Σε λίγες μέρες (30 Μάρτη) συμπληρώνονται 63 χρόνια από εκείνο το ξημέρωμα Κυριακής του ‘52, που υπό το φως των προβολέων των αυτοκινήτων, θα εκτελούνταν ο Νίκος Μπελογιάννης και οι άλλοι 3 σύντροφοί του στο Γουδή.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της συντρόφου του Νίκου Μπελογιάννη, Έλλης Παππά, τα τελευταία λόγια του προς εκείνη ήταν: «Πρέπει να ζήσεις. Για το παιδί, για την εκδίκηση». Για ένα παιδί, που ποτέ δε γνώρισε. Για ένα παιδί, που ποτέ δεν χάρηκε το χάδι του πατέρα του. Που πήρε το όνομά του και το ρολόι του. Που σε όλη του τη ζωή, θα αναρωτιέται πώς θα ήταν η ζωή του, αν το μετεμφυλιακό κράτος δεν δολοφονούσε τον πατέρα του. Θα αναρωτιέται σε όλη του τη ζωή, αν θα ήταν στοργικός, αυστηρός και δίκαιος. Αν θα έπαιζε μαζί του, αν θα τον πήγαινε βόλτες. Αν θα ζούσε να τον δει να παντρεύεται και ν’ αποχτά εγγόνια που θα είχαν τ’ όνομά του. Όπως είναι το σωστό κι όχι σαν εκείνον που του δώσανε το όνομα του πατέρα του, γιατί εκείνον τον είχανε σκοτώσει. Ερωτήματα που δεν θα βρουν ποτέ τους απάντηση. Και η μνήμη θα περιορίζεται σ’ ένα ρολόι χειρός και σε κάποιες φωτογραφίες, που δεν θ’ ανήκουν μόνο σ’ εκείνον, μα σε ολόκληρο λαό. Ούτε καν μια «αποκλειστική» φωτογραφία, λοιπόν.

Η Έλλη Παππά έζησε όμως από κοντά και τον έτερο «άγιο» του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, τον Νίκο Πλουμπίδη. Να πώς περιγράφει την προσπάθειά του να δει έστω και για λίγο τον γιο του Δημητράκη, την περίοδο της παρανομίας του: «Ο Δημήτρης, ο γιος του, ήταν παιδάκι τότε. Ο πατέρας του δεν τον είχε δει ποτέ από την αρχή της παρανομίας. Λαχταρούσε να τον δει, έστω κι από μακριά. Έτσι ειδοποίησε τον Βρασίδα, τον αδερφό της Ιουλίας, της γυναίκας του, να φέρει το γιο του σε ένα οικόπεδο, σε ένα άχτιστο μέρος στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Θα πηγαίναμε με ταξί μαζί με τον Πλουμπίδη προς το Θησείο και θα ανεβαίναμε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Είχε κανονίσει να έχει ο Βρασίδας το παιδί κοντά στο δρόμο για να το δει από το αυτοκίνητο. Μπήκαμε λοιπόν στο ταξί και εγώ ζήτησα από τον οδηγό να πηγαίνει πιο σιγά: “Για να δούμε λίγο την Ακρόπολη, επειδή ο κύριος δεν είναι από την Αθήνα”. Και ο ταξιτζής πήγε σιγά. Ο Δημήτρης ήταν εκεί, σχεδόν μπροστά μας, ένα παιδάκι που κλότσαγε μια πέτρα. Αυτή ήταν και η μοναδική φορά στη διάρκεια της παρανομίας που ο Πλουμπίδης είδε για λίγα δευτερόλεπτα κι από απόσταση το γιο του».

Ο Δημητράκης μεγάλωσε κι έγινε αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά και συγγραφέας σχετικών με τη δουλειά του βιβλίων. Σε κάποιο που επιμελήθηκε με τίτλο Η κλεμμένη εφηβεία, ο συγγραφέας Stanislas Tomkiewicz το προλογίζει ως εξής: «Εργάζομαι με εφήβους επειδή μου έκλεψαν την εφηβεία μου». Ο μικρός πρόλογος στα ελληνικά είναι χαρακτηριστικός: «Σε αυτό το αυτοβιογραφικό βιβλίο που εναλλάσσει το χιούμορ με τη φρίκη, ο Stanislas Tomkiewicz χαράσσει τη διαδρομή που θα οδηγήσει το νεαρό αγόρι, που γεννήθηκε Εβραίος και Πολωνός, να γίνει ένας παγκόσμιος ειδικός σε θέματα νεανικής και εφηβικής ηλικίας».

Πριν από λίγες μέρες πάλι, στον Ριζοσπάστη υπήρχε μια μικρή αγγελία: «Η Δήμητρα Πέτρουλα αναζητά, μέσω του Ριζοσπάστη, αν υπάρχει συναγωνιστής σύντροφος του πατέρα της, Σωτήρη Πέτρουλα, αντάρτη του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ στη Λακωνία, που να έχει φωτογραφία του για να της παραχωρήσει αντίγραφο, επειδή η ίδια δεν έχει καμιά φωτογραφία του. Τον Σωτήρη Πέτρουλα τον δολοφόνησε το μοναρχοφασιστικό καθεστώς, τον Απρίλη του 1948, μέσα στις Φυλακές της Σπάρτης». Όπως η ίδια δήλωσε σε μια συνέντευξή της, η τελευταία φορά που αντίκρισε τον πατέρα της «ήταν τον παγωμένο Γενάρη του 1946, όταν κοριτσάκι, τριάμισι ετών, πέρασε δύο μέρες τριγυρίζοντας μόνη και νηστική ανάμεσα στα πτώματα της μάνας, των αδελφών της και άλλων τεσσάρων συγγενών που είχαν βασανιστεί και δολοφονηθεί μπροστά της». Καμία ζωντανή μνήμη. Ούτε καν μια φωτογραφία. Μόνο φρίκη και πόνος.

Έτυχε να γνωρίσω προσωπικά και να γίνω φίλος με δύο ανθρώπους, που έζησαν στην σκιά τέτοιων ηρώων πατεράδων. Στη μικρή κλειστή κοινωνία μιας επαρχιακής πόλης που οι πατεράδες τους αποτελούσαν σύμβολο, δεν άντεξαν. Μου έδιναν πάντα την εντύπωση πως πάλευαν με τον εαυτό τους. Πως στοιχειωμένοι από ένα όνομα «βαρύ», έπρεπε να δίνουν εξετάσεις στην καθημερινή τους ζωή. Και δεν το άντεξαν. Έφυγαν πολύ νωρίς, «αυτοκτονώντας», ουσιαστικά, από τις επιλογές τους.

Κλείνοντας, έχοντας πάντα κατά νου τις διαφορές στις περιπτώσεις, δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς κι εσύ όπως και η μάνα του Φύσσα: «Δεν με ρώτησαν αν θέλω να θυσιάσω το παιδί μου, ούτε το ίδιο το παιδί το ρώτησαν. Γιατί να θυσιαστεί; Για ποιον κόσμο να θυσιαστεί; Γι’ αυτόν τον κόσμο εδώ; Άξιζε τον κόπο; Ούτε αυτόν ρώτησαν, ούτε εμάς».

Μη βιαστείς ν’ απαντήσεις…

 

Θόδωρος Τσελεπής

[email protected]

www.facebook.com/TheodorosTselepis

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!