Του Σωκράτη Μαντζουράνη
Μια νέα πρωτοβουλία γνωστών και αξιόλογων ανθρώπων της Αριστεράς είδε, πριν από λίγες μέρες, το φως της δημοσιότητας, με τη δημοσιοποίηση ενός κειμένου με τίτλο Έκκληση για το διάλογο και την κοινή δράση της Αριστεράς.
Οπαδός του διαλόγου και αναλαμβάνοντας το ρίσκο του «πρόωρου», θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες εντελώς προσωπικές σκέψεις.
Στο κείμενο της έκκλησης είδα, για πολλοστή φορά, να επιβεβαιώνονται από ανθρώπους που εκτιμώ, εκτιμήσεις και θέσεις που διαμορφώθηκαν -όχι εύκολα και ανώδυνα- εδώ και 10 χρόνια περίπου και στο «Χώρο διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς» και αργότερα μέσα από τις δύο Πανελλαδικές Συνδιασκέψεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Χάρηκα, δε, περισσότερο, γιατί το κείμενο επαναλαμβάνει την ιδρυτική διακήρυξη (2001) της Κίνησης για την Ενότητα Δράσης της Αριστεράς (ΚΕΔΑ) στην οποία ανήκω.
Θεωρώ όχι άχρηστη, κάθε πρωτοβουλία που επαναλαμβάνει την ανάγκη κοινής δράσης ολόκληρης της Αριστεράς, με βάση τα λαϊκά προβλήματα και με δεδομένες τις ιδεολογικές διαφορές της – έστω και με τη λογική ότι «επανάληψη μήτηρ μαθήσεως».
Θετικό θεωρώ το γεγονός ότι στην πρωτοβουλία αυτή συμμετέχουν, ενεργά, αγωνιστές από το χώρο του ΝΑΡ οι οποίοι, μέχρι σήμερα, είχαν επιφυλάξεις για τα ενωτικά εγχειρήματα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Επίσης, θετικό είναι ότι η «έκκληση» δεν κατηγορήθηκε από κανέναν ως «διασπαστική ενέργεια» προς τον ΣΥΡΙΖΑ και εχθρική προς τον ΣΥΝ. Η παρουσία πρώτων στελεχών του ΣΥΝ στο ακροατήριο και στο πάνελ, φαίνεται να συνέβαλε σ’ αυτό. Σχετικά, τώρα, με την ουσία, το κείμενο κάνει ένα χρονικό άλμα προς τα πίσω και δείχνει να διαγράφει ό,τι έχει κατακτηθεί ή έχει επιχειρηθεί από τη Ριζοσπαστική Αριστερά, τα προηγούμενα χρόνια.
Λες και επιχειρείται ένας μηδενισμός του «κοντέρ» της κοινής δράσης της Αριστεράς και επιδιώκεται ένας νέος επαναπροσδιορισμός των προϋποθέσεων και των στόχων του ενωτικού εγχειρήματος.
Μια νέα αρχή, ας πούμε, μια επανεκκίνηση ή ένα νέο πολιτικό πλαίσιο, όπως ειπώθηκε και φαίνεται να προωθείται.
Δεν θέλω να παρασυρθώ σε δίκη προθέσεων, όμως η χρονική στιγμή, κάποιοι «πρωταγωνιστές» της πρωτοβουλίας και, κυρίως, η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ, αφήνουν περιθώρια για υποθέσεις.
Λίγες μέρες μετά την αποχώρηση των «ανανεωτών» από τον ΣΥΝ, λίγες μέρες πριν από τη σύγκληση του Πανελλαδικού Συντονιστικού του ΣΥΡΙΖΑ, λίγο μετά την πρωτοβουλία της ΚΟΕ για συνάντηση όλων των κομμάτων της Αριστεράς, μεσούσης στη Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ της προσπάθειας συνεννόησης και με στραμμένα τα μάτια πολλών στις αυτοδιοικητικές εκλογές, είναι λογικό η «δογματική μου παιδεία» να μου βάζει σκέψεις.
Είναι, νομίζω, λογικό να αναρωτιέμαι πώς γίνεται να ξεκινάς με «υπογραφές», να περνάς τα «κύματα», να παίρνεις μιαν «ανάσα», να παλεύεις για το «μέτωπο» ψηλά και να βρίσκεις θετικό την επαναδιατύπωση θέσεων που κατάφερες, εδώ και χρόνια, να τις θεωρείς τελικά αυτονόητες και «κεκτημένο».
Αναφέρει η έκκληση: «Είναι ιστορικό καθήκον όλων των πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς, ανεξαρτήτως του ειδικού τους βάρους, να βρουν εκείνα τα ζητήματα -και είναι πολλά- που μπορούν να οδηγήσουν σε ενότητα δράσης».
Θεωρούσα πως ήταν κοινός τόπος ότι «ιστορικό καθήκον της Αριστεράς», είναι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας και ότι η «ενότητα» είναι ένα άμεσο και επιτακτικό πολιτικό καθήκον της Αριστεράς, στις σημερινές συνθήκες.
Πίστευα πως ήταν δεδομένο για όλους μας, ότι η ενότητα δράσης, ιδιαίτερα σε μια τέτοια πολιτική στιγμή είναι, πράγματι, ανεκτίμητο εργαλείο, στο βαθμό όμως που σε οδηγεί σε αριστερές πολιτικές λύσεις και στόχους, σε ριζικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές και όχι, απλά, σε μια «αριστερή» διαχείριση τις κρίσης.
Η ενότητα για την ενότητα και ο διάλογος μεταξύ της Αριστεράς για ιδεολογικές διαφορές και τον «τύπο» του… σοσιαλισμού, (σπουδαία ζητήματα), μάλλον δεν είναι αυτό που χρειάζονται οι εργαζόμενοι, τούτη την ώρα.
Αναφερόμενο το κείμενο στις προϋποθέσεις της ενότητας της Αριστεράς, λέει: «Να απομονώσουμε πρακτικές τυφλής βίας και αδιέξοδων, δήθεν αντιεξουσιαστικών ξεσπασμάτων, αλλά και κάθε δεξιόστροφη “αριστερή” φρασεολογία που διευκολύνει, τελικά, τις κυβερνητικές επιλογές».
Συμφωνώ και θα πρόσθετα να απομονώσουμε και πρακτικές συνδιαχείρησης και εξωραϊσμού του συστήματος, καθώς και κάθε αριστερόστροφη «δεξιά» φρασεολογία, γιατί δεν συμφωνώ με το σλόγκαν «κανείς δεν περισσεύει».
Δεν νομίζω πως «όλοι κάνουμε».
Όμως, σε ποιους αναφέρεται το κείμενο όταν μιλά για πρακτικές τυφλής βίας, αντιεξουσιαστικά ξεσπάσματα κ.λπ.;
Θετική έκριναν την πρωτοβουλία. Όλοι μίλησαν γι’ αυτή, μέχρι σήμερα, και σίγουρα κάτι θα ξέρουν για να το λένε.
Χαρακτηρίστηκε, μάλιστα, και σαν ένα ακόμα «βέλος» στη φαρέτρα της Αριστεράς.
Ακόμα και αν εξομαλύνει προσωπικές σχέσεις ή ενοποιεί στοχεύσεις, καλό είναι. Όμως, είναι αδιάφορο για άνεργους, εργαζόμενους, νεολαία και συνταξιούχους, για τον «κόσμο» δηλαδή.
Προσωπικά, έχω ανάγκη να πιστέψω -όπως και πολλοί άλλοι- ότι η νέα αυτή πρωτοβουλία επιδιώκει να συμβάλλει θετικά, ώστε το ενωτικό εγχείρημα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς να μπορέσει να οικοδομήσει ένα πλατύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο ικανό και να αντιμετωπίσει τη σαρωτική επίθεση του συστήματος, αλλά και να ανοίξει δρόμο για μονιμότερες και βαθύτερες κοινωνικές αλλαγές. Νομίζω πως «δεν πάσχουμε από βέλη. Από τόξο και τοξότες, που ξέρουν σημάδι, έχουμε ανάγκη».
* Ο τίτλος είναι λαϊκή παροιμία.