Της Αριάδνης Αλαβάνου. Οι συγκρούσεις που ξέσπασαν, την περασμένη Κυριακή 9/10, όταν 2.000 Αιγύπτιοι, κυρίως χριστιανοί Κόπτες, επιχείρησαν να συγκεντρωθούν έξω από την κρατική τηλεόραση στο κέντρο του Καΐρου, διαμαρτυρόμενοι για την πυρπόληση εκκλησίας τους από Σαλαφιστές μουσουλμάνους στο Ασουάν, και η βία με την οποία τους αντιμετώπισε ο στρατός και η αστυνομία, που άφησαν πίσω τους 25 νεκρούς και 300 τραυματίες, σηματοδοτούν ένα σημείο καμπής στην αιγυπτιακή πολιτική κατάσταση.
Πρόκειται για την πολλοστή επίθεση σε εκκλησία μετά τη νίκη της λαϊκής επανάστασης. Επιθέσεις πανομοιότυπες που οδηγούν τους παρατηρητές στο συμπέρασμα ότι το γεγονός είναι ύποπτο, τα δε ρεπορτάζ και τα άρθρα γνώμης του αιγυπτιακού Τύπου υποστηρίζουν πως τα γεγονότα της Κυριακής ήταν οργανωμένο σχέδιο. Κάποιοι παίζουν με τις θρησκευτικές διαμάχες και απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι και τόσο άγνωστοι, ούτε οι σκοποί τους τόσο κρυφοί.
Διαδηλωτές, αλλά και δημοσιογράφοι αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι πρώτα επιτέθηκαν «κακοποιοί» οπλισμένοι με ρόπαλα, μετά στρατιώτες που άνοιξαν πυρ και έπεσαν με τεθωρακισμένα οχήματα πάνω στο πλήθος συνθλίβοντας κορμιά. Παράλληλα, η κρατική τηλεόραση, ψευδώς όπως αποδείχθηκε μετά, μετέδιδε ότι υπάρχουν «ένοπλοι Κόπτες διαδηλωτές» και καλούσε τους «πολίτες να κατέβουν στους δρόμους για να υπερασπιστούν το στρατό». Όπως ήταν αναμενόμενο, γράφει η εφημερίδα Al Masry Al Youm, νεαροί κατέβηκαν με πέτρες, ρόπαλα, ακόμη και όπλα, και φωνάζοντας αντικοπτικά συνθήματα επιτέθηκαν στους διαδηλωτές.
Ο πρωθυπουργός Εσάμ Σαράφ απέφυγε να δώσει εξηγήσεις για τη συμπεριφορά του στρατού και κατηγόρησε «αόρατες δυνάμεις που υποδαυλίζουν τη βία για να εκτροχιάσουν τη μετάβαση της Αιγύπτου προς τη δημοκρατία». Και στις 13/10, σε συνέντευξη Τύπου, ο στρατηγός Αντέλ Εμάρα είπε ότι ο στρατός ούτε πυροβόλησε ούτε συνέθλιψε κανέναν. Τι κάνει έναν στρατηγό να λέει τόσο καταφανή ψεύδη; Ίσως το ότι από τα 80 εκατ. των Αιγυπτίων ένα μόνο μέρος, το μικρότερο, θα πληροφορηθεί την αλήθεια και αρκετοί τρέφουν θρησκευτικές προκαταλήψεις. Ίσως το ότι ο κόσμος δεν μπορεί να πιστέψει ότι στρατιώτες σκότωσαν διαδηλωτές ή θέλει να μην το πιστεύει, λόγω της ειδικής θέσης του στρατού στην αιγυπτιακή κοινωνία. Αυτό, όμως, δεν αλλάζει την πραγματικότητα ότι συγκρούσεις της Κυριακής φανερώνουν πως το κέντρο συντονισμού της βίας ήταν η ίδια η εξουσία, όπως αναφέρουν αιγυπτιακά ΜΜΕ.
Η καλλιέργεια της θρησκευτικής διαμάχης
Στην Αίγυπτο, όπως επισημαίνει η Al Masry Al Youm, υπήρχε πρόβλημα θρησκευτικών διαμαχών και πριν από την πτώση του Μουμπάρακ, που αντί να αντιμετωπιστεί από τους κυβερνώντες στρατιωτικούς επιδεινώνεται. Συνεχίζονται οι διακρίσεις στην οικοδόμηση εκκλησιών, στην πρόσληψη Κοπτών στο Δημόσιο και στην πολιτική εκπροσώπησή τους. Ο συγγραφέας Αλάα αλ-Ασουάνι, σε άρθρο του στην ίδια εφημερίδα (4/10), παρουσιάζει μια πιο βαθιά προσέγγιση. Επισημαίνει την επιρροή που έχουν δεχθεί και δέχονται πολλές εκατοντάδες χιλιάδες Αιγύπτιοι που μεταναστεύουν ως εργάτες στη Σαουδική Αραβία από τους φανατικούς Βαχαβίτες (Σαλαφιστές) κληρικούς. Τα κηρύγματα από τα δορυφορικά κανάλια ακολουθούν τους Αιγύπτιους όταν επιστρέφουν στην πατρίδα τους.
Τα γεγονότα στο Ασουάν είναι επίσης χαρακτηριστικά: Σαλαφιστές αντιδρούν στην ανακαίνιση ενός παλιού κοπτικού ναού, οι αρχές, αντί να τους βάλουν στη θέση τους, συγκαλούν μια ανεπίσημη σύσκεψη μεταξύ Σαλαφιστών και του Κόπτη ιερέα, όπου οι πρώτοι υποβάλλουν τους όρους τους –να ανακαινιστεί η εκκλησία, αλλά χωρίς σταυρούς, θόλους και μεγάφωνα. Ο ιερέας δέχεται, παρ’ όλα αυτά την επόμενη Παρασκευή φανατικοί πυρπολούν το ναό υπό την καθοδήγηση του ιμάμη. Οι αρχές παρατηρούν αμέτοχες.
Πολλοί αναφέρουν ότι η υποδαύλιση της βίας καλλιεργείται και από ορισμένα στοιχεία –αξιωματούχους ασφαλείας, πολιτικούς, επιχειρηματίες– που απέκτησαν οφέλη στο προηγούμενο καθεστώς και ο εκδημοκρατισμός συνεπάγεται διώξεις και καταδίκες γι’ αυτούς. Επίσης θα μπορούσε κανείς να υποθέσει βάσιμα ότι τα δισεκατομμύρια σαουδαραβικά δολάρια που δόθηκαν στο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο προ ολίγου καιρού παίζουν το ρόλο τους στην πολιτική που ακολουθούν οι κυβερνώντες στρατιωτικοί έναντι των Σαλαφιστών-πέραν του ότι συγκυριακά εξυπηρετούν και δικές τους σκοπιμότητες. Ταυτόχρονα, περιφερειακές δυνάμεις όπως η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ βλέπουν με καλό μάτι αυτές τις εξελίξεις, μιας και δεν έχουν κανένα συμφέρον από μια δημοκρατική Αίγυπτο, στην οποία ο λαός έχει λόγο. Το ίδιο ισχύει για τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους, ιδίως μετά την επέμβαση στη γειτονική Λιβύη. Συνεπώς ποικίλα συμφέροντα μπορεί να συμπίπτουν στην καλλιέργεια των θρησκευτικών διαμαχών και της βίας που συνεπάγονται.
Απονομιμοποίηση των στρατιωτικών;
Τα γεγονότα της 9/10, τα πιο αιματηρά από τον Ιανουάριο, αποτελούν την έμπρακτη πολιτική αποτυχία του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου και υποσκάπτουν τη συναίνεση ή ανοχή που είχε δείξει μια όχι μικρή μερίδα Αιγυπτίων έναντι της ηγεσίας του στρατού ως παράγοντα που θα οδηγούσε στη δημοκρατική μετάβαση.
Ο στρατός πρώτη φορά επιτέθηκε σε ειρηνική διαδήλωση. Πρώτη φορά επιτέθηκε σε διαδήλωση χριστιανών και χρησιμοποίησε εσκεμμένα τα κρατικά ΜΜΕ για να καθοδηγήσει πολίτες εναντίον διαδηλωτών. Επίσης πρώτη φορά μια κρίση περί τα θρησκευτικά ζητήματα δείχνει να μετατρέπεται σε ευρύτερη δυσαρέσκεια για τη διακυβέρνηση της χώρας από τους στρατιωτικούς (Al Masry Al Youm, 13/10). Το πολιτικό περιβάλλον που δημιουργούν για όλα σχεδόν τα στρώματα και κατηγορίες του πληθυσμού, πλην ελαχίστων, παραπέμπει στη «σιδερένια πυγμή».
Αυτό έχει φανεί από τις πρώτες ημέρες της πτώσης του Μουμπάρακ ως προς την αντιμετώπιση των απεργιών, των κινητοποιήσεων των αγροτών, την παραπομπή στα δικαστήρια των ενόχων δολοφονιών και βασανιστηρίων. Ενώ, ήδη πριν από τη βία της περασμένης Κυριακής, οι στρατιωτικοί μεθόδευαν την καθυστέρηση των εκλογών, με πρόσχημα την «αναταραχή» στη χώρα. Όμως, αν η σκληρή αντιμετώπιση των απεργιών συσπείρωσε τη φιλελεύθερη αστική τάξη, ακόμη και τους μικρούς επιχειρηματίες, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το ίδιο θα γίνει και με την υποδαύλιση της θρησκευτικής βίας.
Η Αίγυπτος μπορεί συνεπώς να εισέρχεται σε μια φάση απονομιμοποίησης της ηγεσίας του στρατού ως «εγγυητή των κατακτήσεων της επανάστασης», μια εικόνα που απείχε μεν παρασάγγας από την αλήθεια, αλλά που καλλιεργήθηκε συστηματικά από τον περασμένο Ιανουάριο και στηρίχθηκε από βασικές πολιτικές δυνάμεις της Αιγύπτου, όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα.