Υπάρχουν κάποιοι που τους φαίνεται παράξενο ότι επιμένουμε στη σοσιαλιστική ιδέα. Αντιθέτως, σε μένα φαίνεται ανορθόδοξο ότι κάποιοι που πίστευαν στην ίδια ιδέα, την έχουν πλέον εγκαταλείψει ή απαρνηθεί. Και ακόμα πιο αφύσικο, έως και ανώμαλο, ότι κάποιοι ξέφυγαν περισσότερο και πέρασαν στο αντισοσιαλιστικό στρατόπεδο. Αυτό θα μπορούσε κανείς να το καταλάβει όσο η καπιταλιστική ιδέα ήταν κι αυτή ελκυστική.
Δηλαδή, για παράδειγμα, στην εφηβεία, στη δεκαετία του 1960, δεχόμασταν έναν καταιγισμό από ενδιαφέροντα, πρωτότυπα, επαναστατικά και άκρως χρηστικά πράγματα, υλικά και άυλα, που έρχονταν από τη Δύση και τα οποία μας άλλαζαν τη ζωή εντυπωσιακά προς το καλύτερο. Από τη μουσική, τα τραγούδια και τους χορούς, τις ηλεκτρικές κιθάρες, τα ντραμς και τα ηλεκτρικά πιάνα, τις ταινίες και τα βιβλία, αστυνομικά, επιστημονικής φαντασίας και ψυχολογίας, μέχρι τα γρήγορα αυτοκίνητα, τα ταξίδια σ’ όλο τον κόσμο, τις μίνι φούστες και τα χαρτιά τουαλέτας που αντικαθιστούσαν τις κομμένες εφημερίδες!
Οι πόλεις αναμορφώνονταν ή ξαναχτίζονταν μετά τις καταστροφές του πολέμου, γίνονταν πιο σύγχρονες, πιο λειτουργικές, πιο δυναμικές και πρόσφεραν πάρα πολλές ανέσεις που έκαναν τη ζωή όλων πιο εύκολη και πιο απολαυστική. Και οι δυνατότητες ενημέρωσης για το τι συμβαίνει στην Ευρώπη και την Αμερική αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο έτσι ώστε ο κάθε άνθρωπος που ζούσε σε μια πόλη μπορούσε να νιώθει και λίγο πολίτης του κόσμου ακόμα κι αν μιλούσε μόνο ελληνικά και μάλιστα, με την προφορά που είχε στο χωριό του.
Και ίσως το πιο σημαντικό απ’ όλα ήταν ότι άλλαζαν τα ήθη. Διεκδικούσες πια το δικαίωμα να φλερτάρεις, να ερωτεύεσαι και να κάνεις σεξ χωρίς να έχεις ενηλικιωθεί, χωρίς να φοβάσαι και χωρίς να έχεις παντρευτεί. Ή να μην μπορεί κανένας να σε υποχρεώσει να πηγαίνεις με το ζόρι στην εκκλησία και το κατηχητικό. Να έχεις την ελευθερία στην πλαζ να κολυμπάς με μπικίνι και γυμνός σε κάποιες απόμερες παραλίες. Ή να μπεις στο πανεπιστήμιο και να ακολουθήσεις ένα επάγγελμα διαφορετικό από του πατέρα σου.
Το δυτικό μοντέλο
Αυτά σήμερα είναι τόσο αυτονόητα, που όχι μόνο κανένας δεν τα συζητάει, αλλά πιθανότατα οι νεότεροι να μην τα γνωρίζουν καν, τουλάχιστον στο σύνολό τους ή με τη σημασία που είχαν για μας τότε. Από το 1960 και μετά, που τρέχαμε στο σινεμά να δούμε τον Τζέιμς Ντιν να επαναστατεί ανέμελα και τον Έλβις Πρίσλεϊ να τραγουδάει περιτριγυρισμένος από ωραίες κοπέλες στο Ακαπούλκο, που περιμέναμε ανυπόμονα έξω από το Refrain στην Κάνιγγος να φτάσει το καινούργιο δισκάκι των Μπιτλς ή των Ρόλινγκ Στόουνς και γραντζουνούσαμε τις κιθάρες για να μάθουμε τα ακομπανιαμέντα του The house of the rising sun, χωρίς καλά-καλά να ξέρουμε αγγλικά, ήταν σχεδόν αδύνατο να μην είσαι θαυμαστής, ακόμα και μιμητής, του αμερικάνικου και λονδρέζικου μοντέλου ζωής.
Ακόμα και τα παιδιά που προέρχονταν από αριστερές οικογένειες που είχαν πληρώσει πολύ ακριβά ή συνέχιζαν να το πληρώνουν επειδή είχαν μέλη που πολέμησαν για την ανεξαρτησία και τη δημοκρατία στην Ελλάδα, ακόμα και κάποια απ’ τα παιδιά τα οποία από τους γονείς τους είχαν μια διαφορετική παιδεία και αντίληψη των πραγμάτων, θαύμαζαν και ακολουθούσαν τα ίδια ρεύματα με μας που μπαίναμε στη νέα εποχή χωρίς παρόμοιους ανασταλτικούς λόγους .
Εμείς δε, που είχαμε καταφτάσει πολύ πρόσφατα από την Κωνσταντινούπολη και δεν είχαμε αριστερές καταβολές, ήμασταν πολύ ανοιχτοί στις καινοτομίες και τις πρωτοτυπίες που εισάγονταν από τη Δύση. Αλλά και η αγαπημένη μου παιδική φίλη, η Μίτση, που ο πατέρας της είχε κάνει στο «αναμορφωτήριο» της Μακρονήσου και ήξερε από μικρή ότι υπάρχει αυτή η πολύ σκοτεινή πλευρά για την οποία ευθύνονται οι καλοί μας προστάτες και οι εντόπιοι υποτακτικοί τους, δεν ήταν λιγότερο μοντέρνα.
Τα καλά
Εν ολίγοις, με όλα αυτά τα παραδείγματα με τα οποία προσπαθώ να περιγράψω πώς ήταν η ζωή της παρέας μου όταν μεγαλώναμε στη δεκαετία του 1960 στην Ελλάδα, και κάτι αντίστοιχο συνέβαινε σε όλη τη δυτική Ευρώπη, δεν ήταν εύκολο ούτε καν λογικό να είσαι αδιάφορος για τα καινούργια πράγματα που έρχονταν από την αναπτυγμένη Δύση.
Ακόμα κι όταν από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’60, άρχισαν να γίνονται γνωστά τα μαύρα μαντάτα από την Αμερική, έχοντας υποστεί κι ένα πρώτο πολύ μεγάλο σοκ με τη δολοφονία του Κένεντι που είχε προηγηθεί, με τα κινήματα διαμαρτυρίας που ξέσπασαν και γιγαντώθηκαν κόντρα στον πόλεμο του Βιετνάμ, σχεδόν απότομα κλονίστηκε ο θαυμασμός μας για τις ΗΠΑ, αλλά δεν έπαψαν να μας γοητεύουν πάρα πολλά αγαθά που έρχονταν από κει.
Αν οι δεκαπεντάρηδες και οι δεκαεξάρηδες μαγεύονταν από το ροκ, όσοι ψαχνόμασταν και ενηλικιωνόματαν εισπνέαμε επιπλέον σαν οξυγόνο τις φράσεις από τα βιβλία του Μαρκούζε, του Κέρουακ, του Ράιχ και του Σαρτρ. Και δεν χάναμε καμία από τις ταινίες (Easy rider, Blow up, Ο πρωτάρης, Η ωραία της ημέρας, Το μωρό της Ρόζμαρι, Η Οδύσσεια του διαστήματος κ.λπ.) που υπέγραφαν σπουδαίοι σκηνοθέτες (Πολάνσκι, Κιούμπρικ, Μπουνιουέλ, Γκοντάρ, Αντονιόνι κ.ά.) από την Αμερική και την Ευρώπη.
Δεν μπορούσες, δηλαδή, να αγνοείς όλα αυτά τα θαυμαστά ή να τα απορρίπτεις, ακόμα κι αν ήσουν κομμουνιστής, αντιαμερικάνος, αντιευρωπαϊστής, φιλοσοβιετικός, κινεζόφιλος, εθνικιστής, μουσουλμάνος ή χριστιανός. Κι αν αντιπάλευες τον καπιταλισμό, το φασισμό και τον ιμπεριαλισμό, ήξερες ότι πολλοί από τους μεγάλους στοχαστές από τους οποίους αντλούσες τις ιδέες και τα επιχειρήματά σου καθορίζοντας την πορεία σου, ήταν δυτικοί, με κορυφαίους τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οι οποίοι, μάλιστα, ήταν από τη μισητή Γερμανία, καθώς φρέσκα και ανατριχιαστικά ήταν τα ερείπια, το αίμα και η δυστυχία που είχε αφήσει ο ναζισμός.
Απ’ αυτό τον δυτικό κόσμο που προήλθε ο Διαφωτισμός, βγήκαν και οι σοσιαλιστικές θεωρίες που άλλαζαν τον κόσμο, αλλού λιγότερο κι αλλού περισσότερο και δημιουργούσαν την ελπίδα για την απελευθέρωση του ανθρώπινου είδους από την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Εν ολίγοις, ήμασταν δυτικοί ακόμα κι όταν ιδεολογικά ήμασταν αντιδυτικοί. Και ζούσαμε μια συνεχή εσωτερική διαπάλη αναζητώντας συνεχώς την καλή πλευρά της Δύσης και απορρίπτοντας την κακή. Κι αυτό ήταν ένα δίλημμα που διαρκώς μας έφερνε σε δύσκολη θέση, μας ανάγκαζε να υποπίπτουμε σε αντιφάσεις, μας τραβούσε απ’ το μανίκι, όπως έλεγε, με άλλο στο νου του, ο Σαββόπουλος.
Διολισθήσεις
Το να είσαι αριστερός, όχι από πάππου προς πάππον, αλλά ως νέος χωρίς οικογενειακές δεσμεύσεις και κατευθύνσεις, που βρίσκεις ψάχνοντας το δρόμο σου, η περίπτωσή μου δηλαδή, αλλά και πολλών φίλων ομοϊδεατών που δεν είχαν πατέρα ή μάνα κομμουνιστή, αλλά έγιναν αριστεροί επειδή γοητεύτηκαν από τις φωτεινές ιδέες, τους ανά τον κόσμο αγωνιστές και τις λαμπρές προσωπικότητες του σοσιαλισμού, ήταν έντονη η διαπάλη ανάμεσα στον τρόπο ζωής μας που ήταν καθαρόαιμα δυτικότροπος και στις αντιλήψεις μας για αγώνα κόντρα στο δυτικό μοντέλο. Εννοείται ότι κι από μας δεν πορεύτηκαν όλοι στη ζωή τους παραμένοντας μέχρι το τέλος στο ίδιο μονοπάτι. Κάποιοι έμειναν πιστοί στις ιδέες μας για έναν άλλο κόσμο, πιο δίκαιο και άλλοι διολίσθησαν στον επίσης –για άλλους λόγους- ελκυστικό κόσμο του δυτικού μοντέλου.
Και τη μία και την άλλη επιλογή μπορεί κανείς να την κατανοήσει, να μην συμφωνεί, αλλά να καταλαβαίνει γιατί, για ποιους λόγους την έκανε κάποιος. Όποια αρνητικά κι αν είχε ο δυτικός κόσμος, είχε και πολλά θετικά, ωραία και γοητευτικά. Στην κρίση μας, πολλές φορές η ζυγαριά έγερνε πότε προς τη μία πλευρά και πότε προς την άλλη, μέχρι να ισορροπήσει. Αυτά ισχύουν για τότε, για τα χρόνια που μεγαλώναμε εμείς, της γενιάς μου, του ‘60 οι δρομείς. Τότε που δεν ήταν καθόλου εύκολο να διαλέξουμε με ποιον θα πάμε, γιατί τόσο ο σοσιαλιστικός κόσμος όσο και ο καπιταλιστικός είχαν πλεονεκτήματα που μας τραβούσαν και μειονεκτήματα που μας απωθούσαν.
Εντάξει, στη δεκαετία του 1960, και για άλλους στη δεκαετία του 1950 ή του 1970, ανάλογα με το πότε γεννήθηκε και μεγάλωσε ο καθένας, ο δυτικός καπιταλισμός ήταν στα ντουζένια του, στα φόρτε του. Μπορεί να έκανε πολέμους, και πότε οι άνθρωποι δεν έκαναν πολέμους, μπορεί να είχε αδικίες, και πιο σύστημα ήταν εντελώς δίκαιο, αλλά αναμφίβολα ήταν σε μια φάση εκπληκτικής ανόδου, με πάρα πολλά επιτεύγματα, πρωτόγνωρα, πολλά από τα οποία διαμοιράζονταν ευρύτερα και τα απολάμβαναν πάρα πολλοί άνθρωποι σε αντίθεση με το παρελθόν που οι πολλοί, οι φτωχότεροι, ζούσαν σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο από τους πλούσιους και είχαν μόνο υποχρεώσεις και ποτέ δικαιώματα. Μεταπολεμικά, στη Δύση, αποκτήσαμε μεγαλύτερη ελευθερία στην έκφραση και θεσμοποιημένη συμμετοχή στην πολιτική ζωή, οι υλικοί όροι ζωής βελτιώνονταν αισθητά για πλατιά κοινωνικά στρώματα, οι καινοτομίες ήταν εντυπωσιακές, το κοινωνικό κράτος λειτουργούσε σχεδόν για όλους και πολλά άλλα σημαντικά.
Δεν θα μπορούσα αβίαστα να ψέξω ένα συμμαθητή μου που έγινε δεξιός αφού μέσα σε μια δεκαετία ανέβηκε από το υπόγειο στο ισόγειο, μπήκε δωρεάν στη Νομική και μέχρι τα τριάντα του είχε αφήσει πίσω τη φτώχεια και το βάσανο της οριακής επιβίωσης. Κι έβλεπε ότι κι ο κόσμος γύρω του πήγαινε όλο και καλύτερα. Και μου έλεγε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι τέλειος, αλλά φέρνει αποτέλεσμα θετικό.
Ποια Δεξιά;
Επειδή αυτά ήταν κάπως έτσι πριν από μισό αιώνα, προκύπτει το εξής ερωτηματικό: πώς σήμερα ένας άνθρωπος που ξέρει γράμματα, έχει μεγάλη βιβλιοθήκη, έχει ταξιδέψει, είναι ενημερωμένος, έχει προσωπικό έργο, δεν είναι εκατομμυριούχος και πιστεύει ότι είναι διανοούμενος, μπορεί να είναι φαν, κολαούζος, τιμητής ή φαροφύλακας της Δεξιάς;
Δεν λέω γιατί δεν είναι αριστερός, γιατί και οι αριστεροί βίωσαν τόσο μεγάλες απογοητεύσεις, με κορυφαίο γεγονός την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, που κάθε άνθρωπος, διανοούμενος ή μη, μπορεί να μην έλκεται πλέον από την Αριστερά. Αλλά, από το να μην έλκεσαι από την Αριστερά, κι από το να κάνεις αυστηρή κριτική στην Αριστερά, μέχρι το να ανήκεις στη Δεξιά, να ενταχθείς ή να προασπίζεσαι τη Δεξιά, υπάρχει μια τεράστια απόσταση που καμία δικαιολογία δεν είναι επαρκής για να σε καλύψει. Γιατί ποια είναι η Δεξιά σήμερα;
Η Δεξιά είναι όπως τη βλέπουμε, δεν υπάρχει άλλη, ούτε στα συρτάρια ούτε στα ντουλάπια.
Είναι η Δεξιά που φτάνοντας στην κορύφωσή της, ξεγυμνώνεται και αποκαλύπτεται κάτω από τα φανταχτερά της πλούτη, σάπια και αποκρουστική.
Είναι η Δεξιά υπό τον Τραμπ, τον Μπόρις Τζόνσον, τον Μακρόν, τον Ορμπάν, τον Κατσίνσκι, τον Σαλβίνι, τον Ντράγκι και λίγο παραέξω από τη Δύση τον Νετανιάχου, τον Ερντογάν, τον Μπιν Σαλμάν, τον Μόντι κ.λπ.
Είναι η Δεξιά που μισεί την ειρήνη και διαλύει χώρες και πολιτισμούς, με εκατομμύρια νεκρούς και πρόσφυγες, όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Λιβύη, τη Συρία, το Σουδάν, τη Σομαλία, την Υεμένη, το Μάλι κ.ο.κ.
Είναι η Δεξιά που ανατρέπει νόμιμα εκλεγμένες κυβερνήσεις και προέδρους, όπως στην Αίγυπτο, την Ουκρανία, την Ουρουγουάη, τη Βολιβία κ.ά.
Είναι η Δεξιά που καταδικάζει σε ασφυξία και υπονομεύει ανεξάρτητες χώρες, τη Βενεζουέλα, την Κούβα, τη Νιγηρία, το Ιράν, τη Βόρεια Κορέα…
Είναι η Δεξιά που επιβάλλει και στηρίζει τους πιο αιμοσταγείς δικτάτορες της οικουμένης, στη Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν, το Κουβέιτ κ.λπ.
Και αν αυτά τα απάνθρωπα θεωρούνται από κάποιους «παρεκκλίσεις» που η πολιτισμένη Δύση οφείλει να διορθώσει, η Δεξιά δεν είναι μόνον αυτά. Η Δεξιά που κυβερνάει τις περισσότερες χώρες στον κόσμο, παρά την τεράστια συσσώρευση πλούτου, έχει μονίμως καταδικασμένους στην πείνα και τις αρρώστιες εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους, ακόμα και μέσα στις ΗΠΑ. Η Δεξιά κατά κοινή παραδοχή πλέον, οδηγεί την ανθρωπότητα στο χείλος της καταστροφής με την αλόγιστη εκμετάλλευση και κακοποίηση της φύσης. Τα δάση εξαφανίζονται για να γίνουν φορμάικες, τα φυτά που μας τρέφουν γίνονται βιοκαύσιμα για τα αυτοκίνητα, πελώριες εκτάσεις γης ερημοποιούνται από την άνοδο της θερμοκρασίας και οι πάγοι στους πόλους που εξασφαλίζουν την ισορροπία ανάμεσα στο ψύχος και τον καύσωνα στον πλανήτη λιώνουν, το ένα τρίτο των τροφίμων που παράγονται καταλήγουν στις χωματερές λόγω της κερδοσκοπίας των πολυεθνικών και την επικράτηση της καταναλωτικής κουλτούρας που παράγει τεράστιες ποσότητες σκουπιδιών και πλαστικών, ενώ δισεκατομμύρια άνθρωποι μόλις και μετά βίας έχουν ένα πιάτο φαγητό.
Υπέρ-ανισότητες
Στις μητροπόλεις, οι ανισότητες έχουν εκτοξευτεί στα ύψη. Κι αυτό δεν έχει γυρισμό. Το 90% των πολιτών στις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία κ.λπ. εργάζεται για να ζει οριακά ενώ πλουτίζει ακόρεστα το 1% του πληθυσμού. Ακόμα και μέσα στην πανδημία, οι ολιγάρχες αύξησαν τον πλούτο τους κατά εκατοντάδες δισεκατομμύρια. 70 συν ο Μάσκι, 100 συν ο Μπέζος, 25 ο Μπιλ Γκέιτς, για δισ. μιλάμε! Και στις ΗΠΑ, 50 εκατ. πολίτες διατρέφονται με κουπόνια.
Στην Αγγλία, ένας διευθυντής κερδίζει 4-5 και παραπάνω εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, ενώ οι υπάλληλοί του μόλις καθαρίζουν από 22 μέχρι 35.000! Η φτώχεια που συνεχώς μεγαλώνει είναι η πραγματική μεγάλη επιδημία που μαστίζει τις καπιταλιστικές χώρες, αλλά γι’ αυτήν οι φερόμενοι ως διανοούμενοι που αρθρογραφούν στις εφημερίδες των ολιγαρχών του τόπου μας δεν ξέρουν, δεν άκουσαν, δεν είδαν.
Όλο το οικοδόμημα που έχτισε η Δεξιά, το σύστημα, είναι διάτρητο, άσχημο και εχθρικό για τον άνθρωπο, τις κοινωνίες και τη φύση. Τι του βρίσκουν οι φερόμενοι ως διανοούμενοι που το θωπεύουν και το υπερασπίζονται; Πανεπιστημιακοί, συγγραφείς, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες; Ανάμεσα τους κι αυτοί που δεν πήγαν στη Δεξιά όταν από τη Δύση κατέφθανε ο Μπομπ Ντύλαν και ο Μάιλς Ντέιβις και στην Ελλάδα είχαμε τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη και τον Τσαρούχη, αλλά προσκολλήθηκαν στη Δεξιά όταν την εκπροσωπούν κάτι μούμιες-πολιτικοί; Καλά, μα τόσο χάθηκε το μέτρο και το φρένο;
Διανοούμενοι-πλυντήρια
Όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι, αναλαμβάνουν το ξέπλυμα της Δεξιάς, η οποία είναι, εντός και εκτός, για γέλια και για κλάματα. Ούτε σπουδαία πνευματικά κινήματα έχει, ούτε πληθώρα διανοουμένων της προκοπής, ούτε καμία πρωτοπορία στις τέχνες, ούτε μεγάλες μορφές στα γράμματα. Βαλτωμένη. Οι καλύτεροί της είναι κάτω από το μέτριο σε σχέση με τις μορφές των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Ενώ όσοι πραγματικά ξεχωρίζουν σε ποιότητα και ήθος, ανήκουν στους αντιφρονούντες. Τα μαζικά θεάματα, η τηλεόραση πρωτίστως, είναι μια χωματερή. Παρεμπιπτόντως, οι γραφιάδες στην «Καθημερινή» δεν έχουν τίποτα να πουν για τα σκουπίδια που σερβίρει το αδελφό τηλεοπτικό κανάλι; Στον δε αθλητισμό είναι τόσο μεγάλη η διαφθορά που αν κυνηγούσαν όλους τους παράγοντες που ενέχονται, θα διαλυόταν το σύμπαν, από την Ολυμπιακή Επιτροπή και τη FIFA μέχρι τη διοίκηση της τελευταίας ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας. Γι’ αυτό, έφτανε ένας απειροελάχιστος οργανισμός, απ’ αυτούς που υπάρχουν τρισεκατομμύρια στο περιβάλλον, που πιθανότατα εκτροχιάστηκε απ’ το κακό που κάνουμε στη φυσική ισορροπία, για να φανεί όλη η γύμνια, να επιβεβαιωθεί ότι όλο το σύστημα είναι σαθρό, ότι εξυπηρετεί μόνο τους πλούσιους και η πολιτική του δομή είναι τόσο φθαρμένη που δεν μπορεί καμία κρίση να διαχειριστεί.
Κατεβατά ολόκληρα μπορεί να γράψει κανείς για τη σαπίλα και την παρακμή του δυτικού μοντέλου και των εκπροσώπων του. Αλλά δεν χρειάζεται, γιατί όλο και περισσότεροι πολίτες, ανεξάρτητα από το τι ψηφίζουν, καταλαβαίνουν ότι το δεξιό μοντέλο τα έφτυσε από την απληστία του.
Και τώρα, τι να μας πουν οι δεξιοί και οι παρατρεχάμενοι, ότι φταίει ο κομμουνισμός; Μα από τα διακόσια κράτη που αποτελούν τον ΟΗΕ, σχεδόν όλα είναι καπιταλιστικά στη βάση του δυτικού μοντέλου.
Αυτό, λοιπόν, το σύστημα, κι αυτό το πολιτικό προσωπικό, έχουν αναλάβει αυτοβούλως να υπερασπίζονται, να εξωραΐζουν και να διασώζουν οι φερόμενοι ως διανοούμενοι που μας κουνάνε το δάχτυλο και, κάνοντας το μαύρο άσπρο, προσπαθούν να κρατήσουν το τείχος προστασίας για τους εξουσιαστές που -προκειμένου να απομυζήσουν και την τελευταία ρανίδα της κοινωνίας και της φύσης- είναι ικανοί να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στον πλήρη αφανισμό!
Εύχομαι και ελπίζω, οι κοινωνίες, οι λαοί, οι πολίτες, να έχουν αποθέματα λογικής, ευθυκρισίας και αυτοσυντήρησης για να αποτρέψουν τη συνέχιση αυτής της ολισθηρής πορείας προς την άβυσσο και να ανατρέψουν, πριν να είναι πολύ αργά, αυτό το σύστημα που εξάντλησε τη φύση, εξάντλησε τον άνθρωπο, εξάντλησε και τον πολιτισμό για χάρη μιας ασήμαντης μειονότητας που έκανε τη γήινη σφαίρα ένα απέραντο καταπατημένο οικόπεδο για δικό της όφελος. Κι όσο για τους φερόμενους ως διανοούμενους που κάνουν βούρτσα στους πλούσιους, ας είμαστε λίγο επιεικείς. Δεν είναι όλοι αποβράσματα. Υπάρχουν και μερικοί που είναι απλά αξιοθρήνητοι…