[…] Τα αναθέματα εναντίον τον αρχαιολόγων τα εξαπολύουν πρώτα-πρώτα οι πολιτικοί: οι αυτοθαυμαζόμενοι ως ρεαλιστές, καθώς και όσοι έχουν πελατεία να ικανοποιήσουν στην περιφέρειά τους (εδώ ολόκληρος ναός του Επικούρειου Απόλλωνα μετακόμισε στον νόμο Μεσσηνίας, επί υπουργίας Πολιτισμού του Αντώνη Σαμαρά, στην τάδε παράγραφο του δείνα άρθρου του χι νόμου θα κολλήσουμε;). Και βέβαια τα εξαπολύουν όσοι εκ τον πολιτικών δυσανασχετούν όταν οι αρχαιολόγοι δεν σπεύδουν να συμπράξουν απαξάπαντες στην κατασκευή είτε ανασκαφικών θρύλων (συνήθως μεγαλεξανδρινού περιεχομένου) είτε ορθών εθνικών αφηγημάτων. Όταν η Αρχαιολογία δεν πελεκάει άγρια την επιστημοσύνη της, ώστε να καταντήσει υποτελής πολιτικών ή πολιτικάντικων σκοπιμοτήτων, κι όταν ανθίσταται βάσει επιχειρημάτων και δεν δίνει την ενυπόγραφη άδειά της να χτιστούν μεγαθήρια δίπλα ή πάνω σε αρχαία «για να βοηθηθούν ο τουρισμός και η χώρα», τότε γίνεται στόχος χολερικών επικρίσεων: «Για πέντε πέτρες υποσκάπτουν την προκοπή του τόπου». Οι αντίστοιχοι μύδροι για τους περιβαλλοντολόγους γράφουν πάνω τους «για πέντε κορμοράνους ή για πέντε καρέτες καρέτες».
Τα βέλη κατά των «αντιαναπτυξιακών και αντιπαραγωγικών» αρχαιολόγων τα εκτοξεύουν επίσης φιλοπρόοδοι εργολάβοι, επενδυτές εντός ή εκτός εισαγωγικών, μικροί ή μεγάλοι γαιοκτήμονες πού έχουν κατιτίς το αναπτυξιακόν κατά νουν και βλέπουν εμπόδια στα όνειρά τους. Εκ των δημοσιογράφων, τους αρχαιολόγους, τους «εμμονικούς και κωλυσιεργούς» εννοείται, όχι τους ευπροσάρμοστους και τους ευπειθείς (υπάρχουν και τέτοιοι, πώς αλλιώς, οι φιλοδοξίες δεν είναι αποκλειστικότητα κάποιου κλάδου), τους επικρίνουν με στερεοτυπική δριμύτητα όσοι τάσσουν τον ξερολισμό τους στην υπηρεσία της «γραμμής», όπως την αποφασίζουν άλλοι και τους τη δίνουν έτοιμη, για να της προσθέσουν καλολογικά στοιχεία.
Για τους αρχαιολόγους, για όσους κάνουν τίμια, ελεύθερα και παθιασμένα τη δουλειά τους, δηλαδή για τη συντριπτική πλειονότητα και όχι για όσους καριερίστες που νοιάζονται πρωτίστως να γράψουν κάποια κεφάλαια «εθνικών αφηγημάτων», φουσκώνοντας, νοθεύοντας ή αποσιωπώντας στοιχεία, ένα κομμάτι ύφασμα ή πέντε σπόροι είναι ευρήματα εξίσου σπουδαία και χρήσιμα με ένα όμορφο άγαλμα πού θα δώσει στον κύριο υπουργό μία ωραία ευκαιρία να καλέσει τα κανάλια σε έκτακτη συνέντευξη. […]
Η ίδια η συνέπεια στις αρχές της δουλειάς τους, όμως, τους εκθέτει στις λοιδορίες των κατεπειγομένων, πού διαθέτουν ρωμαλέα «πολιτική βούληση» αδιάφορη για επιστημονικές λεπτομέρειες και λοιπά χρονοβόρα. Αυτό συμβαίνει και τώρα με τη μικρή «βυζαντινή Πομπηία», όπως με μάλλον αχρείαστη υπερβολή αποκαλούνται τα ευρήματα του σταθμού «Βενιζέλου», στο ταλαιπωρημένο μετρό της Θεσσαλονίκης. Με πρόταση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, τη σύμφωνη γνώμη σχεδόν όλων των φορέων της πόλης και χωρίς αντιδράσεις από την ανάδοχο εταιρεία, είχε επιλεγεί να μείνει στη θέση του το μνημειακό σύνολο, τα 84 μέτρα της πρωτοβυζαντινής Εγνατίας, σαν ανοιχτό μουσείο μύησης στα Πρώιμα Βυζαντινά χρόνια, που θα το ζήλευε και η Κωνσταντινούπολη. […]
Μολαταύτα, στην πρόσφατη επίσημη ομιλία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ο πρωθυπουργός αιφνιδίασε τους πάντες αποκηρύσσοντας τη διατήρηση κατά χώραν και ανακοινώνοντας την επιστροφή στην απορριφθείσα μέθοδο της απόσπασης και επανατοποθέτησης, η οποία και σε χρόνο θα κοστίσει και σε χρήμα. Και επιπλέον θα εκθέσει σε σοβαρούς κινδύνους τις αρχαιότητες. Τόσο εύκολο είναι άραγε να διαλυθεί όχι ένα μνημείο, αλλά ένα τοπίο ολόκληρο, να μετακινηθεί και έπειτα να μεταφερθεί και πάλι στον τόπο όπου βρέθηκε, και όχι απλώς να επανατοποθετηθεί αλλά στην ουσία να ανακατασκευαστεί; Πόσο το σκέφτηκε ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης πριν καταλήξει στη λύση αυτή, άγνωστο. Γνωστό είναι ότι δεν συσκέφτηκε με κανέναν από τους εμπλεκόμενους. Οι υφιστάμενοί του πάντως τον χειροκρότησαν ενθουσιωδώς. Λογικό. Οι κάμερες γράφουν, οι κομματάρχες και οι οπαδοί ελέγχουν. Άλλωστε, με τον ίδιο αυθόρμητο ενθουσιασμό θα τον χειροκροτούσαν κι αν έλεγε τα ακριβώς αντίθετα. Έτσι συνηθίζεται.
Παντελής Μπουκάλας
(Αποσπάσματα, «Καθημερινή»)