Ευλογία ή κατάρα ο γιγαντισμός; Αυτό επιχειρεί να διερευνήσει η βασισμένη στην πραγματική ιστορία του Μιγκουέλ Χοακίν Ελεϊζεγκουί Αρτεάγκα (1818-1861) βασκική ταινία Ο Γίγαντας, των Γιον Γαράνιο και Αϊτόρ Αρέγι (Λουλούδια / 2014), βραβευμένη με 10 βραβεία Γκόγια, ανάμεσά τους καλύτερου σεναρίου, μουσικής και ερμηνείας για τον πρωτοεμφανιζόμενο πρωταγωνιστή Ενέκο Σαγκαρντόι.
***
Κάπου σ’ ένα χωριό των Βάσκων, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, επιστρέφοντας από τον πόλεμο ο Μαρτίν διαπιστώνει πως ο αδερφός του Χοακίν αναπτύσσεται ασταμάτητα, εξαιτίας ορμονικής ανωμαλίας, ενώ υποφέρει από βασανιστικά τριξίματα στα κόκαλα. Οι καθημερινές μετρήσεις του ύψους του, στον τοίχο του καμπαναριού, ξεπερνούν κάθε προηγούμενο, επιβεβαιώνοντας ότι πάσχει από γιγαντισμό. Έχοντας αντίληψη ότι ο κόσμος πληρώνει για να δει οτιδήποτε ξεπερνά τις φυσιολογικές νόρμες, ο Μαρτίν συλλαμβάνει την κερδοφόρα ιδέα να εκθέσει τον αδερφό του ως θέαμα σε πλατείες, πλάι σε ακροβάτες και νάνους και έτσι βρίσκονται να περιοδεύουν ανά την επικράτεια, με τον Χοακίν ως τον περίφημο «Κολοσσό από τα Βασκικά βουνά», χώρα καταγωγής γιγάντων.
Ο Χοακίν αντιμετωπίζεται ως χωριατόπαιδο κατώτερης νοημοσύνης, επειδή μιλάει τα ακατανόητα για τους κατοίκους των ισπανικών πόλεων βασκικά. Η μοναξιά του και η απονιά του κόσμου όμως, τον καταβάλλουν, σύντομα εξαντλείται από τα απανωτά ταξίδια, ενώ παρουσιάζει πρώιμη γήρανση. Έτσι, από τις θεαματικές εμφανίσεις του σε αριστοκρατικές αυλές, ο Βάσκος γίγαντας κατέληξε να τριγυρνάει στις ταβέρνες, στοιχηματίζοντας πόσα λίτρα κρασί μπορεί να πιει και πόσα κιλά κρέας να φάει στην καθισιά του.
Καταγγέλλοντας την ανθρώπινη σκληρότητα απέναντι σε μια σπάνια πάθηση, η ταινία στιγματίζει το ρατσισμό ενάντια στη διαφορετικότητα, ενώ επικεντρώνεται στη σχέση αγάπης-μίσους των δύο αδερφών, καθώς ο γίγαντας Χοακίν συμπληρώνει τον μικροκαμωμένο, καταφερτζή και σακάτη από τον πόλεμο Μαρτίν, τον μοναδικό που τον συμπόνεσε, αλλά δεν δίστασε και να τον εκμεταλλευτεί.
Η ταινία εξελίσσεται στην απαγορευμένη επί δικτατορίας Φράνκο βασκική γλώσσα και τοποθετείται στην κρίσιμη ιστορική περίοδο των εμφύλιων Καρλικών πολέμων, όπου αναδυθήκαν οι δυο κυρίαρχες αντιμαχόμενες τάσεις, ανάμεσα σε μια εκκολαπτόμενη εκσυγχρονιστική και στη φιλομοναρχική, που συμπορευόταν με την εκκλησία, μια πάλη που στιγμάτισε την Ισπανία ολόκληρο τον 19ο αιώνα, μέχρι και τον Εμφύλιο του ’36.
Οι σκοτεινοί φωτισμοί καφετιών αποχρώσεων και η προσεγμένη φωτογραφία αποδίδουν πιστά την αναπαράσταση εποχής, μεταφέροντας κυρίως μέσα από μακρινά πλάνα την ατμόσφαιρα συλλογικότητας των απομονωμένων αγροτικών πληθυσμών, με την αλληλοϋποστήριξη στις αγροτικές εργασίες, όταν καθαρίζουν καλαμπόκια όλοι μαζί καθισμένοι σε κύκλο.
Το καλυμμένο με λινάτσα πρόσωπο του Χοακίν, ανακαλεί τη ρεαλιστικής αισθητικής ασπρόμαυρη ταινία του Ντέιβιντ Λιντς Ο Άνθρωπος Ελέφαντας (1980), βασισμένη αντίστοιχα στην πραγματική ιστορία ενός παραμορφωμένου Άγγλου, που λόγω της δυσμορφίας του κατέληξε θέαμα σε τσίρκο.
Η παραμυθένια αρχή, με τα δυο αγαπημένα αδερφάκια στο δάσος, όπου βρίσκουν ένα πανέμορφο λυκάκι, δανείζεται συμβολισμούς από μύθους, σε μια ταινία που εμπνέεται από πραγματική ιστορία, χωρισμένη όμως σε κεφάλαια, όπως τα παραμύθια. Η επιλογή ρεαλιστικής αντιμετώπισης, μακριά από μια ηρωική προσέγγιση, τονίζει τη θλίψη που τυλίγει έναν άνθρωπο που περιθωριοποιείται επειδή ξεχωρίζει, ενώ υπογραμμίζει το κακό ριζικό, που διαφεντεύει τις τύχες των ανθρώπων, στοιχείο που συναντάται και σε ιστορίες λαϊκής παράδοσης, όπως στον εμπνευσμένο ποιητικό ρεαλισμό των αδερφών Ταβιάνι, που επίσης επέμεναν στο άκουσμα των τοπικών διαλέκτων, της αγροτικής Σικελίας.
***
Η χρήση του συμβολισμού με το λύκο στην ιστορία του γίγαντα Χοακίν, ως μυστηριακό στοιχείο του παραμυθιού, πλαισιώνει αρχή και τέλος, ενώ τα βραδινά αλυχτήματα λειτουργούν ως οιωνός, ενεργοποιώντας τη φαντασία των φοβισμένων από τις δεισιδαιμονίες χωρικών, που καλλιέργησε στο συλλογικό φαντασιακό την πεποίθηση μιας ορεινής χώρας γιγάντων.
Σε μια εποχή κοσμογονικών αλλαγών, στη στροφή του 19ου αιώνα στην Ευρώπη, αυτή η ρεαλιστική ιστορία για γίγαντες αγγίζει και την πρωτοεμφανιζόμενη κουλτούρα του θεάματος, που μετατράπηκε βαθμιαία σε εμπορικό προϊόν ψυχαγωγίας του υπό διαμόρφωση προλεταριάτου, από εκεί που θα ξεπηδήσει στα τέλη του αιώνα και η νέα εφεύρεση του κινηματογράφου.
Ακολουθώντας την παλιότερη παράδοση των περιπλανώμενων τροβαδούρων και των θεατρικών μπουλουκιών του μεσαίωνα, τα αξιοπερίεργα και αλλοπρόσαλλα φαινόμενα των αρχών του 19ου αιώνα αποτέλεσαν κερδοφόρο θέαμα, προσθέτοντας ευφάνταστες νέες εφευρέσεις στα ακροβατικά νούμερα του τσίρκου, ενώ πλάι στα εξωτικά πουλιά από τις μακρινές αποικίες συχνά επεδείκνυαν και αυτόχθονες πρωτόγονων φυλών, όπως έχει καταγγείλει και ο Γαλλοτυνήσιος Αμπντελατίφ Κεσίς στην Μαύρη Αφροδίτη (2010), βασισμένη επίσης στην πραγματική τραγική ιστορία μιας γυναίκας από τη Νότια Αφρική.
Η αγωνία για τις δραστικές επιπτώσεις της εξελισσόμενης επιστήμης θα γεννήσει νέους μύθους, όπως το τερατόμορφο Πλάσμα, στο μυθιστόρημα τρόμου της Μαίρης Σέλλεϋ Φρανκεστάιν ή ο σύγχρονος Προμηθέας (1818), στα χνάρια των λογοτεχνικών παραδόσεων της γοτθικής περιόδου, που αργότερα ακολούθησαν και οι ταινίες τρόμου, σε ένα ξεχωριστό κινηματογραφικό είδος με δράκουλες, λυκάνθρωπους και τέρατα, στο οποίο έρχεται να προστεθεί και η ταινία Ο Γίγαντας.
Η σκηνή της περιπλάνησης του άρρωστου και αδύναμου πλέον Χοακίν που βυθισμένος στην απογοήτευση και τη μοναξιά του χάνεται στις χιονισμένες πλαγιές, ανακαλεί την υπαρξιακή περιπλάνηση του Πλάσματος της Σέλλεϋ, που συνειδητοποιείται, αμφισβητώντας την εξουσία του δημιουργού του.
Αντίστοιχα, ο άκακος και θλιμμένος Χοακίν παρουσιάζεται ως υπερήρωας Χαλκ, όταν οργίζεται, αναπτύσσοντας ανεξέλεγκτη βιαιότητα, όπως στη νουβέλα φανταστικής λογοτεχνίας Δόκτωρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ (1886), του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, όπου οι επιστημονικοί πειραματισμοί ωθούν τον ήρωα σε σχιζοφρενικές συμπεριφορές.
Η ισπανική λογοτεχνική και ζωγραφική παράδοση βρίθει από θεματικές ψυχικής διαταραχής, παράνοιας και σωματικών παραμορφώσεων, αγγίζοντας πληθώρα πολύπλοκων ψυχαναλυτικών ερμηνειών.
Ο συναρπαστικός ονειροπόλος και ιδεαλιστής αντιήρωας Δον Κιχώτης (1605), του Μιγκουέλ ντε Θερβάντες, παραπαίει ανάμεσα στην άρνηση της σωματικής φθοράς και μιας πεζής ρουτίνας, τη σχιζοφρενική προσέγγιση της πραγματικότητας, τον παραλογισμό και τον αθεράπευτο ρομαντισμό. Αντίστοιχα, στον αινιγματικό πίνακα Λας Μενίνας (Οι Δεσποινίδες των τιμών / 1656), του μπαρόκ ζωγράφου Ντιέγο Βελάσκεθ, απεικονίζονται δυο γυναίκες νάνοι, ενώ και στις ταινίες του σουρεαλιστή Λουίς Μπονιουέλ υιοθετείται η αισθητική κουλτούρα του αλλόκοτου, με νάνους και σακάτηδες, που φορτίζουν με υπαρξιακή ένταση τη σαρκαστική ψυχαναλυτική κινηματογραφική γραφή του, κόντρα στην υποκρισία της μπουρζουαζίας, ξεσκεπάζοντας νευρώσεις, εμμονές και θρησκοληψία.
***
Στον Γίγαντα, μια δραματική αληθινή ιστορία μετατρέπεται σε συναρπαστικό μυθοπλαστικό υλικό μπερδεύοντας πραγματικότητα και παραμύθι, σε μια ταινία που ενώ φωτίζει τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο, αποκαλύπτει πώς οι λαϊκοί θρύλοι τροφοδοτούνται απ’ την πραγματικότητα, ακολουθώντας την παράδοση των ταινιών είδους για φρικιά και αλλόκοτες υπάρξεις.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com