι έτσι οι ΜΚΟ-άρχες αρχίζουν τις οιμωγές ότι «Δημόσιο δεν είναι μόνο το κράτος», ελπίζοντας σ’ ένα θαύμα τόσο πελώριο όσο ακριβώς και ο μικροαστισμός τους. Ο χώρος, όμως, δεν επαρκεί για περισσότερες αναφορές σ’ αυτό το καρναβάλι παραδοξολογημάτων, αντιφάσεων και στρεβλώσεων, που περιστρέφεται γύρω από την αντικοινωνική έφοδο του ιδιωτικού στο δημόσιο.

Ανοιχτοί πολιτικοί λογαριασμοί
Στις εναπομείνασες γραμμές, θα ήθελα να παραθέσω μια σειρά προβληματισμών, τους οποίους η Αριστερά, θεωρώ, θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας επαναθεώρησης του Δημοσίου, του κράτους και της δημόσιας διοίκησης – τρεις διαφορετικές περιοχές πλούσιας δραστηριότητας, που εποφθαλμιούν οι υπέρμαχοι της «διακυβέρνησης», ταυτίζοντάς τις εσκεμμένα, για να αποκρύψουν τόσο τις στοχεύσεις τους για απόσπαση κι άλλων κομματιών του Δημοσίου (δηλαδή για ιδιωτικοποιήσεις) όσο και την ενεργό διαπλοκή και εμπλοκή τους σε τμήματα του -κατά τα άλλα δήθεν εχθρικού- κράτους και της δημόσιας διοίκησης.
Πρώτα απ’ όλα, αναρωτιέται κανείς αν σύσσωμη η Αριστερά, που εκπροσωπείται στο Κοινοβούλιο, έχει υιοθετήσει τον όρο «διακυβέρνηση» (ανα)γνωρίζοντας τα συγκείμενά της. Αν η απάντηση είναι θετική, τότε αυτή η Αριστερά βρίσκεται μακριά από τα συμφέροντα της κοινωνίας και μάλιστα παίρνοντας θέση στην καθημερινή διαπάλη μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, υπέρ του δεύτερου.
Ύστερα, στην καθημερινή, πλέον, χρήση του όρου «διακυβέρνηση», υπάρχει μια υπόνοια πως η κυβέρνηση αναφέρεται στον μηχανισμό και η «διακυβέρνηση» στην πράξη της διοίκησης (λ.χ. «η πέμπτη γενιά ηγετών αναλαμβάνει την διακυβέρνηση της Κίνας»). Ίσως, λοιπόν, πολλοί από τους αριστερούς (οι Τσίπρας και Παπαρήγα επιλέχθηκαν στην εισαγωγή ως επικεφαλής πολιτικών σχηματισμών, αν και έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο πολύ λιγότερο συγκριτικά με στελέχη τους) να υιοθετούν τον όρο έχοντας προβεί σε μια τέτοια, λανθασμένη διάκριση. Αν είναι έτσι, εδώ γεννάται ένα άλλο, διπλό ερώτημα: Για την Αριστερά, η κυβέρνηση είναι απλώς ένας μηχανισμός, που δεν περιλαμβάνει ενέργειες και πράξεις και μάλιστα ταυτίζεται με «το κράτος», τη δημόσια διοίκηση και την γραφειοκρατία; Και, δεύτερον, ο όρος «εξουσία» και η πράξη της άσκησής της είναι ταμπού για την Αριστερά, ώστε -λαθεμένα- την αντικαθιστά με τον όρο «διακυβέρνηση»; Αν η απάντηση είναι καταφατική και στις δύο ερωτήσεις, τότε υπάρχει σοβαρό πρόβλημα κατανόησης άλλων σημαντικών εννοιών και συνθηκών, άρα και πρόβλημα στην ικανότητα χάραξης πολιτικών διεξόδου από το τροϊκανό-μνημονιακό ναρκοπέδιο.
Τέλος, για να μην καταχρώμαι άλλον χώρο, επιχειρήσεις κερδοσκοπικές και μη-κερδοσκοπικές (υπεργολαβικές ΜΚΟ, που περιμένουν το «εκ Βρυξελλών μάννα» για να συνεχίσουν την παρασιτική κοινωνική διαβίωσή τους) έχουν κάθε λόγο να ευαγγελίζονται «διακυβερνήσεις»: «Απελευθερώσεις», «Συνέργειες», «Συμπράξεις» Δημοσίου-Ιδιωτικού και πάει λέγοντας. Η Αριστερά, ως ισχυριζόμενος εκπρόσωπος μιας -σε πρώτη φάση- διεξόδου απ’ το αντικοινωνικό διάσελο, έχει συμφέρον να συντονίζεται με αυτές τις -μετερχόμενες επιλεκτικά ακόμη και μαρξιστική ορολογία- δυνάμεις περαιτέρω οικειοποίησης/ιδιωτικοποίησης του κοινωνικού; Ή μήπως πρέπει να αναλάβει, ως ένα από τα άμεσα καθήκοντά της, την επεξεργασία μιας νέας, σύγχρονης θεωρίας του κράτους, βασισμένη κυρίως στα κείμενα των μεγάλων θεωρητικών του μαρξισμού, με πρώτο και καλύτερο τον ίδιο τον Μαρξ, ο οποίος επιθυμούσε να γίνει μάρτυρας της μετάβασης από την «κυβέρνηση των ανθρώπων» στην «διαχείριση των πραγμάτων»; Και όχι, πάντως, στην «διακυβέρνηση», «αριστερή» ή «λαϊκή», του τάχα «συλλογικά» ιδιωτικού και της τάχα «συμμετοχικής» ιδιωτίας: Πράγμα που σημαίνει ότι καμιά θεωρία του κράτους δεν είναι επαρκής για μια κυβέρνηση της Αριστεράς, χωρίς τους αυθεντικούς, ζωντανούς λαϊκούς θύλακες αντίστασης, που θα παράγουν διαρκώς την Κυβέρνηση αυτή, εγγράφοντάς την στις καθημερινές κατακτήσεις ενός Παρατεταμένου Πολιτικού Αγώνα – μακριά απ’ τα χαλασμένα χνώτα της «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης», των ΜΚΟ και της ΜΚΟ-ποίησης του πολιτικού βίου.
Και επ’ αυτού, ας μου επιτραπεί να κλείσω με μια προτροπή για όσους εντός της Αριστεράς «αριστερίζουν» με ρηχές πολεμικές ενάντια «στο κράτος» εκείνο, που αντιλαμβάνονται ως κράτος-ουσία: Θα προσέφεραν υπηρεσίες σε όλους εμάς, που αποκαλούμαστε και είμαστε δοκιμαζόμενος λαός, αν (ξανα-)διάβαζαν το Κράτος και Επανάσταση, καρπό κατά ένα μέρος της πολιτικής ιδιοφυΐας του Λένιν, κατά ένα μέρος της ωστικής κίνησης των ακούραστα ενεργητικών συμβουλίων των εργατών και στρατιωτών της Ρωσίας.

* Ο Νίκος Λάιος είναι Κοινωνικός Ανθρωπολόγος,
εργαζόμενος σε Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων,
γενικός γραμματέας του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!